Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Αφιέρωμα στην 21η Μαΐου



Μέρες δουλείας και φωνές ελευθερίας από τον επτανησιακό χώρο[1]

       του καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου
                                                  Προέδρου της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών

               Μιλώντας πριν από αρκετά χρόνια, με την ευκαιρία των εθνικών επετείων της 26ης και της 28ης Οκτωβρίου, στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είχα παρατηρήσει κάποια πράγματα που νομίζω πως και σήμερα και πάντοτε  θα έχουν την αξία τους. ΄Ελεγα συγκεκριμένα ότι «μέσα σ’ ένα κόσμο παράλογο και άφρονα, όπου η προσπάθεια καταστροφής έχει αναμφισβήτητα το προβάδισμα, αν συγκριθεί με τις απεγνωσμένες προσπάθειες για την αναχαίτισή της, μέσα σ’ ένα κόσμο τεχνητής μαγείας, όπου το εντυπωσιακό και το φοβερό συμπλέκονται και συγκρούονται κατά τρόπο περίεργο και επικίνδυνο, μέσα σ’ ένα κόσμο παράλογου πλούτου και ανατριχιαστικής φτώχειας, όπου η επιδεικτική σπατάλη προκαλεί απαράδεκτα την αναγκαστική λιτότητα, μέσα σ’ έναν κόσμο που, αν και έχει οργανωθεί αριστοτεχνικά για να μας προφυλάξει από το φόβο, δεν μπορεί –για να θυμηθώ τη φράση του Κικέρωνα στον Pro Milone λόγο του,[2]- να μας κάνει να μη φοβόμαστε χωρίς κάποιο φόβο, μέσα σ’ ένα τέτοιο όμοιο και παρόμοιο κόσμο κάθε ομιλία για ιδέες και ιδεώδη ηχεί παράδοξα και παράλογα, λόγος ειρωνείας σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό, λόγος άκαιρος και άστοχος, λόγος περιττός. ΄Έτσι, αυτός που ακόμα αισθάνεται την ιδέα ως οργανικό στοιχείο της ιστορικής του ουσίας, αυτός που νιώθει την ανάγκη να μιλήσει και να στοχαστεί στα πλαίσια του Λόγου και του ονείρου, αυτός που έχει την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι του επιτρέπει ακόμα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να είναι ον “χαρίεν”, δηλαδή ον ανθρώπινον,[3] αυτός ο άνθρωπος θα εξακολουθήσει με ποικίλους τρόπους να αντιδρά διακηρύσσοντας το “πιστεύω” του, το “πιστεύω” της φυλής του, έτσι όπως ο ίδιος το ζει σε ποικίλους τόνους και χρώματα. Και ο άνθρωπος αυτός θα εξακολουθήσει να στοχάζεται μέσα του “νάματα ελευθερίας”, ιδέες και ιδεώδη και ιδανικά και άλλα τέτοια πολλά, όσα άλλοις μεν σκάνδαλον, τοις πλείστοις δε μωρία εστίν·[4] και κάποτε θα θέλει –είναι φυσικό να θέλει- να ανακοινώσει και σε κάποιους άλλους ομοϊδεάτες του τις σκέψεις του αυτές, και τότε ίσως θα απευθύνεται και σ’ εσάς, όπως γίνεται κι αυτή τη στιγμή, και θα σας θυμίζει πράγματα που όλοι σας στοχαστήκατε, άλλος από παραδοσιακό εθισμό και άλλος από συνειδητή ανάγκη. Και πιστεύω αλήθεια πως και τα δύο αυτά στοιχεία, εθισμός και ανάγκη, είναι το ίδιο αποτελεσματικά ως μέσα αντίδρασης στη φθορά που επιβάλλει αδήριτα και αδίστακτα γύρω μας ο κόσμος, αυτός ο απογυμνωμένος, τυπικά ένθεος και ουσιαστικά απάνθρωπος κόσμος.»

Η ομιλία μου αυτή, που έχει στόχο της να περιγράψει ιστορικά μέρες δουλείας και φωνές ελευθερίας από τον επτανησιακό χώρο κατά τη διάρκεια της υποταγής του τόπου μας στους ξένους δυνάστες, αυτή ακριβώς τη βάση έχει, να αποδείξει την ιδεολογική εμμονή στις αξίες και την ανυποχώρητη πίστη στην ελεύθερη παράδοση του έθνους, μια παράδοση που, όπως οι ίδιες οι ιστορικές πηγές τεκμηριώνουν, ουδέποτε έλαβε υπόψη της αριθμητικές ανισότητες ούτε και αναχαιτίστηκε από φόβο και απειλή θανάτου.[5]
Τα ιστορικά γεγονότα στα Επτάνησα είναι λίγο πολύ γνωστά. Αλλά ας έχουμε και πάλι μια συνοπτική εικόνα. Από το 1386 άρχισαν τα Επτάνησα διαδοχικά, και κάποτε με μεγάλα διαλείμματα, να περιέρχονται υπό τη βενετική κυριαρχία. Το 1386 συγκεκριμένα κυριεύτηκαν η Κέρκυρα και οι Παξοί, το 1483-4 η Ζάκυνθος, το 1500 η Κεφαλλονιά και η Ιθάκη, τριάντα χρόνια ύστερα τα Κύθηρα και τελευταία καταλήφθηκε από το ναύαρχο Μοροζίνη η Λευκάδα, το 1684. Και για τα επτά Ιόνια νησιά η περίοδος της Ενετοκρατίας έληξε το 1797, όταν η Γαληνότατη Ενετική Δημοκρατία καταλύθηκε από τον Βοναπάρτη.
Η πολιτική και οικονομική κυριαρχία της Ενετίας αλλά και της τοπικής αριστοκρατίας διαμόρφωσε, όπως παρατηρεί στη μελέτη της για την Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την αγγλοκρατία η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου,[6] ένα φεουδαλικό – ολιγαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που, όσο κι αν είχε τις ρίζες του στο γαλλικό φεουδαρχικό κώδικα, απέκτησε όμως με το πέρασμα του χρόνου δική του φυσιογνωμία και ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα. Οι βασικές κοινωνικές τάξεις ήταν δύο, οι αριστοκράτες-φεουδάρχες και ο λαός, ο «χύδην όχλος», όπως τον έλεγαν και τον ένιωθαν. Μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών οι nobili, αναγνωρίζονταν ως πολίτες και μόνο εκείνοι ασκούσαν πολιτικά δικαιώματα και είχαν τη δυνατότητα να διοριστούν στα δημόσια αξιώματα. Και είναι σωστή η παρατήρηση ότι το διοικητικό, το κοινωνικό και το κυβερνητικό σύστημα, που είχε εισαγάγει και αγωνιζόταν με όλους τους τρόπους να εφαρμόσει η Βενετία στα Επτάνησα, σύστημα που ήταν άλλωστε πιστή απομίμηση σε μικρογραφία εκείνου που ίσχυε στη Βενετία, στερούσε τον πληθυσμό των νησιών από κάθε ουσιαστικό δικαίωμα και από κάθε ελευθερία λόγου και άμυνας. Ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία και την κενότητα των λεγόμενων ευγενών με μερικούς βαρύγδουπους τίτλους και κάποια προνόμια κενά ουσιαστικού περιεχομένου, μεταχειριζόταν το λαό ως δούλο και τον κρατούσε σε κατάσταση πλήρους ανελευθερίας και απανθρωπιάς.[7] Η ενετική κυριαρχία, χωρίς να έχει οπωσδήποτε το χαρακτήρα της οθωμανικής βαθιάς και άναστρης νύχτας, δεν έπαψε να είναι στέρηση της ελευθερίας του ανθρώπου και του πολίτη και επ’ αόριστον αναβολή της πραγματοποίησης των εθνικών του πόθων.
Η ενετική κυριαρχία διήρκεσε τετρακόσια έντεκα ολόκληρα χρόνια, τουλάχιστον όσον αφορά την Κέρκυρα και τους Παξούς. Μέχρι το 1797 συγκεκριμένα, για να τη διαδεχθεί κάποια άλλη στη συνέχεια, όχι λιγότερο αυταρχική. Ο Ερμάννος Λούντζης στην έρευνά του περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών μάς δίνει μια ζωντανή ανατομία του καθεστώτος της Ενετοκρατίας στα Επτάνησα και, όπως σωστά παρατηρήθηκε, η μελέτη του αυτή αποτελεί «συστηματική σπουδή μιας τυραννίας, από τις τόσες που γνώρισε αυτός ο τόπος».[8] Η ιστορία του έθνους του ενεργοποιείται θετικά μέσα στη συνείδηση του συγγραφέα και τον οδηγεί στο να αποφεύγει συστηματικά τις υποχωρήσεις σε σκοπιμότητες, τις προκαταλήψεις και τους κάθε μορφής υποκειμενισμούς. Φαίνεται πράγματι ότι είναι απέραντος ο πόνος του, όταν διαπιστώνει ότι «εν Επτανήσω …… βαθύ επεκράτει σκότος, η δε καταδυναστεία, η αταξία και τα λοιπά σύντροφα κακά, όσα διεγείρουσι την αγανάκτησιν και το μίσος, εδέσποζον….».[9]  Και όμως παραμένει αισιόδοξος, γιατί αισιοδοξία τού εμπνέει η φιλελεύθερη ψυχή των Επτανησίων. Με υπερηφάνεια διασαλπίζει το «πιστεύω» του ο Ζακύνθιος βουλευτής του Ενωτικού Ριζοσπαστικού Κόμματος : «Αναλλοίωτα διετήρησε πάντοτε ο επτανήσιος τα κύρια γνωρίσματα τα χαρακτηρίζοντα την οικογένειαν εις ην ανήκει. Μάρτυς δε τούτου είναι το εμφωλεύον εν τη καρδία αυτού ακοίμητον εθνικόν αίσθημα, το εμπνέον αυτώ τιτανικήν δύναμιν ….. αυτό δε το αίσθημα καταφλέγει την γενναίαν ψυχήν του, οσάκις πρόκειται να ασπασθεί οιονδήποτε εθνικόν αγώνα, υπέρ αυτού χύνων το αίμα του και καρτεροψύχως υπομένων μυρίας θυσίας και παντοειδείς καταδιωγμούς, ουδόλως αναλογιζόμενος το μέγεθος και το είδος του κινδύνου, ουδέ το σκολιόν των περιστάσεων αναμετρών».[10] ΄Έτσι, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο συγγραφέας της μελέτης, ανόθευτος ο Ελληνισμός περισώζεται ανάμεσα στις συμφορές μιας ωμότατης δουλείας.[11]
Αυτή η διάσωση δεν είναι τυχαία. Και τούτο γιατί όχι μόνο κατά την περίοδο της μακρόχρονης ενετικής κατοχής αλλά και στη συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από το 1797 μέχρι τον Μάιο του 1864  -ένα διάστημα πολυκύμαντο και πολυδεσποτικό, αν αναλογισθεί κανείς ότι μέσα σε εξήντα επτά μόνο χρόνια πέντε δεσπότες-κατακτητές άσκησαν με ιδιαίτερη «επιτυχία» το «προστατευτικό» τους ταλέντο στις πλάτες των Επτανησίων-, οι φωνές ελευθερίας που ακούστηκαν σ’ ολόκληρο τον επτανησιακό χώρο (από την Κέρκυρα του βορρά μέχρι τα Κύθηρα του νότου), παίρνοντας τη μορφή συγκεκριμένων επαναστατικών ενεργειών, και πολλές είναι, αλλά και αξιόλογες και συνεχείς, και σε τελική ανάλυση αυτές, και μόνο αυτές, εξηγούν γιατί και πώς φτάσαμε στην 25η Ιουλίου 1863, όταν ο ΄Αγγλος αρμοστής, διαλύοντας τη δωδεκάτη Βουλή, δήλωνε ότι «η Προστάτις ΄Ανασσα της Μεγάλης Βρεταννίας είναι πρόθυμος “ίνα συναινέσει εις την μετά του βασιλείου της Ελλάδος ένωσιν των Ιονίων νήσων”».[12] Η έρευνα των πηγών αποδεικνύει, πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας, ότι ο αγώνας, ο ανυποχώρητος και συνειδητός αγώνας των Επτανησίων, ο αγώνας των επωνύμων, αλλά κυρίως ο αγώνας του λαού, από τον οποίον αντλούσαν την έμπνευσή τους και οι επώνυμοι, είχε επιτέλους βρει τη δικαίωσή του. Αυτή είναι παντού και πάντοτε η ιστορική αλήθεια. Τα λεγόμενα, και συνήθως διατυμπανιζόμενα, περί φιλίας και παραδοσιακών δεσμών και νομιμόφρονων συμμαχιών και καλής γειτονίας είναι συνήθως λόγοι κενοί περιεχομένου, πλούσιοι λόγοι, που ακούγονται στις επίσημες επισκέψεις αρχηγών κρατών και θεωρούνται απαραίτητοι για να συνοδεύουν τα «ευτυχή» χαμόγελα και τις επιμελώς προπαρασκευασμένες διαπραγματευτικές συζητήσεις που θα ακολουθήσουν.
Ας επικεντρωθεί τώρα το ενδιαφέρον μας μέσα στην καρδιά της ενετικής κυριαρχίας. Θα ήταν, πιστεύω, ιστορικό λάθος να θεωρηθεί ότι το περιβόητο «ρεμπελιό των ποπολάρων» στη Ζάκυνθο το 1628, που κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, ήταν αποκλειστικά μια εσωτερική και μόνο υπόθεση, που είχε συγκεκριμένα να κάνει με τις διενέξεις ευγενών και ποπολάρων. ΄Ηταν σε όλους γνωστό και φανερό από την καθημερινή πρακτική ότι η Βενετία, όπως και όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, εφάρμοζε κατά συνεπέστατο τρόπο το ιστορικά δοκιμασμένο με απόλυτη επιτυχία δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», άλλοτε υποθάλποντας σε ακρότητες τους ευγενείς και άλλοτε πάλι υποκινώντας τις δίκαιες εξεγέρσεις του λαού. ΄Ηταν μία από αυτές τις ακρότητες ασφαλώς η δημόσια εκπεφρασμένη άποψη των Ζακυνθίων αρχόντων, που όμως είναι αποδεδειγμένο ότι είχε τις ανεπιφύλακτες ευλογίες του Ενετού κατακτητή, ότι «ο Θεός έδωσε τες χάρες μερικών και τες εξουσίες, και οι κατώτεροι να τες βλέπουν και να τες τιμούν και να στέκονται εις την υποταγήν των μεγαλυτέρων και εξουσιαστάδων».[13] Και ήταν επίσης ακρότητες αυτά που συνέβαιναν στην τάξη των ευγενών, καθώς εκείνοι ξέφρενα αγωνίζονταν για πλούτη και αξιώματα, ακρότητες όμως που προκαλούσε η εγκληματική στάση των προβλεπτών της Ενετίας. Δικαίως ο Saint Sauveur αποδίδει την αιτία της κοινωνικής διαφθοράς που επικράτησε, προς τα ύστερα ιδιαίτερα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας, στη Βενετία, την οποία και θεωρεί υπεύθυνη απέναντι στην Ιστορία. Γιατί, όπως παρατηρήθηκε, αν εκείνη ήθελε, «εύκολα μπορούσε να αποκαταστήσει και να κάνει σεβαστές ανάμεσα στο λαό των νησιών τις δύο βασικές εγγυήσεις, χωρίς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία : το σεβασμό της ξένης ιδιοκτησίας και την εξασφάλιση της ζωής του ατόμου. ΄Όχι απλώς δεν το ήθελε, αλλά καλλιεργούσε συστηματικά τη διαφθορά και το έγκλημα, γιατί εκείνα τη συνέφεραν οικονομικά και διοικητικά.»[14] Στη συγκεκριμένη περίπτωση της επανάστασης του 1628, η διαταγή της Ενετίας για την καταγραφή των ποπολάρων της πόλης αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα της εξέγερσης. Εκείνο όμως που έχει ουσιαστική ιστορική σημασία είναι ότι ο λαός, τόσο στο συγκεκριμένο, όσο και σ’ όλα τα «ρεμπελιά» που ακολούθησαν μέχρι το 1797 στη Ζάκυνθο, είχε στην πραγματικότητα εξεγερθεί κατά των καταπιεστών του, έμμεσων και άμεσων, και με δυναμικά μέσα απαιτούσε ισοτιμία, ισοπολιτεία και ισότητα δικαιωμάτων, όλα δηλαδη εκείνα τα δικαιώματα που προβλήθηκαν ως ιδέες και φώτισαν ελπιδοφόρα τους επαναστατικούς δρόμους της Ελλάδας και του κόσμου κατά τους καιρούς που ακολούθησαν. ΄Όταν το 1683 ξέσπασε η όγδοη κατά σειρά επανάσταση του υπόδουλου Ελληνισμού κατά της Τουρκίας με λάβαρο το αίτημα για τη χορήγηση των ίδιων ακριβώς ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα Επτάνησα έσπευσαν να πάρουν ενεργό μέρος με επιστράτευση ενός μεγάλου αριθμού Επτανησίων υπό τη γνωστή «Στρατιά των Επτανησίων». Ηγέτες της ήταν ο Αναστάσιος ΄Αννινος από την Κεφαλλονιά, ο Βαρβάτης και ο Μιδάνος, επικεφαλής των Κερκυραίων και των Παξινών, και ο Νικόλαος Κομούτος από τη Ζάκυνθο. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι για πρώτη φορά στα χρονικά πολέμησε τότε ιδιαίτερο σώμα από εκατόν πενήντα κληρικούς, τους οποίους οδηγούσε στον αγώνα ο Μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Τιμόθεος Τυπάλδος.
΄Όταν τα ίδια πάλι δικαιώματα, που στόχευαν στην αναγνώριση και κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας πέρα από ταξικούς περιορισμούς, ο Γάλλοι τα υποσχέθηκαν στον επτανησιακό λαό την 5η Ιουλίου 1797, ο δημοκρατικός λαός πανηγύρισε με ενθουσιασμό[15] και νέες φωνές ελευθερίας αντήχησαν, γιατί ο ερχομός των Γάλλων έμοιαζε να είναι ο τερματισμός μιας μακρόχρονης, επίπονης και άδικης φεουδαρχικής διοίκησης και η απαλλαγή από τη στυγνή εκμετάλλευση και την καταπίεση της αριστοκρατικής ολιγαρχίας, που έδρασε ανεμπόδιστα στα χρόνια της ενετοκρατίας. Ο τελικός απολογισμός αυτής της κυριαρχίας υπήρξε ολοφάνερα εξουθενωτικός. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει η καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου,[16] τα Επτάνησα, ήδη κατά τις παραμονές της πτώσεως της Βενετίας, παρουσίαζαν ένα εκατομμύριο λίρες το χρόνο έλειμμα, τα επτανησιακά ταμεία ήταν άδεια, το διοικητικό σύστημα ύστερα από τις σκανδαλώδεις καταχρήσεις είχε χαλαρώσει και τα οχυρά είχαν εγκαταλειφθεί.
Με επίσημους πανηγυρισμούς φυτεύτηκε στην κεντρική πλατεία της Κέρκυρας το δέντρο της λευτεριάς, ενώ η σημαία του Αγίου Μάρκου καθώς και η Χρυσή Βίβλος και όλα τα εμβλήματα και παράσημα της ενετικής αριστοκρατίας καίγονταν, και οι κάτοικοι πανευτυχείς ορκίζονταν αιώνια πίστη και αφοσίωση στην ελευθερία, την ισότητα και τα απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Ανάλογες εκδηλώσεις έγιναν και στα άλλα Ιόνια νησιά. Χρονογράφος της εποχής, αναφερόμενος στην κατάληψη των Κυθήρων από τους Γάλλους, αναφέρει ότι ακόμα και οι ευγενείς της νήσου χόρευαν χαρούμενοι, «προεδρεύοντος εις το χορό του κ. Εμμανουήλ Καλούτζη». Και καθώς χόρευαν, τραγουδούσαν : «οι Γάλλοι μας ελέγαν / πως άρχοντες δε θέλαν· / ότι το λίμπρο-ντόρο / το έκαψαν στο φόρο.»  …… «Και έγιναν χαρές μεγάλες εκείνη την ημέρα….».[17]
Θα μπορούσε να συνοψιστεί το τμήμα αυτό, όσον αφορά την ενετική κυριαρχία, με κάτι όχι βέβαια άμεσα σχετικό με την ενετοκρατία στα Επτάνησα, οπωσδήποτε όμως διασκεδαστικό και άκρως ενδεικτικό. Στη μελέτη του «η Επτάνησος υπό τους Βενετούς» ο Κώστας Καιροφύλας μας πληροφορεί ότι στη Βενετία, όταν καιγόταν η Χρυσή Βίβλος στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, χαράχτηκε στο ανοιχτό βιβλίο, που κρατούσε το λιοντάρι στα πόδια του, αντί της ιστορικής επιγραφής pax tibi, Marce, evangelista meus, η δημοκρατική προκήρυξη δικαιώματα του ανθρώπου  και του πολίτου. Και ο Καιροφύλλας με χιούμορ προσθέτει εδώ ότι «τον επικήδειον της θανούσης δημοκρατίας εξεφώνησεν επιγραμματικώς Βενετός άνθρωπος του λαού, ο οποίος, βλέπων την αλλαγήν της φράσεως ταύτης, είπεν ειρωνικώς “γύρισε επί τέλους φύλλο το λιοντάρι έπειτα από τόσους αιώνες” ».[18]
Η συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο της 17ης Οκτωβρίου 1797, που διέλυε τη Βενετία και εκχωρούσε τα Επτάνησα στους Γάλλους, για την απόκτηση των οποίων ο Βοναπάρτης ήταν κυριολεκτικά ενθουσιασμένος («ποτέ, εδώ και πολλούς αιώνες, δεν έγινε λαμπρότερη ειρήνη· αποκτούμε το πιο πολύτιμο για μας μέρος της Βενετίας», έγραφε στον επί των Εξωτερικών υπουργό του), δεν είχε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους φιλελεύθερους πόθους των Επτανησίων. Οι Γάλλοι δεν είχαν ή δεν διέθεταν χρήματα. Απέβλεπαν μόνο στο να συντηρηθούν από τους εγχώριους πόρους. ΄Αρχισαν λοιπόν, κατά τρόπο τελείως απαράδεκτο, να απομυζούν τα Επτάνησα, φθάνοντας και μέχρι του σημείου να δανείζονται μεγάλα ποσά από τους ντόπιους. Ο Γ.Δαφνής παρατηρεί ρεαλιστικά ότι «όλα μπορούν να τα συγχωρήσουν οι λαοί, εκτός από την αδιάκοπη οικονομική τους αφαίμαξη».[19] Παρά τα αναμφισβήτητα θετικά σημεία της κοινωνικής αφύπνισης των αστών και της τοποθέτησης θεμελίων για οργάνωση της εκπαίδευσης, που επί Ενετών ήταν σκόπιμα τελείως παραγκωνισμένη, υπήρξαν άλλα θέματα που δημιούργησαν σφοδρότατες αντιδράσεις στο λαό –αντιδράσεις που συχνά κατέληγαν σε αιματηρές συγκρούσεις-  και έντονο αντιγαλλικό ρεύμα. ΄Ένα τέτοιο θέμα, όχι από τα λιγότερο σημαντικά, ήταν η περιφρονητική στάση των Γάλλων απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τους λατρευτικούς τύπους της θρησκείας των Ελλήνων, στις παραδόσεις του ελληνικού λαού, τα ήθη του και τα έθιμά του. Φανερά πια ο λαός, σε κάθε σημείο και με κάθε τρόπο, από την απλή διαμαρτυρία μέχρι τη βίαιη έκρηξη, αρνιόταν την όποια ωφελιμότητα και σκοπιμότητα της γαλλικής παρουσίας.
΄Ηταν σ’ αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή που οι Ρώσοι, θορυβημένοι από την ακάθεκτη προέλαση των γαλλικών στρατευμάτων και την κατοχή στρατηγικών σημείων, όπως ήταν τα Ιόνια νησιά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφετηρία επιθετικών εκστρατειών των Γάλλων εναντίον της Ρωσίας μέσω των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, συμμάχησαν με τους Τούρκους, παραδοσιακούς εχθρούς τους, για μια από κοινού ενέργεια εναντίον της Γαλλίας στο χώρο των Επτανήσων. Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που βοήθησαν το έδαφος αυτής της συμμαχίας : Ρώσοι πράκτορες, οι οποίοι έκαναν έντονη προπαγάνδα στα Ιόνια νησιά εναντίον των άθεων Γάλλων, αλλά και οι οικογένειες των ευγενών στα Επτάνησα, που είχαν χάσει τους τίτλους και τα προνόμιά τους και έπνεαν μένεα εναντίον των Γάλλων. Επιπλέον  -ίσως αυτό το σημείο να είχε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα-, η ευνοϊκή για το ρωσοτουρκικό στόλο εγκύκλιος του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε προς το λαό των Επτανησίων, στην οποίαν τους διαβεβαίωνε ότι ήταν στις σταθερές προθέσεις της Υψηλής Πύλης να τους χαρίσει μια ελεύθερη διακυβέρνηση. Τέλος, οι επαφές και παρασκηνιακές συνεννοήσεις του Ναπολέοντα με τον αδυσώπητο εχθρό των Ελλήνων Αλή Πασά. ΄Όλα αυτά  -και ήταν αρκετά σε αριθμό και σε σοβαρότητα-  με δυσφορία τα έφερε ο λαός. Σε πολλά μέρη άρχισαν να υψώνονται ρωσικές σημαίες και πύρινοι λόγοι εκφωνούνταν εναντίον των Γάλλων και υπέρ της ελευθερίας, που σαν ασύλληπτο όνειρο ξέφευγε πάντοτε μέσα από τα χέρια των Επτανησίων εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που όλοι τους πίστευαν πως τίποτα πια δεν θα μπορούσε να τους τη στερήσει. Ο ευκολόπιστος -και πάντα προδομένος- λαός δεν έπαψε να δίνει με γενναιότητα το παρόν του.
Δεν θα αναφερθώ στις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της κατάληψης των Επτανήσων από το συμμαχικό στόλο. Θα ήθελα απλώς να αναφέρω ότι στην Κέρκυρα –για να μνημονεύσω ένα μόνο παράδειγμα-  το ένα χωριό μετά το άλλο ύψωναν τη ρωσική σημαία και οι χωρικοί, ύστερα από τις προσβολές των Γάλλων εναντίον του πολιούχου αγίου τους, αρνιόνταν να προμηθεύσουν τρόφιμα στο γαλλικό στρατό, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα να υφίστανται τις ασύστολες γαλλικές βιαιοπραγίες και τη λεηλασία των μοναστηριών και των σπιτιών τους. Αλλά τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ και με τους καινούριους κατακτητές, και είναι γνωστό ότι ο πρώτος που πλήρωσε το φόρο αίματος από τις επιθέσεις του ρωσοτουρκικού στόλου κατά την κατάληψη των νησιών ήταν ο λαός των Κυθήρων. 
Τα γεγονότα αντίστασης του λαού της Επτανήσου κατά τη διάρκεια της ρωσοτουρκικής, αλλά και στη συνέχεια της δεύτερης γαλλικής κατοχής, ούτε λίγα είναι ούτε αναξιόλογα. Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς με πικρία ότι η πανηγυρική είσοδος του ρωσικού στρατού την 5η Μαρτίου 1799 στην πόλη της Κερκύρας, οι πλούσιες υποσχέσεις που δίνονταν εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτές ουδέποτε επρόκειτο να πραγματοποιηθούν και όλες οι ξέφρενες ζητωκραυγές του λαού μας υπέρ της ελευθερίας των νησιών και των «ελευθερωτών» Ρώσων απέβησαν μάταια. Γιατί και πάλι έγινε, όπως και επί της ενετικής διοίκησης, πλήρης ανασύσταση του παλαιού αριστοκρατικού καθεστώτος, το οποίο συνοδευόταν από το πέλαγος των ανισοτήτων που επέβαλλε, και επομένως επανήλθαν σε ισχύ τα προνόμια των ευγενών, επανέκαμψαν οι αρχές των κοινωνικών διακρίσεων ανάμεσα στους κατοίκους των νησιών, ανασυντάχθηκε η Χρυσή Βίβλος των ευγενών, και ο λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία αποκλειόταν και πάλι από κάθε ενεργό συμμετοχή στη διευθέτηση των κοινών και στις αποφάσεις για την προσωπική του τύχη. Και όλα αυτά υπό τις ευλογίες των δύο συμμάχων κατακτητών, παραδοσιακών εχθρών αλλά στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή άσπονδων φίλων, που έσπειραν διχόνοιες στους υποτελείς τους, για να κυβερνούν ανενόχλητοι.
΄Οσο ανενόχλητοι βέβαια θα μπορούσε να είναι. Γιατί τα πράγματα τώρα δεν ήταν όπως στον καιρό της ενετικής κατοχής. Μπορεί οι Γάλλοι να φέρθηκαν άσχημα και τελείως αψυχολόγητα στον ελληνικό λαό, η πνοή όμως των νέων ιδεών, που είχαν εισβάλει με τη σφοδρότητα και την ταχύτητα τυφώνα στη γη των Επτανησίων, είχε ξυπνήσει έντονα και ανυποχώρητα στο λαό την ανάγκη για διεκδίκηση των απαράγραπτων δικαιωμάτων του. Αυτή τη διεκδίκηση ο λαός δεν την παραμέλησε, αλλά σε ποικίλους τόνους και με πολυάριθμους τρόπους την εξέφραζε σε κάθε δεδομένη στιγμή. Τι συγκεκριμένα θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; ΄Ότι και αποστολή πρεσβειών στις πρωτεύουσες των δύο συμμάχων, την Πετρούπολη και την Πόλη, έγινε με υπομνήματα που θύμιζαν τις επίσημες και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις από κάθε πλευρά (ακόμα και από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄) για απόλυτη ελευθερία των νησιών και αδέσμευτη επιλογή του επιθυμητού πολιτεύματος, και στη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως του 1800, με την οποία τα νησιά γίνονταν φόρου υποτελή στο σουλτάνο, αντέδρασε με ποικίλες διαμαρτυρίες, παρά το γεγονός ότι οι πληρεξούσιοι της επτανησιακής γερουσίας Αντώνιος Καποδίστριας και Σιγούρος Δεσύλλας είχαν αποδεχθεί το κείμενο της συνθήκης και το «βυζαντινό», όπως ονομάστηκε, σύνταγμα, και σε βίαιες εκδηλώσεις κατέληξαν, όταν είδαν ότι όλες οι υποσχέσεις αθετούνταν και οι σύμμαχοι στην κατοχή μόνο των νησιών προσέβλεπαν και σε τίποτε άλλο. Το λυπηρό είναι ότι οι βίαιες αυτές εκδηλώσεις, έντεχνα κατευθυνόμενες από τους κατακτητές προς τις υπάρχουσες και κατάλληλα διογκούμενες ταξικές διαφορές, στρέφονταν  -σε τελική ανάλυση-  προς μια εμφύλια διαμάχη, άλλοτε ανάμεσα σε ισχυρές οικογένειες, όπως στην περίπτωση των ΄Αννινων και Μεταξάδων, στην Κεφαλλονιά, και άλλοτε ανάμεσα στον απλό λαό και στους ευγενείς, όπως συνέβη στα Κύθηρα, όπου ο λαός, περιφρονώντας την εντολή της γερουσίας για το σχηματισμό προσωρινής κυβέερνησης στο νησί, εξέλεξε δικούς του κριτές, που δίκαζαν όλες τις υποθέσεις του, στην πραγματικότητα δηλαδή, όπως παρατηρεί η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου, καθιέρωσε επαναστατικά δικαστήρια.[20] «Οι επαναστατικές εκδηλώσεις στα Κύθηρα», γράφει ο καθηγητής Γιώργος Λεοντσίνης στη μελέτη του για το αστικοαγροτικό κίνημα στο νησί, «οι οποίες υποκινούνται από την πολιτική των ξένων αρχών και συγχρόνως εκφράζουν το αίτημα του εγχώριου πληθυσμού για κοινωνική αλλαγή, αποτελούν συνέπεια της προηγούμενης βενετικής πολιτικής και της νέας κατάστασης πραγμάτων».[21] «Η διαγραφόμενη όμως απειλή για επαναφορά του “αριστοκρατικοβενετικού” καθεστώτος οδηγεί τους χωρικούς σε κλιμάκωση των ενεργειών τους. Προβαίνουν σε σύσταση Πολιτικής Διοίκησης.»[22] Το επαναστατικό κίνημα των χωρικών στα Κύθηρα ολοκληρώνεται με τη σύμπραξη μιας μερίδας προοδευτικών ευγενών υπό την ηγεσία της αστικής τάξης της Χώρας. Εκείνο που είναι βέβαιο ότι επιδιώκουν με αγωνιστικότητα οι Κυθήριοι χωρικοί είναι η ουσιαστική κατάργηση του “αριστοκρατικοβενετικού” συστήματος και η επιβολή ισονομίας και ισοπολιτείας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό για το νησί αυτό ότι προτιμούσαν την παρουσία του Ρώσου διοικητή και γενικότερα την πολιτική τους εξάρτηση από τη Ρωσία, επειδή πίστευαν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε τροχοπέδη για την επαναφορά των ευγενών στην εξουσία. Στον «Καταστατικό Χάρτη των Κυθήρων» περιέχεται το ουσιαστικό καταστάλαγμα ολόκληρης της αγωνιστικότητας των χωρικών μας και οι αρχές του απηχούν την ευρεία επίδραση του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού διαφωτισμού. ΄Όπως χαρακτηριστικά παρατηρήθηκε, «η επαναστατική δραστηριότητα των Κυθηρίων αποτελεί κορυφαία στιγμή των ταξικών αντιθέσεων και παράλληλα κλασικό παράδειγμα αγωνιστικότητας της αγροτικής τάξης».[23]
Θα πρέπει να επισημάνει κανείς στο σημείο αυτό ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο επικράτησε κλίμα εγκλημάτων και πλήρους αναρχίας στα Επτάνησα, κλίμα το οποίο οι ξένοι φαίνονταν είτε να μη μπορούν να αποσοβήσουν είτε να μη θέλουν, γιατί σε κάποιο μέτρο και αυτή η αναρχία τούς εξυπηρετούσε στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Η όλη κατάσταση ήταν τελείως έκρυθμη. Στη Ζάκυνθο το μεγάλο συμβούλιο πραξικοπηματικά και τελείως αψυχολόγητα αποφάσισε, ερήμην του λαού, να υψώσει τη βρεταννική σημαία στο φρούριο του νησιού·  το Ληξούρι και το Αργοστόλι έβραζαν στην Κεφαλλονιά, και ο Ιωάννης Καποδίστριας, σπεύδοντας στο αδελφό νησί για να βοηθήσει την κατάσταση, αναλάμβανε για πρώτη φορά πολιτικό ρόλο·  στην Κέρκυρα ο πρόεδρος της Γερουσίας Σπυρίδων-Γεώργιος Θεοτόκης έγραφε προς τον αρχηγό του ρωσικού στρατού, στις 2 Ιουλίου 1801, να μην αποχωρήσουν αυτή τη στιγμή αφήνοντας τα Επτάνησα να αυτοκυβερνηθούν, βάσει της υπάρχουσας συνθήκης, γιατί η εσωτερική κατάσταση των νησιών ήταν «ανασφαλής και ρευστή», ιδιαίτερα δε στην Κέρκυρα τόνιζε ότι «το αχαλίνωτο των χωρικών δεν καταστάλθηκε».
Αυτό ακριβώς το «αχαλίνωτο» υπήρξε η βάση των μεταβολών στο νησί : «Ο λαός απαιτεί να ασκεί και αυτός τα πολιτικά του δικαιώματα. Ας κυβερνούν οι ευγενείς, αλλά και οι άλλοι έχουν το δικαίωμα να δείχνουν με την ψήφο τους ποιοι είναι άξιοι να κυβερνούν», απαντούσαν οι εκπρόσωποι των αστών στον Θεοτόκη. Με σαράντα οκτώ πληρεξουσίους από τα προάστια και τα χωριά και δεκαέξι από τους τεχνίτες και εμπόρους της πόλης σχημάτισαν την, κατά το όνομα που της έδωσαν, «έντιμο αντιπροσωπεία της πόλεως, των κωμοπόλεων και των χωριών της Κερκύρας», που κήρυξε άκυρο το «βυζαντινό» σύνταγμα, ενέκρινε καινούριο και κάλεσε, στις 3 Νοεμβρίου 1801, με πανηγυρική φιλελεύθερη προκήρυξη, το λαό να την ακολουθήσει στους στόχους της. Παρά τις αντιδημοκρατικές παραγράφους του νέου συντάγματος, που «αποτελούσαν υποχώρηση των θεσμοθετών όχι προς τις απαιτήσεις των δημοκρατικών επαναστατών αλλά προς τις επιθυμίες των ολιγαρχικών»,[24] το νέο σύνταγμα κρίθηκε γενικά ως πολύ δημοκρατικό. Οι ρωσοτουρκικές κατακτητικές δυνάμεις απέρριψαν, βέβαια, το σύνταγμα και επανέφεραν το αριστοκρατικό πολίτευμα, αλλά οι χωρικοί ξαναπήραν τα όπλα και η βιαιότητα επανέκαμψε δριμύτερη. Τα Κύθηρα βάφτηκαν στο αίμα των κατοίκων τους, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ερμάννος Λούντζης.[25] Στη Λευκάδα εν τω μεταξύ, όπου η γειτνίαση με τον Αλή Πασά αποτελούσε το μόνιμο κίνδυνο, επικράτησε ξέφρενος ενθουσιασμός υπέρ της «εντίμου αντιπροσωπείας» και ο λαός κινήθηκε κατά των ευγενών, παρά τις απειλές της Υψηλής Πύλης. Πρέπει να επαναλάβω εδώ  ότι ήταν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού τους αγώνα που αναζωπύρωναν συνεχώς τις τοπικές φατρίες στα νησιά, και οι φατρίες αυτές γίνονταν, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, «βασικά όργανα στη διεξαγωγή ενός πολύ επικίνδυνου και καταστροφικού παιχνιδιού».[26] Τελικά, το «βυζαντινό» σύνταγμα επιβλήθηκε βίαια και πάλι, κανένα από τα δημοκρατικά αιτήματα του λαού δεν έγινε δεκτό, και απογοήτευση επικράτησε παντού.
Απογοήτευση, αλλά όχι αδράνεια και πολιτική απραγμοσύνη. Με τη δυναμική βοήθεια του άξιου Γραμματέα της Επικρατείας Ιωάννη Καποδίστρια, του Μοτσενίγου και της νέας Γερουσίας, μετά το θάνατο του Σπυρίδωνα Θεοτόκη, ψηφίστηκε το σύνταγμα του 1803, που με τους ακατάβλητους αγώνες του λαού και των εκπροσώπων του αποτελούσε ουσιαστική πρόοδο έναντι του συντάγματος του 1800, γιατί ανακήρυξε ελεύθερη, αυτοδύναμη και σχεδόν κυρίαρχη την Επτάνησο Πολιτεία και, κατά τον Αλέξανδρο Σβώλο, επισημοποίησε την αρχή ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν είναι προνόμιο μιας τάξης ούτε κληρονομικά, ενώ παράλληλα καθιέρωνε τα δόγματα της προσωπικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων του πολίτη. Στο σύνολό του βέβαια ούτε αυτό το σύνταγμα ήταν τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό, όσο θα το ήθελε ο λαός, και σε ποικίλους τόνους επικρίσεις διατυπώθηκαν εναντίον του, για την εποχή εκείνη όμως ήταν οπωσδήποτε ένα βήμα προόδου.
Το 1807 ο Καποδίστριας, έχοντας αναλάβει το δύσκολο έργο της οργάνωσης της άμυνας της Λευκάδας έναντι της απειλής του Αλή Πασά, ερχόταν σε επαφή με Σουλιώτες πρόσφυγες και αρματολούς και κλέφτες στο νησί αυτό, δηλαδή με όλους εκείνους που αργότερα θα ήταν οι πρόμαχοι στον αγώνα του για τη στερέωση της ελληνικής ανεξαρτησίας. ΄Έτσι δημιουργήθηκε στη Λευκάδα ένα κοινό μέτωπο κατά του Αλή Πασά και των Γάλλων, που οι προελάσεις του Ναπολέοντα τους έφερναν και πάλι στο ιστορικό προσκήνιο των Επτανήσων. Το μέτωπο αυτό στρατολογούσε τις δυνάμεις του από τους κατοίκους όλων των τάξεων των νησιών του επτανησιακού χώρου, από τους Σουλιώτες, τους κλέφτες και αρματολούς και από τους Ρώσους συμμάχους, προσδίδοντας έτσι στον αγώνα του για την ελευθερία της Λευκάδας πανεπτανησιακό και πανελλήνιο χαρακτήρα. Ο μεγάλος αυτός εθνικός ξεσηκωμός, όπως κατ’ επανάληψη παρατηρήθηκε από τους μελετητές, αποτελεί προσωπικό έργο του Καποδίστρια.
΄Όταν με τη συνθήκη του Τιλσίτ, του 1807, ο Ναπολέων ξαναέπαιρνε στην κατοχή του τα Ιόνια νησιά ως «καθαρή ιδιοκτησία των Γάλλων», όπως προέβλεπαν μυστικά άρθρα της συνθήκης του με τους Ρώσους, τα Επτάνησα άλλαζαν και πάλι αφεντικό, σαν να επρόκειτο για κληρονομικό κτήμα των δύο ηγεμόνων. Και όλα αυτά φυσικά εν αγνοία του λαού μας. Πώς τώρα, διερωτάται η καθηγήτρια Ελένη Κούκκου, ο τσάρος παραχώρησε τα νησιά, τα οποία είχε υποσχεθεί να προστατεύει, σ’ εκείνον από τον οποίον ήθελε να τα σώσει, αυτό είναι αδύνατον να εξηγηθεί ιστορικά.[27]
΄Έτσι, μια νέα περίοδος πολύμοχθων και επώδυνων αγώνων του επτανησιακού λαού θα άρχιζε τώρα. Ο λαός μας και πάλι πίστεψε στις υποσχέσεις του Βοναπάρτη. Πίστεψε ότι θα λύτρωνε οριστικά το επτανησιακό έθνος και ολόκληρο τον ελληνικό λαό, ο γενικός όμως Γάλλος διοικητής Berthier, για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία γύρω από τις πραγματικές γαλλικές προθέσεις, φρόντιζε με ειδικά διατάγματα να καταργήσει εντελώς την αυτονομία και ανεξαρτησία του επτανησιακού κράτους, καθιστώντας το επαρχία της γαλλικής αυτοκρατορίας. Ποιες τώρα ήταν οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης; Ανάμεσα στις άλλες και το ότι τα νησιά τέθηκαν σε κατάσταση αποκλεισμού από την Αγγλία, ύστερα από την εφαρμογή και εκεί του “ηπειρωτικού συστήματος” του Ναπολέοντα. ΄Ολες οι εξαγωγές σταμάτησαν, η εισαγωγή σταριού ανακόπηκε –μια και τα αγγλικά καταδρομικά εμπόδιζαν τα εμπορικά πλοία να πλεύσουν προς τα νησιά μας-  και η πείνα άρχισε να θερίζει τους κατοίκους.
Εν τω μεταξύ η Αγγλία παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα. Ο πρώην πρεσβευτής της Αγγλίας Φορέστης συντόνιζε από τη Μάλτα όλες τις αντιγαλλικές ενέργειες των πρακτόρων, που δεν έπαυαν να τραγουδούν το ίδιο χιλιοτραγουδισμένο με εξαιρετική επιτυχία τροπάριο, το σχετικό με την επαναφορά της ελευθερίας στα Ιόνια νησιά και την επανίδρυση της ανεξάρτητης Επτανησιακής Πολιτείας. Ο λαός από την άλλη μεριά, με το αιώνιο όραμά του, πιθανόν παράλογα αλλά οπωσδήποτε κατανοητά για την αδέσμευτη και ανυπόταχτη φύση του, πιο πολύ ελπίζοντας παρά έχοντας απογοητευθεί, προχωρούσε απτόητος στις επαναστατικές του ενέργειες. Κάποτε οι ενέργειες αυτές μοιάζουν να είναι αντίθετες μεταξύ τους και αλληλοσυγκρουόμενες, τις συνέχει όμως όλες το όραμα για μια ελεύθερη ζωή, χωρίς κηδεμονίες και προστασίες. Το όραμα αυτό ήταν πανταχού παρόν. ΄Έτσι, Κεφαλλονίτες και Ιθακήσιοι πλοίαρχοι ύψωναν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης τη σημαία της Επτανήσου Πολιτείας στα πλοία τους. Στην Κέρκυρα ο γερουσιαστής Φλαμπουριάρης πρότεινε στη Γερουσία  -πρόταση που έγινε δεκτή παμψηφεί-  να εισαχθεί στα Επτάνησα η γαλλική νομοθεσία. Στην Ιθάκη, όταν κατέπλευσε μια αγγλική φρεγάτα και οι ΄Αγγλοι προσπάθησαν να εξεγείρουν το νησί, ο λαός αντέδρασε και τάχθηκε με το μέρος των Γάλλων. Καθώς ο αγγλικός αποκλεισμός των νησιών γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός, όλο και περισσότερο εφιαλτικός, ο ΄Αγγλος αντιναύαρχος, έτοιμος για την επίθεση καταλήψεως των νησιών, συμβούλευε τα πληρώματα του στόλου του, όταν καταλαμβάνουν κάποιο επτανησιακό λιμάνι, να υψώνουν όχι την αγγλική αλλά την επτανησιακή σημαία, ώστε να πείθουν το λαό ότι ο αποκλειστικός τους στόχος ήταν όχι να καταλάβουν το νησί, αλλά να απαλλάξουν τους κατοίκους του από τη δουλεία, στην οποία τους είχαν υποβάλει οι Γάλλοι. Σε καμιά περίπτωση η εξέλιξη των γεγονότων δεν δικαίωσε τις υποσχέσεις.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1809 τα αγγλικά πλοία έκαναν την εμφάνισή τους στα παράλια των νησιών. Οι γαλλικές φρουρές παρέδωσαν αμέσως στους ΄Αγγλους τη Ζάκυνθο και ύστερα από λίγες μέρες την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τα Κύθηρα. Στις 16 Απριλίου 1810 έπεφτε η Λευκάδα, ύστερα από κάποια αντίσταση της γαλλικής φρουράς, στις 29 Μαϊου επαναστατούσαν οι Παξοί, αλλά στρατιωτικές δυνάμεις από την Κέρκυρα, που έμενε πάντα ισχυρό προπύργιο των Γάλλων, έπνιγαν στο αίμα την εξέγερση, ενώ το στρατοδικείο της Κέρκυρας καταδίκαζε επτά άτομα εις θάνατον.
΄Οσα νησιά είχαν καταληφθεί από τους ΄Αγγλους είχαν πια ελεύθερη ναυτιλία και εμπόριο, και η οικονομική τους ζωή είχε αποκατασταθεί. Φάνηκε όμως από την αρχή ότι και πάλι όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονταν στα χέρια των ΄Αγγλων, κάθε μέρα όλο και περισσότερο, ενώ οι υποσχέσεις αναβάλλονταν και απωθούνταν σε κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο του μέλλοντος. Διαμαρτυρίες των κατοίκων ενώπιον του βασιλέως της Αγγλίας Γεωργίου είχαν αρχικά ένα περιορισμένο αποτέλεσμα, όταν ο στρατιωτικός διοικητής των νησιών Airey φρόντισε να δώσει ένα πιο ανεξάρτητο χρώμα στη διοίκηση, εφαρμόζοντας κάποια βελτιωμένα μέτρα στα δικαστήρια, την εκκλησία και την οικονομία του τόπου, ο στρατηγός όμως Campbell, που τον διαδέχθηκε το 1823, ανέτρεψε τα πάντα. Οι δεσποτικές ενέργειές του προκάλεσαν θύελλα διαμαρτυριών των κατοίκων. Το καζάνι ήταν φανερό ότι και πάλι έβραζε επικίνδυνα. Τον Μάρτιο του 1814 οι ΄Αγγλοι καταλάμβαναν τους Παξούς καθώς και την απέναντι Πάργα, που τρία χρόνια ύστερα επαίσχυντα αποφάσισαν να πουλήσουν στον Αλή Πασά. ΄Έτσι, λοιπόν, μόνο η Κέρκυρα πιεζόταν ασφυκτικά στα στενά όριά της. Το μόνο που θα μπορούσε να τη σώσει για τους Γάλλους ήταν ένας ενδεχόμενος θρίαμβος του Ναπολέοντα, ο οποίος όμως από τις αρχές Δεκεμβρίου 1812, όταν κατησχυμένος επέστρεφε από την περιβόητη εκστρατεία του στη Ρωσία, είχε διαγράψει την οριστική ιστορική του μοίρα. Στην περίφημη Μάχη των Εθνών γραφόταν στη Λειψία, στις 16 – 19 Οκτωβρίου του 1813, ο τραγικός επίλογος γι’ αυτόν και τα γαλλικά στρατεύματα της αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη της 23ης Απριλίου 1814 οι Γάλλοι υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν την Κέρκυρα.
Τα περιορισμένα όρια ενός άρθρου δεν μου επιτρέπουν να αναφερθώ εδώ στους μακρούς και επίπονους, οπωσδήποτε όμως αποτελεσματικούς, στο μέτρο του δυνατού, και παράλληλα συγκινητικούς και άδολα πατριωτικούς αγώνες του Κερκυραίου Ιωάννη Καποδίστρια για την ανεξαρτησία των Επτανήσων. Ο ίδιος είχε διαγνώσει με τη γνωστή του οξυδέρκεια ότι οι ΄Αγγλοι θα προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση στην ανεξαρτησία. Και όχι μόνον αυτοί. Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ επρόκειτο να είναι ένας άλλος φοβερός αντίπαλος. Τα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα βρίσκονταν στο στόχαστρο, ενώ ο ευθυνόφοβος, δίβουλος και αντιφατικός τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, που αποτελούσε και τη μόνη πηγή ελπίδας για τις ενέργειες του Καποδίστρια, ενθουσιαζόταν θεωρητικά, παρέμενε όμως άτολμος στην ώρα των κρίσιμων αποφάσεων. Ο Καποδίστριας πίστευε –και πολύ σωστά-  ότι, όσο το πρόβλημα των Επτανήσων παρέμενε άλυτο, τόσο και θα καθυστερούσε η οποιαδήποτε προώθηση του γενικότερου θέματος της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Οι ΄Αγγλοι όμως, ακολουθώντας τις αρχές της ιμπεριαλιστικής και αποικιοκρατικής πολιτικής τους, επιδίωκαν να αναγνωριστούν απόλυτοι κύριοι και όχι απλοί προστάτες των Ιονίων νήσων.
Στις 5 Νοεμβρίου 1815 υπογράφτηκε τελικά στο Παρίσι η συνθήκη για τα Ιόνια νησιά. Τα Επτάνησα αποτέλεσαν «ενιαίον κράτος ελεύθερον και ανεξάρτητον» με την επωνυμία «Ηνωμέναι Πολιτείαι των Ιονίων Νήσων», υπό την προστασία της Μεγάλης Βρεταννίας. ΄Υστερα από τα επίμονα και συνεχή αιτήματα του Καποδίστρια, ο ΄Αγγλος Υπουργός Εξωτερικών του ζήτησε να του καταθέσει υπόμνημα, όπου θα εξέθετε τις απόψεις του για την καλύτερη διακυβέρνηση των νησιών. Ο Καποδίστριας το είχε έτοιμο και το κατέθεσε στις 22 Νοεμβρίου. Από τις σοφά διατυπωμένες σκέψεις του αξίζει να υπογραμμίσουμε τα κατ’ εκείνον αίτια της κακοδαιμονίας, που προκαλούσαν όλη την αναστάτωση και υπήρξαν το βασικό κίνητρο για τις επαναστατικές φιλελεύθερες ενέργειες του επτανησιακού λαού. Η βενετική πολιτική, γράφει, «με επίβουλη τέχνη υπέθαλπε τις προλήψεις και τις απαιτήσεις των ευγενών και τους έκανε αντιμέτωπους προς τις αξιώσεις των άλλων κοινωνικών τάξεων και προς τα νόμιμα δικαιώματα του λαού …… καλλιεργώντας την ανηθικότητα και τη διαφθορά του τόπου.» Επειδή η Βενετία φοβόταν «το έξοχο της φυσικής μεγαλοφυίας του ΄Ελληνα, προσπαθούσε να το καταβάλει με την αμάθεια», και γι’ αυτό ποτέ δεν επέτρεψε τη σύσταση σχολείων. Κατά την πρώτη γαλλοκρατία, αναφέρει σε άλλο σημείο ο Καποδίστριας, «οι δημοκρατικοί τύποι ξύπνησαν το επί πολλούς αιώνες κοιμισμένο αίσθημα προς την πατρίδα. ΄Αρχισε να ομιλείται η γλώσσα του λαού, που μέχρι τότε ήταν εξόριστη και αποκηρυγμένη από την καλή κοινωνία. Μιλούσαν πια ελληνικά και οι πράξεις της κυβέρνησης γράφονταν σ’ αυτή τη γλώσσα …… Η νεολαία του τόπου δόθηκε με όλη της την καρδιά στις ελπίδες της ανεξαρτησίας….». Η παρέμβαση, εξάλλου, της Ρωσίας και της Πύλης προκάλεσαν, κατά τον Καποδίστρια, την επιδείνωση της κοινωνικής διαίρεσης μεταξύ ευγενών και λαού. Παρόλα αυτά, τα νησιά για πρώτη φορά απέκτησαν κυβέρνηση και συνταγματικό χάρτη. Στο σημείο αυτό ακολουθούσαν οι προτάσεις του : Προβάδισμα στην εκπαίδευση των νέων, απαραίτητη για ένα λαό «ευαίσθητο, πνευματώδη, προικισμένο με φαντασία και πλούσιο σε ιστορικά μνημεία». Μ’ αυτό το στόχο πρότεινε «μέγα καθίδρυμα εκπαίδευσης, δημόσιας και εθνικής» με έδρα την Ιθάκη·  και, παράλληλα, κατοχύρωση από το νόμο και «των μαθητών εκ της τάξεως των αστών ενδεών και των του κοινού λαού». ΄Ολες του οι προτάσεις απέβλεπαν στην καταπολέμηση του κακού στην ίδια του τη ρίζα, δηλαδή στην εξάλειψη των κοινωνικών διακρίσεων και στη βαθμιαία ανύψωση του λαού.
Το υπόμνημα παραδόθηκε, αλλά ο ΄Αγγλος αρμοστής το «αψήφησεν μωροσόφως», όπως γράφει αργότερα ο Καποδίστριας. Με τις ακατάβλητες, βέβαια, ενέργειες του ίδιου του Καποδίστρια και του ΄Αγγλου φίλου του Φρειδερίκου Νορθ, κόμητα Γκίλφορντ, ιδρύθηκε η περίφημη Ιόνιος Ακαδημία στην Κέρκυρα, που η συμβολή της στην πνευματική ανύψωση των Επτανήσων και του υπόδουλου Ελληνισμού υπήρξε τεράστια, αυτή όμως δεν ήταν η επίσημη αγγλική πολιτική. Φιλελληνισμός πάντοτε υπήρχε. Μόνο που αυτός ήταν συνδεδεμένος με συγκεκριμένα πρόσωπα και ομάδες, και όχι με επίσημη πολιτική κρατών και κυβερνήσεων.
Η επίσημη πολιτική της Αγγλίας, μετά την υπογραφή της συνθήκης της 5ης Νοεμβρίου 1815, έστελνε διοικητή-αρμοστή των νησιών τον Thomas Maitland, που είχε συγκεκριμένους τρόπους να αντιμετωπίζει τους λαούς στις Ινδίες, στον ΄Αγιο Δομίνικο και στην Κεϋλάνη, όπου είχε ευδοκίμως υπηρετήσει. Οι πρώτες του υποσχέσεις σύντομα εξανεμίστηκαν και οι απολυταρχικές και δεσποτικές του ενέργειες ξεσήκωσαν έντονο αντιπολιτευτικό ρεύμα στα Επτάνησα. Σε συνεργασία με μικρή μειοψηφία ντόπιων ευγενών ο ΄Αγγλος αρμοστής επέβαλε το σύνταγμα του 1817, με το οποίο τα νησιά στην ουσία μεταβάλλονταν σε αγγλική αποικία, αφού ολόκληρη η κρατική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα, περιερχόταν στο Λόρδο Μέγα Αρμοστή, στους εκπροσώπους του στα νησιά, τους λεγόμενους Τοποτηρητές, και στην αποκαλούμενη Υψηλή Αστυνομία, που τη συγκροτούσαν ΄Αγγλοι. Το δημόσιο χρήμα, προερχόμενο από ανάλγητη έμμεση φορολογία των φτωχών νησιωτών, πήγαινε σε παχυλούς μισθούςντων ΄Αγγλων και των ντόπιων οργάνων τους. Ο ίδιος ο Maitland, γράφει ο Χρίστος Θεοδωράτος, προλογίζοντας το έργο του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου για την Επτανήσιο Πολιτεία επί αγγλοκρατίας και για τα κόμματα, "ελάμβανε μισθόν περί τας 20 χιλιάδας αγγλικάς λίρας, ίσον περίπου με τον μισθόν του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών!".[28] Η εφαρμογή εξάλλου της συνθήκης για εγκατάσταση συνταγματικής κυβέρνησης στα νησιά και για παραχώρηση συνταγματικού χάρτη αναβαλλόταν συνεχώς. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι σ' αυτές τις προθέσεις της η Αγγλία είχε την πλήρη συγκατάνευση των άλλων μεγάλων δυνάμεων. ΄Οπως πολύ σωστά παρατηρήθηκε,[29] μετά τη θυελλώδη διασπορά των ιδεών της γαλλικής επανάστασης και τη λαίλαπα του Ναπολέοντα, ο κόσμος των μεγάλων και των ισχυρών είχε ανάγκη από ησυχία. Οι μικροί λαοί, όσοι στέναζαν κάτω από βάρβαρο και πιεστικό ζυγό, όφειλαν να πνίξουν τη φωνή της απελπισίας, για να μη διαταραχθεί η γαλήνη των δυνατών. Αυτή τη φιλοσοφία "δικαίου" είχε ο Ρώσος τσάρος, η Αγγλία, η Αυστρία, η Πρωσία και κάθε άλλος ισχυρός. Και τότε όπως και σήμερα. ΄Οπως και στο μέλλον, φοβούμαι.
Σ' αυτή όμως την πολιτική της φίμωσης ο επτανησιακός λαός δεν μπορούσε να υποχωρήσει και δεν υποχώρησε. Ταραχές ξέσπασαν στη Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα στη Λευκάδα, όπου, στις εξαγριωμένες συμπλοκές με το λαό, σκοτώθηκαν ΄Αγγλοι, γεγονός που η αγγλική διοίκηση ανταπέδωσε τάχιστα κρεμώντας δύο ιερείς πρωτεργάτες της στάσης και φυλακίζοντας άλλους. Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821, το πνεύμα συμπαράστασης των Επτανησίων στον αγώνα της μητέρας πατρίδας τούς οδήγησε σε νέες επαναστατικές ενέργειες και ταραχές. Οι Επτανήσιοι οι οποίοι –μας το θυμίζει ανάμεσα σε άλλους και ο Σπυρίδων Αργυρός-  "πριν γίνουν άσυλον των καταδιωκομένων Μωραϊτών, Ρουμελιωτών και Ηπειρωτών, έγιναν πρώτα τα κέντρα των κατηχήσεων των Φιλικών",[30] έσπευσαν να αγωνιστούν με τους άλλους ΄Ελληνες για την αποτίναξη του μισητού τουρκικού ζυγού. Με τη στάση τους αυτή αντιμετώπισαν έναν απηνή διωγμό, εξορίες και δήμευση των περιουσιών τους από τον Maitland. Η απάνθρωπη αντιμετώπιση του αρμοστή δεν εμπόδισε όμως την επτανησιακή φωνή για την ελευθερία να εκφραστεί με συγκεκριμένους τρόπους : εκατόν σαράντα πολίτες όλων των Ιονίων νήσων υπό τον Ιθακήσιο Σπύρο Δρακούλη πέφτουν με τον Ιερό Λόχο στην περίφημη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουνίου 1821)·  τάγμα Λευκαδίων και Ζακυνθίων υπό τον Κατσαρό αντιμετωπίζει με γενναιότητα τον Κιουταχή τον Αύγουστο του 1822 στον Αετό της Αιτωλοακαρνανίας·  Κεφαλλήνες και Ζακύνθιοι υπό τον Βαγγέλη Λιβαδά και τον Νικόλαο Γερακάρη μάχονται σ' όλες τις μάχες γύρω από την Πέτρα·  σώμα Επτανησίων υπό τους Ανδρέα και Κωνσταντίνο Μεταξά και τον Γεράσιμο Φωκά ενισχύουν τους μαχομένους στην Ηλεία, και ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχιστεί επί πολύ. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε διαπεραιωθεί με μικρό ιστιοφόρο από τους Παξούς στην αγωνιζόμενη Ζάκυνθο και συνοδευόταν από μια ομάδα Επτανησίων στη μάχη της Γράνας, τον Αύγουστο του 1821, έγραφε αργότερα στα απομνημονεύματά του ότι οι Επτανήσιοι μάχονταν ηρωικά και πυροβολούσαν όρθιοι σαρκάζοντας τον εχθρό.
Είναι γεγονός ότι η άγρια και αψυχολόγητη πολιτική του ΄Αγγλου αρμοστή διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στην αγγλική διοίκηση και στον επτανησιακό λαό, και φούντωνε το μίσος του ενάντια στον δυνάστη, ένα μίσος που πήρε συγκεκριμένη και αποτελεσματικότερη μορφή με τους επαναστατικούς αγώνες των ριζοσπαστών. Η ονομαζομένη Ομάδα των Ριζοσπαστών, την οποία αποτελούσαν οι βουλευτές Γεράσιμος Λιβαδάς, Σταμάτιος Πυλαρινός, Ιωάννης Τυπάλδος, Ιωσήφ Μομφεράτος, Ηλίας Ζερβός, Ναθαναήλ Δομενεγίνης  -η αγιότερη μορφή του ενωτικού αγώνα, κατά τον Ντίνο Κονόμο-[31], Γεώργιος Ιακωβάτος, Ανδρέας Καρούσος, Τηλέμαχος Παϊζης και Φραγκίσκος Δεμενεγίνης, οργάνωσαν με κάθε μέσο τον αγώνα για την κατάργηση της αγγλικής κατοχής και την ένωση με την Ελλάδα. Ο αγώνας του Ριζοσπαστικού Κόμματος κατά του μεγαλοαστικού Μεταρρυθμιστικού, το οποίο επιδίωκε μερικές μόνο κοινωνικές και ιδίως οικονομικές μεταρρυθμίσεις, και του κόμματος των Αριστοκρατών, που ο λαός, με την καυστική του ακριβολογία, το ονόμασε "Καταχθόνιο", γιατί ανενδοίαστα τέχθηκε υπέρ του κατακτητή, έμελλε να είναι μεγάλος. Διάσημα ονόματα οπαδών των ριζοσπαστικών ιδεών, που αγωνίστηκαν με πάθος εναντίον των δύο άλλων κομμάτων, μπορεί κανείς να αναζητήσει σε όλα τα Ιόνια νησιά. Η Μιράντα Σταυρινού, στην ευσυνείδητη μελέτη της για τις εξεγέρσεις της Κεφαλλονιάς κατά τα έτη 1848 και 1849,[32] αναφέρεται διεξοδικά σε ένα μεγάλο αριθμό αγωνιστών, ανάμεσα στους οποίους και οι γνωστοί Κεφαλλήνες ριζοσπάστες Ιωάννης Μεταξάς Ιακωβάτος και Ιωάννης Μπατίστας Τυπάλδος Πρετεντέρης. Ο ιστορικός επίσης Μιχάλης Πετρόχειλος εμπεριστατωμένα ομιλεί στα έργα του για τη δράση του Γεωργίου Ιωάννου Μόρμορη, του Κοσμά Πανάρετου, του Γεωργίου Αρώνη ή Παναγιωτόπουλου και άλλων κυθηραϊκών μορφών επιφανών αγωνιστών.[33] Τέτοιες μελέτες για τα νησιά μας και την επαναστατική δράση τους υπάρχουν αρκετές, και ευχής έργο θα ήταν αν γράφονταν περισσότερες από τους ερευνητές του ιστορικού μας βίου.
Παρά τις αξιόλογες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του νέου φιλελεύθερου και προοδευτικού διοικητή των Επτανήσων John Calborne-Seaton το 1844 και παρά την αναθεώρηση του συντάγματος του 1817, η οποία επικυρώθηκε από την Αγγλία τον Ιανουάριο του 1850, αναθεώρηση εξάλλου που βοήθησε στη δημιουργία πολιτικών λεσχών, ορισμένες από τις οποίες, όπως η "Ομόνοια" και ο "Κοραής" της Κεφαλλονιάς, ανέπτυξαν αξιόλογη πατριωτική δραστηριότητα, οι Επτανήσιοι στο σύνολό τους δεν έπαψαν, κατά τρόπο εθνικά συγκινητικό και ανθρώπινα ανεπανάληπτο, να επιζητούν την ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα : "Αδέλφια έφτασ' ο καιρός ν' αρματωθώμεν όλοι / Εμπρός, με πυρ και βόλι / ο ξένος να διωχθεί".
Στην Κεφαλλονιά το 1848-9 ξεσπούν έντονα, όπως είπαμε, επαναστατικά κινήματα, που οι ΄Αγγλοι αντιμετωπίζουν με φρικαλέα μέτρα. "Αι βιαιοπραγίαι και οι εξευτελισμοί του πληθυσμού υπό των στρατιωτών", γράφει ο Σπύρος Βερύκιος, "είναι εκτός πάσης περιγραφής. Εις πολλά περιοχάς ανηρτήθησαν αγχόναι, εις τας οποίας ανέβαινον και κατέβαινον άνθρωποι, πιεζόμενοι να μαρτυρήσουν. Η μαστίγωσις, απάνθρωπος και σκληρά, ήτο εις την ημερησίαν διάταξιν. Και εις περιπτώσεις απαγχονισμού ή και μαστιγώσεως, οι Βρεταννοί υπεχρέωναν πάντας, από του μικρού παιδιού μέχρι και του τελευταίου γέροντος, όπως παρακολουθούν τας σκηνάς. Και είναι ευνόητον τι επηκολούθει. Γέροντες απέθνησκον, έγκυοι απέβαλλον, παιδιά εγέμιζον τον αέρα με τους σπαραγμούς των, γυναίκες ελιποθύμουν. Ιερείς εξυβρίζοντο και εταπεινώνοντο, πρόκριτοι και άλλοι σεβόμενοι από τον λαόν διεκωμωδούντο και υφίσταντο μυρίας προσβολάς. Κατάδικοι περιεφέροντο ημιθανείς από την μαστίγωσιν εις τας οδούς των χωρίων και κατόπιν απηγχονίζοντο. Αγία Τράπεζα ναού εις την περιοχήν της Πυλάρου μετεβλήθη από τους στρατιώτας εις τράπεζαν φαγητού. Οικίαι κατεστράφησαν ή εγένοντο παρανάλωμα του πυρός και παρεβιάσθη το οικογενειακόν άσυλον. Ας σταματήσωμεν εδώ. Υπάρχει και συνέχεια."[34]
Το 1850 εκδίδεται στην Κέρκυρα η εφημερίδα "Ριζοσπάστης" και άλλες εξίσου ριζοσπαστικού χαρακτήρα, στην Κεφαλλονιά βγαίνουν οι εφημερίδες "Αναγέννηση" του Ιωσήφ Μομφεράτου και "Φιλελεύθερος" του Ηλία Ζερβού. Ακολουθεί η ίδρυση του Ριζοσπαστικού επίσης κόμματος στη Ζάκυνθο, όπου το 1859 κυκλοφορούν οι εφημερίδες "Φωνή του Ιονίου" και "Ρήγας". Από το βήμα της Ιονίου Βουλής βροντώδης και συναρπαστική ακούγεται η φωνή του Λευκαδίτη βουλευτή και μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που η ψυχή του πάλλεται υπέρ της ενώσεως. Οι στιγμές είναι μεγάλες. ΄Ηδη από τον Φεβρουάριο του 1850 το νέο τότε κοινοβούλιο καθιερώνει, ως επίσημη εθνική εορτή των Επτανησίων, την 25η Μαρτίου και αποφασίζει την ανέγερση ανδριάντα στη μνήμη του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Μερικά χρόνια ύστερα, σύσσωμος ο επτανησιακός λαός δήλωνε κατηγορηματικά στον λόγιο και πολιτικό Γουλιέλμο Γλάδστωνα, ο οποίος είχε σταλεί επίσημα στα Επτάνησα, για να συντελέσει στη βελτίωση του πολιτεύματος, ότι μοναδική λύση του προβλήματος των Επτανήσων ήταν η ένωσή τους με την Ελλάδα. Και εκείνος, βλέποντας αυτή την ανυποχώρητη εμμονή στις ιδέες, αναγκαζόταν να παραδεχθεί ότι "επιτέλους, τα υλικά συμφέροντα δεν είναι τα αποτελούντα ολόκληρον τον βίον του λαού. Υπάρχει κάτι ανώτερον εις τον νουν, εις την καρδίαν, εις τας παραδόσεις, εις την ιστορίαν του ανθρώπου .... οι Ιόνιοι .... θα ήσαν οι ευτελέστεροι των ανθρώπων, αν δεν επόθουν να συμμετάσχουν εις την πολιτικήν και εθνικήν τύχην των ομοφύλων των." Μνημειώδης είναι ο αγώνας του Ζακύνθιου βουλευτή Κωνσταντίνου Λομβάρδου, ο οποίος στην ιστορική αγόρευσή του στην Ιόνιο Βουλή το 1863 απορρίπτει ως απαράδεκτες τις "μεταρρυθμιστικές"  -και μόνο-  προτάσεις του Γλάδστωνα και αξιώνει ένωση, και μόνο ένωση. Ολόκληρη η Ιόνια Βουλή τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό του, η πλάστιγγα γέρνει αποφασιστικά προς το μέρος των ριζοσπαστών, ενώ ο λαός μας, όπως μας πληροφορούν όλα τα σύγχρονα έντυπα μέσα, χορεύει έξαλλος από ενθουσιασμό και τραγουδά παραληρώντας στους δρόμους.
Μετά την έξωση του ΄Οθωνα, η Αγγλία δήλωνε επιτέλους στον Χαρίλαο Τρικούπη ότι θα μπορούσε να δεχθεί την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, αν οι ΄Ελληνες εξέλεγαν βασιλιά που θα της ήταν αρεστός. Τελικά, ύστερα από μύριους αγώνες, υπαναχωρήσεις και παρασκηνιακές ενέργειες, ο ΄Αγγλος αρμοστής Henry Storks παρέδιδε τα Επτάνησα την 21η Μαϊου 1864 στον έκτακτο απεσταλμένο της ελληνικής κυβέρνησης Θρασύβουλο Ζαϊμη. ΄Υστερα από πενήντα πέντε περίπου χρόνια, η βρεταννική "προστασία" είχε λήξει.

Είναι πολύ δύσκολο, όταν επιχειρείται να γραφεί ένα άρθρο με θέμα την παρουσίαση των επαναστατικών κινημάτων ενός φιλελεύθερου λαού για την απόκτηση της ελευθερίας του μέσα σε μια περίοδο πέντε περίπου αιώνων, να αναφερθεί σ' αυτά και να δώσει το χαρακτηριστικό κλίμα μιας τέτοιας περιόδου έστω και με σχετική πληρότητα. Αν μάλιστα η προσπάθεια αυτή αφορά τον ελληνικό και κάποιους άλλους λαούς, με μεγάλη ιστορική παράδοση και πλούσια συναισθηματική υποδομή, ίσως η δυσκολία αυτή να εγγίζει τα όρια του αδυνάτου. Γι' αυτό και κάθε παρουσίαση των φιλελεύθερων φωνών στον επτανησιακό χώρο από το 1386 ώς το 1864 ενδεικτικά μόνο θα μπορούσε να διαζωγραφίσει πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις. Πολλές φιλελεύθερες φωνές παραλείπονται και όχι, φοβούμαι, οι περισσότερο ασήμαντες. Αλλά, και με αυτά ακόμα τα κενά, πιστεύω ότι γίνεται αντιληπτή η έκταση ενός τεράστιου αγώνα, που αναλήφθηκε με μόνο εφόδιο την πίστη στη μοίρα του έθνους και την πεποίθηση για την τελική δικαίωση.
 

[1]  Ο πυρήνας του άρθρου αυτού αποτέλεσε το θέμα ομιλίας μου κατά την επέτειο της ένωσης των Επτανήσων, τον Μάιο του 1991.
[2]  Cic, Mil. 2.
[3] Πρβλ. την πασίγνωστη φράση του Μενάνδρου «ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η».
[4] Παραφράζω εδώ την πασίγνωστη φράση του Αποστόλου Παύλου «Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, ΄Ελλησι δε μωρίαν»,  Α΄προς Κορινθίους, 1.23.
[5]  Το δημοτικό τραγούδι απηχεί αυτή ακριβώς την αλήθεια : «Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν. / Ολόρθο τον εστήσανε, κι αυτός χαμογελούσε».
[6] Βλ.. Ελένη Κούκκου, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την αγγλοκρατία, Αθήνα, 1983, σελ. 19.
[7] Αυτ.,σελ. 36.
[8] Ερμάννου Λούντζη, Η ενετοκρατία στα Επτάνησα, Αθήνα 1969, σελ. 8.
[9] Αυτ., σελ. 13-4.
[10] Αυτ., σελ. 16.
[11] Αυτ., σελ. 24.
[12] Βλ. Ανδρέου Ιδρωμένου, Πολιτική Ιστορία της Επτανήσου, 1815-1864, Κέρκυρα 1935 , σελ. 133.
[13] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 26.
[14] Αυτ., σελ. 41.
[15] Ανάλογοι πανηγυρισμοί μάς έρχονται και από ποικίλα άλλα σημεία της ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα, όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Φλαμινίνος διακήρυξε την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων κατά τα ΄Ισθμια του 196 π.Χ., η χαρά και ο ενθουσιασμός δεν περιγράφονται, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (XVIII.46.13 κεξ.) και Τίτος Λίβιος (ΧΧΧΙΙΙ.33.5-8), αλλά και ο Πλούταρχος (Φλαμ., 11 κ.α.).
[16] Βλ. Χρύσας Μαλτέζου, «Τελευταία περίοδος βενετικής κυριαρχίας (1669-1797)», Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΑ΄(1975), σελ. 217.
[17] Βλ. Γ.Θ.Ζώρα, Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου, Βασική Βιβλιοθήκη 14 (1958), σελ. 24.
[18] Κώστα Καιροφύλλα, Η Επτάνησος υπό τους Βενετούς, Αθήναι 1942, σελ. 189.
[19] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 50.
[20] Αυτ., σελ. 87.
[21] Βλ. Γεωργίου Ν. Λεοντσίνη, «Το αστικοαγροτικό κίνημα στα Κύθηρα και ο καταστατικός χάρτης της πολιτικής διοικήσεως των χωρικών», Πρακτικά Δ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Α  (1980), σελ. 217.
[22] Αυτ., σελ. 218.
[23] Αυτ., σελ. 227.
[24] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 111.
[25] Βλ. Ερμάννου Λούντζη, Επτάνησος Πολιτεία, μετάφρ. Αβιγαϊλ Λούντζη Νικοκάβουρα, Κέρκυρα 1968, σελ. 79.
[26] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 121.
[27] Αυτ., σελ. 166.
[28] Βλ. Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου, Η επί της αγγλικής προστασίας Επτανήσιος Πολιτεία και τα κόμματα, Παράρτημα Πρακτικών Γ' Πανιονίου Συνεδρίου, Αθήναι 1969, σελ. ιε΄.
[29] Βλ. Ελένης Κούκκου, ό.π., σελ. 213.
[30] Σπυρίδωνος Αργυρού, "Η εκατονταετηρίς της Ενώσεως της Επτανήσου (1864-1964)", Αφιέρωμα εις τα Επτάνησα (1864-1964), σελ. 413.
[31] Βλ. Ντίνου Κονόμου, "Ζακυνθινοί Ριζοσπάστες", Νέα Εστία, Εφτάνησα, Χριστούγεννα 1964, σελ. 177.
[32] Βλ. Μιράντας Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1848 και 1849, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών 1, Αθήνα 1980.
[33] Μιχαήλ Πετρόχειλου, Ιστορία της νήσου Κυθήρων, Αθήναι 1940, σελ. 64, κ.α., και Τα πολυύμνητα Κύθηρα, Αθήναι 1955, σελ. 19, κ.α.
[34] Σπύρου Βερύκιου, Ιστορία των 'Ηνωμένων Κρατών των Ιονίων νήσων'Η αποκληθείσα 'βρεταννική προστασία' και οι αγώνες των Επτανησίων δια την εθνικήν αποκατάστασιν 1815-1864, Αθήναι 1964, σελ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: