Ιστορικές διαδρομές

14 Οκτωβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ  ΤΗΣ  ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

( ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ )

 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεράσιμου Χ. Μοσχόπουλου  ( Αθήναι  1951 )
(Διατηρήσαμε την ορθογραφία των κειμένων προσαρμόζοντας αυτά στο μονοτονικό)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Α΄
Μυθικοί χρόνοι  -  Κέφαλος και Πρόκρις  -  Η αρχαία πόλις Τάφος  -  Η εκστρατεία του Αμφιτρύωνα εναντίον των Ταφίων  -  Ο Κέφαλος γίνεται κύριος της Κεφαλλονιάς  -  Η αρπαγή της ωραίας Ελένης και ο Τρωϊκός πόλεμος  -  Ο Βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας με τους Κεφαλλήνες στον Τρωϊκό πόλεμο  -  Ο Δούρειος Ίππος  -  Η άλωση της Τροίας  -  Οι περιπλανήσεις  του Οδυσσέα  -  Οι μνηστήρες της Πηνελόπης  -  Ο Οδυσσέας φονεύει όλους τους μνηστήρες.   
Ι
Κεφαλληνία ή Κεφαλλονιά είναι το όνομα του μεγαλυτέρου από τα Επτά Νησιά του Ιονίου Πελάγους. Η Κεφαλλονιά είναι προς βορράν της Ζακύνθου και απέναντι στην είσοδο του Κορινθιακού Κόλπου.
Το όνομά της η Κεφαλλονιά το επήρε απ’ τον Κέφαλο.  Ο Κέφαλος ήταν ένας Ήρωας από το Θορικό της Αττικής. Νέος, πολύ ωραίος και γεμάτος ζωή, αγαπούσε πολύ το κυνήγι αλλά αγαπούσε πάρα πολύ και τη γυναίκα του την Πρόκρι.  Η Πρόκρις ήταν κόρη του αρχαίου Βασιλιά της Αττικής Ερεχθέα.  Αλλά μια μέρα, που ο Κέφαλος εκυνηγούσε στο δάσος του Θορικού, καθώς έρρριξε το ακόντιό του για να σκοτώση κάποιο ζώο, κτύπησε κατά λάθος την Πρόκρι και την εφόνευσε.   Το Δικαστήριο τον κατεδίκασε σε παντοτεινή εξορία  κι’ έτσι αναγκάστηκε ο Κέφαλος να φύγη από την πατρίδα του κι’ επήγε στη Θήβα, όπου ήταν Βασιλιάς ο Κρέοντας.  Εκεί βρισκόταν τότε και ο Αμφιτρύωνας, το παιδί του Βασιλιά της Τίρυνθος στην Αργολική.  Ο Αμφιτρύωνας είχε πάει στη Θήβα, για να ζητήση βοήθεια από τον Κρέοντα, επειδή ήθελε να πολεμήση εναντίον των Ταφίων, γιατί τα παιδιά του Βασιλιά των, του Πτερελάου, είχαν σκοτώσει τα παιδιά του Ηλεκτρύωνα του Βασιλιά των Μυκηνών και πατέρα της μνηστής του Αμφιτρύωνα, της Αλκμήνης.  Οι Τάφιοι κατοικούσαν στην Κεφαλλονιά, όπου υπήρχε και πόλις αρχαία, η Τάφος, στην Παλική, όπου σώζεται ακόμη και σήμερα τοποθεσία, που λέγεται Ταφιός∙ εκεί δε κοντά, επάνω σ’ένα λόφο, βρίσκονται ερείπια αρχαίας πόλεως και τείχους.
Στην Τάφο βασίλευε τότε ο Πτερέλαος, το παιδί του πρώτου Βασιλιά της Τάφου, του Ταφίου, που ήταν παιδί του Θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα, και της Ιπποθόης, της κόρης του Βασιλιά των Μυκηνών Μήστορα.  Ο Ποσειδώνας έβαλε στο κεφάλι του εγγονά του, του Πτερελάου, μια τρίχα χρυσή κι’ έτσι τον έκαμε αθάνατο.
Ο Κρέοντας έδωκε στον Αμφιτρύωνα στρατό, για να εκστρατεύση εναντίον της Τάφου και του Πτερελάου στην εκστρατεία αυτή έλαβε μέρος και ο Κέφαλος.  Αλλά ο Αμφιτρύωνας δεν ημπορούσε να κυριεύση την Τάφο, ενόσω εζούσε ο Βασιλιάς, ο Πτερέλαος, που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και έδινε θάρρος και στους Ταφίους, που ήξευραν πως ο Βασιλιάς των ήταν αθάνατος.  Αλλά η θυγατέρα του Πτερελάου, η Κομαιθώ, για να ευχαριστήση τον Αμφιτρύωνα, που της είχε υποσχεθή πως αν νικήση τους Ταφίους, θα την πάρη μαζύ του γυναίκα του, μια νύκτα, ενώ ο πατέρας της, ο Πτερέλαος, εκοιμώταν, του έκοψε απ’ το κεφάλι του τη χρυσή τρίχα, που τον έκανε αθάνατο, κι’ έτσι ο Πτερέλαος δεν ξύπνησε πιά.  Ο Αμφιτρύωνας εκυρίευσε αμέσως την Τάφο και σκότωσε και την άπιστη Κομαιθώ, που είχε προδώσει και την πατρίδα της και τον πατέρα της.
Ο Αμφιτρύωνας, αφού ενίκησε τους Ταφίους κι’ έγινε κύριος όλης της Κεφαλλονιάς, επαράδωσε το Νησί στον Κέφαλο, που έμεινε εκεί Βασιλιάς κι από τ’ όνομά του το ωνόμασε Κεφαλληνίαν.  Ο Αμφιτρύωνας επέστρεψε στη Θήβα∙ εκεί τον επερίμενε η Αλκμήνη, που την επήρε τότε γυναίκα του και από αυτή γεννήθηκε  ο πιο μεγάλος Ήρωας των μυθικών της Ελλάδος χρόνων, ο Ηρακλής.  Αυτά λέει η μυθική παράδοση για την Κεφαλλονιά και το όνομά της.
ΙΙ
Το πιο αρχαίο βιβλίο, που κάνει λόγο για τους Κεφαλλήνες, είναι η « Ιλιάδα » του μεγαλυτέρου Έλληνα ποιητή, του Ομήρου.  Στο λαμπρό αυτό ποίημα ο Όμηρος ιστορεί με την ποιητική του μεγαλοφυΐα πολλά γεγονότα του Τρωϊκού Πολέμου.
Ο πόλεμος εκείνος ωνομάσθηκε Τρωϊκός, επειδή έγινε εναντίον της Τροίας, που ήταν χώρα της Μυσίας στη Μικρά Ασία, κοντά στην ακτή του Ελλησπόντου.  Στην Τροία Βασιλιάς ήταν τότε ο γέρων Πρίαμος.  Ο πόλεμος  εκείνος έγινε εξ αιτίας του Πάρι, του παιδιού του Πριάμου.  Ο Πάρις ήλθε στην Ελλάδα κι’ εφιλοξενήθηκε στο σπίτι του Βασιλιά της Σπάρτης, του Μενελάου∙  εκεί δε με την βοήθεια της Θεάς Αφροδίτης άρπαξε τη γυναίκα του Μενελάου, την ωραία Ελένη, μαζύ με τις δούλες της και τους θησαυρούς της, και την έφερε στην Τροία.  Όλοι οι Έλληνες Βασιλιάδες ωργίσθηκαν για την προσβολή και με στρατό από εκατό χιλιάδες άνδρες και με χίλια εκατόν ογδόντα πλοία εξεστράτευσαν εναντίον της Τροίας.
Ανάμεσα στους Βασιλιάδες, που έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εκείνη, ήταν ο Οδυσσέας, ο Βασιλιάς της Ιθάκης.  Ο Οδυσσέας ήταν απόγονος του Κεφάλου.  Έφερε λοιπόν ο Οδυσσέας στην μακρυνή εκείνη χώρα με δώδεκα πλοία τους Κεφαλλήνες, που εκατοικούσαν στη Σάμη, Ιθάκη, Ζάκυνθο, Δουλίχιο και σε κάποιο μέρος της ακρογιαλιάς της αντικρυνής Ηπείρου.  Οι Έλληνες εστρατοπέδευσαν μπροστά από την Τροία και έμειναν εκεί εννιά ολόκληρα χρόνια.  Το δέκατο χρόνο γίνονται συγκρούσεις και μάχες και πολλοί από τους Έλληνες και τους Τρώες φονεύονται∙ σε μια μάχη πληγώνονται οι καλύτεροι Έλληνες πολεμιστές, ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης∙ σε λίγο φονεύεται ο ανδρείος αρχιστράτηγος των Τρώων, ο Έκτορας∙ φονεύεται έπειτα και ο ανδρειότερος και ωραιότερος από όλους τους εκεί Έλληνες ήρωες ο Αχιλλέας.  Αλλά για κυριευθούν τα τείχη της πόλεως χρειαζόταν πονηριά.  Τότε ο περίφημος τεχνίτης Επειός, με τη βοήθεια της Αθηνάς κατασκεύασε ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, το Δούρειο Ίππο, και μέσα στην  κοιλιά του κρύφτηκαν ο Οδυσσέας και άλλοι πολεμιστές.  Οι Έλληνες επροσποιήθηκαν πως θα φύγουν, εμπήκαν στα πλοία κι’ επήγαν στη νήσο Τένεδο, που είναι κοντά στα παράλια της Τροίας.  Οι Τρώες βρήκαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων το Δούρειο Ίππο και τον έμπασαν στην πόλι των, για να τον αφιερώσουν στους Θεούς.  Εβγήκαν τότε από μέσα απ’ αυτόν τη νύχτα οι κρυμμένοι ήρωες∙ και ο στρατός, που ήταν στα πλοία οπίσω από την Τένεδο, ειδοποιήθηκε με φωτιές κι’ εξανάλθε κι’ έτσι επάρθηκε η πόλι και εκαταστράφηκε, και οι περισσότεροι απ’ τους κατοίκους της εθανατώθηκαν ή έγιναν δούλοι.
ΙΙΙ
Ο Οδυσσέας διακρίθηκε στην Τροία για την ανδρεία του, την τόλμη του, το θάρρος του και την ευγλωττία και πανουργία και επιτηδειότητά του∙ και με τις φρόνιμες συμβουλές του και με τη μεγάλη του δραστηριότητα, εκυριεύθηκε η Τροία έπειτα από δέκα χρόνων πολιορκία.
Έπειτα απ’την καταστροφή της Τροίας, εμπήκε με τους συντρόφους του στα πλοία του και έφυγε μαζύ με τους άλλους Έλληνες, για να επιστρέψουν όλοι στις πατρίδες των.  Αλλά περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες.  Ήλθε στη γή των Κυκλώπων και με δώδεκα απ’ τους συντρόφους του εμπήκε στη σπηλιά του θεόρατου μονόφθαλμου Κύκλωπα, του Πολύφημου.  Ο Πολύφημος έκλεισε μ’ ένα βράχο την είσοδο της σπηλιάς και έφαγε τους έξη απ’ τους συντρόφους του Οδυσσέα.  Αλλά έπειτα ο Οδυσσέας τον εμέθυσε, και καθώς ο Πολύφημος εκοιμώταν, του έβγαλε το μάτι μ’ έναν αναμμένο δαυλό, κι’ έτσι σώθηκε αυτός με τους άλλους συντρόφους του.
Απ’ εκεί έφθασε ο Οδυσσέας στο νησί του Αιόλου.  Έπειτα στη χώρα των Λαιστρυγόνων, που ήταν ανθρωποφάγοι∙ απ’ εκεί γλύτωσε μ’ ένα μόνο πλοίο.  Στη νήσο Αιαία η μάγισσα η Κίρκη εμεταμόρφωσε μερικούς απ’ τους  συντρόφους του σε χοίρους∙ αλλά έπειτα τους ξανάδωσε την ανθρώπινη μορφή των.  Έμειναν εκεί έναν ολόκληρο χρόνο.  Ταξίδευσαν κατόπιν πολύ μακρυά προς δυσμάς κι’ έφθασαν στα προπύλαια του Άδη∙ εκεί ο Οδυσσέας έκαμε θυσίες κι’ ανέβηκαν από το βαθύ και τρισκότεινο Έρεβος η ψυχή του Μάντη Τειρεσία και οι σκιές άλλων ηρώων και της μητέρας του της Αντίκλειας.  Εκείθε ξαναγύρισε πάλι στην Κίρκη, που τον εσυμβούλευσεπως να σωθή και του έδωκε βοηθητικό άνεμο.
Απ’ εκεί έπλευσε προς τα νησιά των Σειρήνων, όπου βούλωσε με κερί τα’ αυτιά των συντρόφων του, για να μη μαγευθούν από το γλυκύτατο τραγούδι των, κι’ αυτός δέθηκε στο κατάρτι του πλοίου.  Απ’ εκεί έπλευσε στις Πλαγκτές Πέτρες, επέρασε ανάμεσα απ’ τα δύο τέρατα, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδι κι’ επήγε στο νησί του Ηλίου.  Εκεί ο Οδυσσέας άφησε τους συντρόφους του να βγούν, αφού πρώτα ωρκίσθηκαν πως δεν θα έβλαπταν καθόλου τα κοπάδια του Ηλίου, που έβοσκαν στο νησί.  Αλλά αυτοί, απ’ την πολλή των πείνα, ενώ ο Οδυσσέας εκοιμώταν, έσφαξαν τα ποιο ωραία βόδια.  Για τούτο ο Ήλιος επαρακάλεσε το Δία κι’ έρριξε αστροπελέκι κι’ έκαυσε το πλοίο των κι’ επνίγησαν όλοι και μονάχα ο Οδυσσέας σώθηκε στην Ωγυγία, το νησί της νύμφης Καλυψώς, θυγατέρας του Άτλαντα.  Έμεινε ο Οδυσσέας επτά ολόκληρα χρόνια κοντά στην ωραία Καλυψώ, που ήθελε να τον κρατήση εκεί για άντρα της και του υποσχότανε να του χαρίση αθανασία και αιώνια νεότητα.  Αλλά τα γλυκά λόγια της δεν μπορούσαν να σβήσουν απ’ την καρδιά του τον πόθο της πατρίδας του και της αγαπημένης του γυναίκας, της Πηνελόπης.
Τέλος ο Δίας Πείθεται από τη Θεά Αθηνά και στέλνει με τον Ερμή διαταγή στην Καλυψώ ν’ αφήση τον Οδυσσέα να ξαναγυρίση στη γή της πατρίδας του.  Τότε ο Οδυσσέας έφτιαξε ο ίδιος μια σχεδία, κι’ έπειτα από ταξίδι δεκαοκτώ ημερών, έφτασε κοντά στη νήσο των Φαιάκων Σχερία, τη σημερινή Κέρκυρα.  Αλλά ο Ποσειδώνας, που εκαταδίωκε τον πολυπλανεμένο ήρωα, γιατί είχε τυφλώσει το γιό του, τον Κύκλωπα Πολύφημο, σήκωσε φοβερή τρικυμία, που του έσπασε τη σχεδία και τον έρριξε ναυαγό, γυμνό και μονάχα από αφρό και άλμη σκεπασμένο, στην ακτή.  Εκεί τον εσυνάντησε η βασιλοπούλα η Ναυσικά, εδιέταξε τις υπηρέτριές της να τον περιποιηθούν και του δώσουν ενδύματα και φαγητό και ποτό, και τον έφερε στην πόλι στους γονείς της, τον Αλκίνοο και την Αρήτη, που τον υποδέχθηκαν με μεγάλη ευμένεια, τον εφιλοξένησαν, κι’ αυτός τους είπε ποιος είναι και τους διηγήθηκε όλες του τις περιπλανήσεις∙ κι’ αφού του έδωκαν πλούσια δώρα, τον έστειλαν με πλοίο, με ναύτες Φαίακες, στην πατρίδα του, την Ιθάκη.
Έτσι έφτασε, έπειτα από απουσία είκοσι ολόκληρων χρόνων, ο πολυπαθής ήρωας στο αγαπημένο του νησί, που δεν μπορούσε να το λησμονήση και που, όταν βρισκόταν στην Ωγυγία κοντά στην ωραία κόρη του Άτλαντα, την Καλυψώ, μ’ όλες τις περιποιήσεις, που του έκανε, και τα γλυκά και κολακευτικά λόγια, που του έλεγε, αυτός πήγαινε στην  ακρογιαλιά κι’ έκλαιγε κι’ επιθυμούσε έστω και καπνό μονάχα να δή ν’ ανεβαίνη ψηλά απ’ τη γη της πατρίδας του κι’ έπειτα να πεθάνη.
ΙV
Αλλά, ενώ ο Οδυσσέας βρισκόταν στην Ωγυγία, μαζεύτηκαν στο παλάτι του στην Ιθάκη περισσότεροι από εκατό νέοι απ’ το νησί αυτό κι’ από τις γύρω χώρες και επέμεναν να πάρη η Πηνελόπη έναν απ’ αυτούς για άντρα της, λέγοντας πως ο Οδυσσέας είχε πιά χαθή και δεν θα ξαναγύριζε.  Και για να την αναγκάσουν να κάμη αυτό, που ήθελαν, εξεφάντωναν και εμεθούσαν κι’ εγλεντοκοπούσαν στο σπίτι της καταστρέφοντας έτσι την περιουσία του Οδυσσέα, φοβέριζαν δε να σκοτώσουν και το γιό της, τον Τηλέμαχο.  Αλλά η φρόνιμη και αφωσιωμένη στον άντρα της Πηνελόπη, με διάφορα έξυπνα τεχνάσματα, κατάφερε να αναβάλλη τη συγκατάθεσή της.  Στο τέλος όμως οι μνηστήρες την εβίαζαν να διαλέξη έναν απ’ αυτούς, και τότε αυτή τους είπε πως θα πάρη εκείνον, που με το τόξο του Οδυσσέα θα μπορέση να περάση βέλος μέσα από μια σειρά δώδεκα δακτυλιδιών∙ γιατί ήταν βέβαιη πως κανένας απ’ τους μνηστήρες δεν θα κατάφερνε ούτε να ξεντώση το τόξο εκείνο.  Αλλά ξάφνου έφθασε καθώς είπαμε, στην Ιθάκη ο πολυπλανεμένος ήρωας Οδυσσέας, παρουσιάστηκε στους μνηστήρες σαν γέρος διακονιάρης και την ημέρα του διαγωνισμού, ενώ κανείς απ’ αυτούς δεν μπόρεσε να ξεντώση το τόξο, το επήρε τότε αυτός, και αφού νίκησε στον αγώνα, έστρεψε τα βέλη του εναντίον των μνηστήρων και με τη βοήθεια της Θεάς Αθηνάς, μαζύ με το γιό του Τηλέμαχον, που ήταν πια νέος παλληκάρι, και με μερικούς απ’ τους αρχαίους πιστούς υπηρέτες του, εσκότωσε όλους τους αυθάδικους μνηστήρες κι’ έτσι τους ετιμώρησε για όσα κακά είχαν κάμει στο σπίτι του και στην αγαπημένη του γυναίκα, την Πηνελόπη. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Β΄
Ιστορικοί χρόνοι  -  Οι τέσσαρες πόλεις της Κεφαλληνίας  -  Οι ανασκαφές στο Νησί  -  Οι αρχαίοι θεοί και ο Αινήσιος Δίας  -  Οι Περσικοί πόλεμοι  -  Οι Παλείς στη μάχη των Πλαταιών  -  Πόλεμος Κερκυραίων και Κορινθίων  -  Οι Παλείς στην παρά το Άκτιο ναυμαχία  -  Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος  -  Οι Κεφαλλήνες σύμμαχοι των Αθηναίων  -  Οι Κορίνθιοι εναντίον της Κράνης  -  Οι Κράνιοι τους νικούν  -  Ο Αθηναίος Ναύαρχος Ιφικράτης στην Κεφαλλονιά.    
Ι
Οι απόγονοι του Κεφάλου εβασίλευσαν στην Κεφαλλονιά δέκα γενεές, όσο που ο Χαλκίνος και ο Δαίτος, κατά διαταγή του Μαντείου των Δελφών, έφυγαν από το Νησί και επήγαν στην Αττική, την πατρίδα του Κεφάλου.
Η Κεφαλλονιά, και πρίν ακόμη απ’ τον Τρωϊκό Πόλεμο, είχε τέσσαρες κύριες πόλεις.  Οι πόλεις αυτές ήταν η Πάλη, η Κράνη, η Σάμη, και η Πρόννοι, που επήραν τα ονόματά τους απ’ τα ονόματα των παιδιών του Κεφάλου τον Παλέα, τον Κράνιον, τον Σάμιον, και τον Πρόνησον.
Η Πάλη ήταν κτισμένη πάνω σ’ ένα ύψωμα κι’ επεριλάμβανε ολόκληρη τη δυτική χερσόνησο του νησιού, που σήμερα λέγεται Παλική.  Η αρχαία πόλι ήταν περιτειχισμένη.  Επάνω στο λόφο Ντούρι ή Παλιόκαστρο βλέπει κανείς ερείπια από τα τείχη της.
Η Κράνη επεριλάμβανε όλο το νότιο μέρος της Κεφαλλονιάς, το προς δυσμάς κάτω απ’ τον Αίνο.  Η αρχαία πόλις ήταν κτισμένη προς ανατολάς της περιοχής Κρανιάς επάνω στους λόφους, που είναι επάνω από το μυχό της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου.  Σ’ ένα απ’ τους λόφους υπάρχουν ίχνη πολύ αρχαίων κυκλωπείων τειχών από μεγάλους ογκόλιθους.
Η Σάμη ήταν κτισμένη επάνω σε δυο λόφους, που είναι επάνω από τη σημερινή κωμόπολι του Αιγιαλού.  Επεριλάμβανε δε όλη τη σημερινή περιοχή της Επαρχίας Σάμης.  Τα ερείπια, που υπάρχουν επάνω στους δύο λόφους, φανερώνουν το βαθμό του μεγαλείου, στο οποίο είχε φθάσει η πολιτεία αυτή, που ήταν η αρχαιότερη, η σημαντικότερη και η πιο ισχυρή απ’ όλες τις αρχαίες πολιτείες της Κεφαλλονιάς.
Οι Πρόννοι ήταν κτισμένοι επάνω στο βουνό, που σήμερα λέγεται Κάστρο της Συριάς.  Επάνω στο βουνό αυτό υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο μέρος από το αρχαίο τείχος.  Η πολιτεία των Πρόννων επεριλάμβανε όλο το νοτιοανατολικό μέρος της Κεφαλλονιάς.
Οι τέσσαρες αυτές πόλεις ήταν τέσσαρες μικρές Δημοκρατίες, ανεξάρτητες η μία με την άλλη κι’ είχε η κάθε μια ιδικά της νομίσματα.
Από τις αρχαιότητες, που ανακαλύφθησαν με τις ανασκαφές, που έκαμαν οι διαπρεπείς αρχαιολόγοι Καββαδίας, Κυπαρίσσης και Σ. Μαρινάτος σε διάφορα μέρη του Νησιού, έχει πλουτισθή το Αρχαιολογικό Μουσείο του Αργοστολιού με λαμπρά ευρήματα, που φανερώνουν πως η Κεφαλλονιά ήταν κατοικημένη το ολιγώτερο τέσσαρες χιλιάδες χρόνια προ Χριστού και πως είχε αξιόλογο πολιτισμό, που έφθασε σε πολύ μεγάλη ακμή κατά τη μυκηναϊκή εποχή.
Οι Κεφαλλήνες είχαν τους ίδιους Θεούς, που είχαν και οι άλλοι Έλληνες∙ ιδιαίτερα ελάτρευαν τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Ποσιδώνα, το Βάκχο, την Αθηνά και την Αρτέμιδα και υπήρχαν στη νήσο ναοί αφιερωμένοι στις θεότητες αυτές.  Στην πιο ψηλή κορφή του Αίνου είχαν κτίσει βωμό στο Δία∙ σήμερα δέν υπάρχει εκεί κανένα άλλο ίχνος παρά μονάχα σωρός από απολιθωμένα κόκκαλα, που ίσως προέρχονται από τα ζώα, που εθυσίαζαν εκεί επάνω στον πατέρα όλων των Θεών, το Δία, που γι’ αυτό ελεγόταν και Αινήσιος.
ΙΙ
Στους πολέμους των Ελλήνων εναντίον των Περσών, που ήλθαν από την μακρυνή των χώρα για να καταλάβουν την Ελλάδα, οι Κεφαλλήνες δεν έλαβαν μέρος, ούτε στη μάχη, που έγινε το έτος 490 προ Χριστού στο Μαραθώνα, όπου οι Αθηναίοι ενίκησαν τους Πέρσες, ούτε στη δοξασμένη ναυμαχία, που έγινε στη Σαλαμίνα στις 20 Σεπτεμβρίου του 480 προ Χριστού, και κατά την οποία εθριάμβευσαν οι Έλληνες και εκατάστρεψαν τον Περσικό στόλο.  Αλλά το Σεπτέμβριο του έτους 479, όπως αναφέρει ο περίφημος αρχαίος Ιστορικός, « ο πατήρ της Ιστορίας » ο Ηρόδοτος, επολέμησαν διακόσιοι Παλείς μαζύ με άλλους Έλληνες στην περίφημη μάχη, που έγινε στις Πλαταιές, όπου νικήθηκε κι’ εσκοτώθηκε και ο αρχιστράτηγος των Περσών Μαρδόνιος και εκαταστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος από το στρατό του.
ΙΙΙ
Η Αθήνα είχε φθάσει σε ζηλευτό σημείο λαμπρότητας και δόξας.  Αλλά οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας, πως οι Αθηναίοι εμεγάλωναν ολοένα σε δύναμι και σε πλούτο, άρχισαν τότε να φοβούνται συνάμα∙ γι’ αυτό εζητούσαν αφορμή για να ταπεινώσουν τους Αθηναίους.  Κι’ η αφορμή δεν άργησε να δοθή.
Η Επίδαμνος, το σημερινό Δυρράχιο, πόλι της Αλβανίας, ήταν αποικία των Κερκυραίων∙ γι’ αυτό οι Επιδάμνιοι όταν οι βάρβαροι γείτονές επετέθησαν εναντίον των, εζήτησαν την προστασία των Κερκυραίων∙ αλλά αυτοί δεν τους έδωσαν καμμιά βοήθεια γι’αυτό οι Επιδάμνιοι εστράφηκαν στους Κορινθίους, οι οποίοι τους έστειλαν στόλο από εβδομήντα πέντε πλοία.  Τότε οι Κερκυραίοι τους αντιπαρατάχθηκαν με ογδοήντα πλοία των, και έγινε ναυμαχία κοντά στο Άκτιο το έτος 434 προ Χριστού κι’ ενίκησαν οι Κερκυραίοι.  Στη ναυμαχία αυτή έλαβον μέρος υπέρ των Κορινθίων και τέσσαρα πλοία από την Πάλη της Κεφαλλονιάς.  Ο πόλεμος εξακολούθησε, κι’ αναμίχθησαν σ’ αυτόν οι Αθηναίοι, κι’ έγινε μεγάλη ναυμαχία κοντά στα Σύβατα.
IV
Ο πόλεμος αυτός έγινε αφορμή του Πελοποννησιακού  Πολέμου μεταξύ των δύο πιο επισήμων Ελληνικών πόλεων, των Αθηνών και της Σπάρτης, εβάσταξε είκοσιεπτά χρόνια, από το 431 έως το 404 προ Χριστού, κι’ εκατάστρεψε μαζύ με το μεγαλείο των Αθηνών και όλη την Ελλάδα.
Στον πρώτο χρόνο του πολέμου οι Κεφαλλήνες έμειναν ουδέτεροι.  Αλλά το δεύτερο χρόνο οι Αθηναίοι έστειλαν με πενήντα πλοία το Στρατηγό Τολμίδη, ο οποίος επήρε στη συμμαχία των Αθηναίων και τις τέσσαρες πόλεις της Κεφαλλονιάς∙ κι’ από τότε αυτές μείνανε πιστές στους Αθηναίους και τους έδωκαν μεγάλη βοήθεια σε άντρες και σε πλοία.
Τον ίδιο χρόνο οι Κορίνθιοι, για να εκδικηθούν τους Κεφαλλήνες, που τους είχαν εγκαταλείψει έπειτα από τη ναυμαχία κοντά στο Άκτιο, κι είχαν ταχθή με το μέρος των Κερκυραίων, έστειλαν σαράντα πλοία εναντίον του νησιού.  Τα πλοία μπήκαν στο κόλπο της Κράνης κι’ έκαμαν απόβασι.  Οι κάτοικοι της Κράνης επροσποιήθηκαν πως θα παραδοθούν αλλά ενώ οι Κορίνθιοι ήσαν ξένοιαστοι κι’ ολότελα απροφύλακτοι, ιο Κράνιοι ώρμησαν ξάφνου εναντίον των και πολλούς απ’ αυτούς τους έσφαξαν κι’ ελεηλάτησαν και το στρατόπεδό των.  Ο υπόλοιπος στρατός των Κορινθίων με μεγάλη δυσκολία εσώθηκε στα πλοία, τα οποία σήκωσαν πανιά βιαστικά κι’ έφυγαν αμέσως απ’ το λιμάνι της Κράνης, για να ξαναγυρίσουν στην Κόρινθο.
Ο Πελοποννησικός Πόλεμος ετελείωσε στο 404 προ Χριστού.  Η Αθήνα επαραδόθηκε, έχασε τα τείχη της, τους συμμάχους της, το πολίτευμά της και την υπεροχή της επάνω στις άλλες Ελληνικές πόλεις, κι’ η Σπάρτη ξαναπόκτησε την παλιά ηγεμονία της.  Τότε οι Κεφαλλήνες εγκατέλειψαν κι’ αυτοί την ξεπεσμένη πολιτεία των Αθηνών κι’ εσυμμάχησαν με τους Λακεδαιμονίους.  Αλλά το 375 προ Χριστού, επειδή πολλές πόλεις ήταν δυσαρεστημένες εναντίον της τυραννικής ηγεμονίας της Σπάρτης, οι Αθηναίοι έκαμαν νέα συμμαχία εναντίον της κι’ άρχισε νέος πόλεμος.  Οι Αθηναίοι έστειλαν τότε το Στρατηγό Τιμόθεο με πενήντα πλοία κι’ επήρε τους Παλείς στη νέα συμμαχία κι’ έπειτα επήγε κι’ έγινε κύριος της Κέρκυρας.  Οι Λακεδαιμόνιοι τότε διέταξαν το Σπαρτιάτη Ναύαρχο Μνάσιππο και με εξήντα πλοία και αρκρτό στρατό επήγε κι άρχισε να πολιορκή την Κέρκυρα.  Προς βοήθεια της Κέρκυρας, έστειλαν το 373 προ Χριστού το Στρατηγό Ιφικράτη με εβδομήντα πλοία.  Ο Ιφικράτης, περνώντας απ’ την Κεφαλλονιά, επήρε με το μέρος των Αθηναίων και τις άλλες πόλεις του Νησιού, κι’ απ’ εκεί έπλευσε στην Κέρκυρα∙ αφού δε απάλλαξε το Νησί αυτό από τους Σπαρτιάτες κι’ εκυρίευσε και μερικά εχθρικά πλοία, ξαναγύρισε στην Κεφαλλονιά και είσπραξε από τους κατοίκους πολλά χρήματα για την εξακολούθησι του πολέμου εναντίον της Σπάρτης.  Αλλά η Σπάρτη, έπειτα από όλα αυτά, έχασε πια την ηγεμονία κι’ αναγκάσθηκε να κάμη ειρήνη με τους Αθηναίους το 371 προ Χριστού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Γ΄
Ο Φίλιππος ο πέμπτος της Μακεδονίας εναντίον της Κεφαλλονιάς  -  Πολιορκεί τους Πρόννους  -  Αλλά λύνει την πολιορκία και στρέφεται εναντίον της Πάλης  -  Οι Παλείς αρνούνται να συνθηκολογήσουν  -  Ο Φίλιππος φεύγει ντροπιασμένος  -  Οι Ρωμαίοι κυριεύουν και τις τέσσαρες πόλεις του Νησιού  -  Οι Σαμαίοι επαναστατούν  -  Υποτάσσονται ύστερα από πολιορκία τεσσάρων μηνών.
Ι
Έπειτα από μερικά χρόνια ανάμεσα στις Ελληνικές πολιτείες, που αγωνιζόνταν μεταξύ των για την ηγεμονία, επροστέθηκε και η Μακεδονία.  Αλλά αν επικρατούσε η Μακεδονία, η Αθήνα θα υποδουλωνόταν.  Τότε ο μεγάλος ρήτορας ο Δημοσθένης, επειδή ο Βασιλιάς της Μακεδονίας ο Φίλιππος ο πέμπτος είχε κυριεύσει τις προς βορράν κτήσεις των Αθηνών, με τη μεγάλη του ευγλωττία κατώρθωσε να ανάψη το μίσος του Αθηναϊκού λαού εναντίον του Φιλίππου και να ενωθούν με συμμαχία, για να ματαιώσουν τα σχέδια του και υπερασπίσουν την Ελευθερία της Ελλάδας, πολλές Ελληνικές χώρες και ανάμεσα σ’ αυτές κι’ η Κεφαλλονιά, που είχε τότε ισχυρό ναυτικό.
ΙΙ
Το έτος 218 προ Χριστού, ο Φίλιππος, θέλοντας να καταλάβη την Κεφαλλονιά, έπλευσε με πολύ στόλο κι’ έκαμε απόβασι στους Πρόννους.  Αλλά το μέρος εκείνο ήταν απόρθητο, γιατί τα περίχωρα ήταν στενά, γυριστά, ανώμαλα και ανηφορικά∙ και έστι αναγκάστηκε να λύση την πολιορκία και να πλεύση εναντίον της Πάλης.  Εστρατοπέδευσε γύρω από τα τείχη της πόλεως κι’ ετοποθέτησε πολεμικές μηχανές για να την κυριεύση∙ έπειτα κατεσκεύασε υπονόμους κι’ επροξένησε ρήγμα σ’ ένα σημείο των τειχών κι’ εκάλεσε τους κατοίκους να παραδοθούν∙ αλλά αυτοί δεν δέχθηκαν τους όρους του.  Τότε έκαμε πολλές εφόδους για να κυριεύση την πόλι, αλλά δεν το κατώρθωσε, γιατί οι Παλείς αντέταξαν γενναία αντίστασι.  Βλέποντας λοιπόν πως στην πολιορκία εκείνη είχε χάσει ανώφελα το πιο εκλεκτό μέρος απ’ το στρατό του, έπαυσε τις εχθροπραξίες κι’ έφυγε απ’ εκεί άπρακτος και καταντροπιασμένος.  Έτσι, χάρις στην ανδρεία και την ηρωϊκή αυταπάρνησι των μαχητών της Πάλης, που ενώ επολιορκούνταν κατά ξηρά και κατά θάλασσα, δεν έχασαν το θάρρος των ούτε εδέχθηκαν να συνθηκολογήσουν με το Φίλιππο, η Κεφαλλονιά έμεινε ανεξάρτητη και αυτόνομη.
ΙΙΙ
Αλλά η ανεξαρτησία της Κεφαλλονιάς δεν μπορούσε να διατηρηθή για πολύν ακόμη καιρό.  Ελεεινή ήταν τότε η κατάσταση της Ελλάδας.  Ακαταγώνιστη δε ερχόταν εναντίον της η μεγάλη δύναμι των Ρωμαίων∙  Οι Ρωμαίοι είχαν έως τότε υποτάξει πολλές ξένες χώρες, εστράφηκαν λοιπόν εναντίον της Ελλάδας και υπόταξαν πολλές πόλεις.  Ο Ρωμαίος Υπατος Μάρκος Φούλβιος Νονβιλίωρ, αφού εκυρίευσε, χώρια από τις άλλες επαρχίες, και την Αιτωλία, έλαβε διαταγή να βαδίση εναντίον της Κεφαλλονιάς το 187 προ Χριστού.  Οι τέσσαρες πόλεις της Κεφαλλονιάς δεν ημπόρεσαν να αντισταθούν στις επιθέσεις των λεγεώνων και των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων των Ρωμαίων κι’ αναγκάσθηκαν να υποταχθούν∙ έδωκε δε κάθε μια απ’ αυτές είκοσι ομήρους.  Αλλά έξαφνα οι κάτοικοι της Σάμης επαναστάτησαν κι’ έκλεισαν τις πύλες της πόλεώς των. Οι Ρωμαίοι άρχισαν τότε να πολιορκούν τη Σάμη, αλλά με όλες των τις προσπάθειες δεν ημπορούσαν να την καταλάβουν εξ εφόδου, γιατί οι Σαμαίοι επολεμούσαν με θάρρος ατρόμητο και ηρωϊκή αυταπάρνησι.  Ο Νονβιλίωρ, για να τους αναγκάση να παραδοθούν, έστειλε τους ομήρους κάτω από τα τείχη∙ οι όμηροι τους παρακαλούσαν απ’ εκεί να συνθηκολογήσουν με το Ρωμαίο Υπατο∙ αλλά δεν κατώρθωσαν να τους κάμουν να υποταχθούν.  Έτσι η πολιορκία εκείνη εβάσταξε τέσσαρους ολόκληρους μήνες.  Οι Σαμαίοι έκαναν συχνές εξόδους κι’ επροξενούσαν μεγάλες βλάβες στους πολεμιστές.  Τέλος ο Νονβιλίωρ, επειδή δεν ημπορούσε αλλοιώς να τους καταλάβη, επροσκάλεσε απ’ το Αίγιο, Πάτρας και Δύνη εκατό σφενδονιστές.  Αυτοί με τόση επιτυχία επετροβολούσαν με τις σφενδόνες των τους γενναίους υπερασπιστές της ηρωϊκής Σάμης, ώστε πολλούς κάθε μέρα εφόνευαν και άλλους ετραυμάτιζαν∙ εκτός όμως απ’ όλα αυτά, οι ασθένειες, οι στερήσεις και οι ταλαιπωρίες είχαν καταβάλει ψυχικά και σωματικά τους γενναίους Σαμαίους, που αφ’ ότου ήλθαν οι σφενδονιστές δεν ετολμούσαν πια να κάνουν τόσο συχνές εξόδους εναντίον των πολιορκούντων.  Έτσι εκατώρθωσαν οι Ρωμαίοι ν’ ανεβούν στα τείχη.  Τότε οι Σαμαίοι μαζύ με τις γυναίκες και τα παιδιά εκατάφυγαν στο μεγάλο φρούριο∙ αλλά βλέποντας πως δεν θα ημπορούσαν πια ν’ αντισταθούν, την άλλην ημέρα επαραδόθηκαν.  Η Σάμη εκαταστράφηκε συθέμελα.  Οι τάφοι και τα ιερά της ελεηλατήθηκαν από τους Ρωμαίους και οι κάτοικοί της επωλήθηκαν σαν δούλοι.  Οι Ρωμαίοι επήραν πλουσιώτατα λάφυρα, που απόδειχναν πόσο είχε την εποχή εκείνη προοδεύσει η ευημερία των Κεφαλλήνων με τα έργα της ειρήνης και ιδιαίτερα με το εμπόριο και τη ναυτιλία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Δ΄
Η εισαγωγή του Χριστιανισμού στην Κεφαλλονιά  -  Το Νησί περιέρχεται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος  -  Οι επιδρομές των βαρβάρων  -  Ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος εναντίον της Κεφαλλονιάς  -  Ο Γυϊσκάρδος πεθαίνει εκεί  -  Ο Γουλιέλμος ο δεύτερος εξαρτά τα Νησιά από το κράτος της Κάτω Ιταλίας  -  Τα παραχωρεί στο Ναυαρχό του, το Μαργαριτώνη  -  Ο Κόμις Ματθαίος Ορσίνι διάδοχος του Μαργαριτώνη. 
Ι
Από τότε η Κεφαλλονιά έγινε κι’ αυτή κτήσι Ρωμαϊκή.  Αλλά το Ρωμαϊκό κράτος, που είχε φθάσει εις το πιο ψηλό σημείο του μεγαλείου και της δόξας είχε πια αρχίσει η παρακμή∙ σ’ ένα φτωχό χωριό της Ιουδαίας, τη Βηθλεέμ, είχε γεννηθή Εκείνος, που έμελλε να θεμελιώση επάνω στις καρδιές των ανθρώπων σ’ όλους τους αιώνες τη θεία του Θρησκεία, που εδιαδιδόταν ολοένα σ’ όλον τον Κόσμο.  Η νέα αυτή Θρησκεία  εδίδασκε την Ισότητα, την Αδελφότητα και την Αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, εκήρυττε την ύπαρξι ενός Θεού Αληθινού Αιωνίου και Αγαθού και την αθανασία της ψυχής και την ψυχική σωτηρία όλων εκείνων, που πιστεύουν κι’ εκτελούν το άγιο θέλημά Του.  Και στην Κεφαλλονιά η Θρησκεία του Χριστού άρχισε να διαδίδεται κατά την εποχή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και Ανδρέα.
ΙΙ
Όταν ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας το έτος 394 μετά Χριστόν εμοίρασε στους δύο γιούς του, τον Αρκάδιο και τον Ονόριο, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ελλάς με τις χώρες της Ανατολής, και επομένως και η Κεφαλλονιά, περιήλθαν στο υπό τον Αρκάδιο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος.
Από τον τέταρτο μετά Χριστόν αιώνα άρχισαν εναντίον του Κράτους αυτού οι επιδρομές διαφόρων βαρβάρων λαών, Ούννων, Βανδάλων, Γότθων, Αβάρων, Αλγερινών, Σαρακηνών και άλλων, που ελεηλατούσαν τις Ελληνικές χώρες και η Κεφαλλονιά δεν γλύτωσε απ’ τη μάστιγα αυτή.  Αλλά και Λογγοβάρδοι και οι Βενετοί εκυρίευσαν το Φρούριο της Καφαλλονιάς, που είναι στη Λειβαθώ και λέγεται Κάστρο του Αγίου Γεωργίου.
Κατά το έτος 1084 ο περίφημος Νορμανδός τυχοδιώκτης Ροβέρτος Γυϊσκάρδος, κύριος της Καλαβρίας και της Απουλίας στην κάτω Ιταλία, αφού ενίκησε μεταξύ της Κέρκυρας και Κεφαλλονιάς τους ενωμένους στόλους των Βενετών και των συμμάχων των Βυζαντινών και εκυρίευσε την Κέρκυρα, έστειλε το Βοημούνδο, το γιό του, τον ίδιο χρόνο να καταλάβη την Κεφαλλονιά.  Αλλά η επιχείρησι αυτή δεν ήταν εύκολη.  Γι’ αυτό ο Ροβέρτος έδραμε κι’ αυτός με το στόλο του για να βοηθήση το Βοημούνδο∙  αρρώστησε όμως βαριά κι’ απέθανε τις 17 Ιουνίου του 1035 στο πλοίο του, που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πανόρμου κοντά στο βορειότατο ακρωτήριο της Κεφαλλονιάς, που σήμερα απ’ το όνομα του ΓυΙσκάρδου λέγεται Φισκάρδο.  Έτσι η Κεφαλλονιά εσώθηκε απ’ τη Νορμαδική επιδρομή και έμεινε στην εξουσία του Κράτους της Ανατολής.
ΙΙΙ
Κατά το έτος 1153 ο Βασιλιάς της Σικελίας Γουλιέλμος ο Β΄ απόσπασε την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ τον Κομνηνό και την εξάρτησε από το Κράτος της Κάτω Ιταλίας, επαραχώρησε δε τα τρία αυτά νησιά στο Ναυαρχό του, το Μαργαριτώνη που ήταν κουρσάρος περιβόητος.  Και από τότε χρονολογείται η σύστασι της λεγομένης Κομιτείας Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης.  Αλλά όταν εκυρίευσε τη Σικελία ο Αυτοκράτορας της Γερμανίας, ο Ερρίκος ο έκτος, κατά το έτος 1190, ο Μαργαριτώνης εστασίασε και ξανάγινε κουρσάρος, αλλά τον έπιασαν και κατά διαταγή του Αυτοκράτορα τον ετύφλωσαν και τον έστειλαν δεμένο στη Γερμανία το έτος 1194, εκεί δε απέθανε έπειτα από ένα χρόνο.
IV
Έπειτα από μερικά χρόνια, διάδοχος του Μαργαριτώνη στην Κομιτεία έγινε ο γαμβρός του, ο τολμηρός κουρσάρος Κόντες Ματθαίος ή Μάγιος Ορσίνι, ο οποίος εκατάλαβε τα τρία νησιά του Ιονίου Πελάγους κι’επήρε τον τίτλο του Κόντε Κεφαλλονιάς, Ζακύνθου και Ιθάκης, αναγνώρισε δε αμέσως την ανώτατη αξουσία του Βασιλιά της Σικελίας, που όπως είπαμε είχε κυριεύσει τα Νησιά και τα είχε δώσει σαν τιμάριο στο Μαργαριτώνη.  Ο Κόντες Ματθαίος ανήκε στην περίφημη οικογένεια των Ορσίνι, Παλατίνων Κομίτων της Ρώμης. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Ε΄
Οι Σταυροφορίες  -  Λεηλασίες της Κεφαλλονιάς από Σταυροφόρους και Βενετούς  -  Οι Φράγκοι Σταυροφόροι γίνονται κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως  -  Ο Κόμις Ματθαίος Ορσίνι αναγνωρίζει την επικυριαρχία της Βενετίας  -  Ο Ριχάρδος ο πρώτος ο Ορσίνι  -  Δίνει τον όρκο της υποτελείας στον Κάρολο το δεύτερο τον Ανδηγαυό  -  Ιωάννης ο πρώτος ο Ορσίνι  -  Ο Κόμις Νικόλαος ο Ορσίνι  -  Γίνεται Ορθόδοξος  -  Ιωάννης ο δεύτερος ο Ορσίνι  -  Γίνεται Ορθόδοξος και παίρνει το επώνυμο των Αγγέλων Κομνηνών  -  Ο Κόμις Νικηφόρος ο Ορσίνι.    
Ι
Κατά το έτος 1096 πολλοί Φεουδάρχες της δυτικής και της βόρειας Ευρώπης, παρακινούμενοι από το τυχοδιωκτικό πνεύμα της εποχής εκείνης, αλλά και από τον πόθο της αρπαγής, ενώθηκαν για να πάνε στην Παλαιστίνη να ελευθερώσουν τον ΄Αγιο Τάφο και τους άλλους Άγιους Τόπους από τα χέρια των απίστων Μουσουλμάνων.  Στη φωνή :  «Το θέλει ο Θεός!», χιλιάδες άνθρωποι έδραμαν κι’ επήραν για σύμβολο και ιδιαίτερο γνώρισμά των ένα Σταυρό από ύφασμα, ραμμένο επάνω στα ενδύματά των.  Έτσι έλαβαν το όνομα Σταυροφόροι κι’ οι εκστρατείες, που άρχισαν από τότε κι’ εβάσταξαν έως το 1291 ωνομάσθηκαν Σταυροφορίες.  Αλλά από τις εκστρατείες, που ως διέδιδαν οι Αρχηγοί των, είχαν τέτοιο ιερό σκοπό, άρχισε να διατρέχη σπουδαίο κίνδυνο το Βυζαντινό Κράτος.  Οι σταυροφόροι, που εμετάβαιναν στην Αγία Γή, εκυρίευαν Ελληνικές χώρες και ερήμαζαν συχνά τα Νησιά του Ιονίου.
Το έτος 1103 μια μοίρα από τους Σταυροφόρους, που επήγαιναν στην Παλαιστίνη, αποχωρίστηκε απ’ το λοιπό στόλο, με επί κεφαλής τον Επίσκοπο της Πίζας, κι’ ελεηλάτησε την Κεφαλλονιά.  Και αργότερα, το έτος 1125, οι Βενετοί, ενώ επήγαιναν με τους Γενουηνσίους για να πολεμήσουν εναντίον των απίστων, έκαμαν απόβασι στην Κεφαλλονιά κι’ εκυρίευσαν το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου.
Τέλος δε, κατά την τετάρτη Σταυροφορία, που έρχισε το 1202, ενώ ο Πάπας της Ρώμης Ιννοκέντιος ο τρίτος είχε ορίσει να διευθυνθούν οι Σταυροφόροι στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στην Ιερουσαλήμ, μόλις αυτοί έφθασαν στη Βενετία, ο τότε Δόγης Ερρίκος Δάνδολος συνέλαβε το σχέδιο να κατακτήση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους έπεισε να πάνε στην Κωνσταντινούπολι για να ξαναβάλουν στο θρόνο τον Αυτοκράτορα Ισαάκιο δεύτερο τον Άγγελο, που τον είχε τυφλώσει και φυλακίσει ο αδελφός του Αλέξιος ο τρίτος Άγγελος.  Κι’ επήρε μεν πάλι το θρόνο, μαζί με το γιό του τον Αλέξιο τον τέταρτο, ο τυφλός Ισαάκιος, αλλ’ έπειτα από λίγο έγιναν ταραχές στην Κωνσταντινούπολι και εφονεύθηκαν και οι δύο.  Οι Σταυροφόροι τότε επήραν την Κωνσταντινούπολι τις 13 του Απριλίου του 1204, ίδρυσαν Λατινικό Κράτος κι’ έδωκαν το Στέμμα σ’ ένα απ’ τους αρχηγούς της Σταυροφορίας, το Βαλδουίνο τον ένατο, Κόμιτα της Φλάνδρας, που επήρε τον τίτλο του Αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Βαλδουΐνος ο πρώτος.  Αλλά το Λατινικό αυτό Κράτος μόλις 57 χρόνια εβάσταξε, γιατί το έτος 1261 ο Μιχαήλ ο όγδοος ο Παλαιολόγος επολιόρκησε την Κωνσταντινούπολι, έδιωξε απ’ εκεί τους Λατίνους και εξανασύστησε το θρόνο των Ελλήνων Αυτοκρατόρων.
ΙΙ
Ο Ματθαίος Ορσίνι είχε καταλάβει την Κομιτεία της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου, προτού οι Λατίνοι να πάρουν την Κωνσταντινούπολι.  Όταν την επήραν το 1204 κι’ εμοιράσθηκαν μεταξύ τους τις χώρες της Αυτοκρατορίας, τα νησιά έλαχαν στο μερίδιο της Βενετίας, η οποία επήρε ένα μεγάλο μέρος από την Κωνσταντινούπολι και πλείστα παράλια και νησιά της Ελλάδας.  Τότε ο Ματθαίος αναγνώρισε, το 1209, την ανωτάτη εξουσία της Βενετίας, αλλά το έτος 1236 έγινε υποτελής του Πρίγκιπα της Αχαΐας Γοδεφρείδου του δευτέρου του Βιλλαρδουΐου.
Το έτος 1248 απέθανε ο Ματθαίος Ορσίνι κι’ άφησε διάδοχό του στην Κομιτεία το γιό του το Ριχάρδο.  Τότε αναφαίνεται στην Ιστορία των Νησιών η Δυναστεία των Γάλλων Ανδηγαυών.  Ο αδελφός του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου του ενάτου Κάρολος ο πρώτος ο Ανδηγαυός, κατά προτροπή του Πάπα της Ρώμης, του Ουρβανού του τετάρτου, επολέμησε εναντίον του Βασιλιά της Νεαπόλεως Μαμφρέδου και τον ενίκησε και τον εφόνευσε στη μάχη του Βενεβέντου το 1266, και έτσι ίδρυσε στην Κάτω Ιταλία και Σικελία νέο ισχυρό Γαλλικό Βασίλειο με πρωτεύουσα τη Νεάπολι, το λεγόμενο Βσίλειο των δύο Σικελιών.  Αλλά ο έκπτωτος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως Βαλδουΐνος είχε παραχωρήσει στον Κόρολο τον Ανδηγαυό την ανωτάτη κυριαρχία της Αχαΐας, δηλαδή της Πελοποννήσου.
Ο Κάρολος είχε αρραβωνιάσει το δεύτερο γιό του, το Φίλιππο, με τη θυγατέρα του Πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμου, την Ισαβέλλα, αλλά ο Φίλιππος απέθανε πρόωρα, το δε 1278 απέθανε και ο Γουλιέλμος κι’ άφησε κληρονόμο και διάδοχό του την Ισαβέλλα.  Τότε ο Κάρολος ανέλαβε, ως επίτροπος της ανήλικης Ισαβέλλας, την άμεση διοίκησι του Πριγκιπάτου, κι’ έτσι στην επικυριαρχία, που είχε, ένωσε και την πραγματική κυριαρχία.  Γι’ αυτό το λόγο ο Κόμις της Κεφαλλονιάς Ριχάρδος, που ήταν υποτελής στον Πρίγκιπα της Αχαΐας, επήγε το 1288 στη Νεάπολι κι’ έδωκε στον Κάρολο τον όρκο της υποτελείας.
ΙΙΙ
Αφού απέθανε ο Ριχάρδος ο πρώτος, έλαβε το 1303 την Κομιτεία των Νησιών ο γιός του Ιωάννης ο πρώτος, ο οποίος επήρε γυναίκα του την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, τη Μαρία, κι’ έλαβε για προίκα τη Λευκάδα, κι’ έτσι είχε τον τίτλο «Κόμις Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος», το δε 1304 έδωκε τον όρκο της υποτελείας στον Πρίγκιπα της Αχαΐας Φίλιππο.
Το έτος 1316 απέθανε ο Κόμις Ιωάννης ο πρώτος και άφηκε διάδοχό του στην Κομιτεία το γιό του Νικόλαο, ο οποίος έδωκε τον όρκο της υποταγής στον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο το δεύτερο τον Παλαιολόγο κι’ έλαβε απ’ αυτόν τον τίτλο του Δεσπότου και για να ευχαριστήση τους υπηκόους του, που τον εμισούσαν  για τα εγκλήματά του, έγινε ορθόδοξος.  Το 1320 ο Αυτοκράτορας του επαραχώρησε την Άρτα, αλλά αυτός, άπιστος όπως ήταν στους όρκους και στις υποσχέσεις του, εγκατέλειψε τους Έλληνες, αναγνώρισε την κυριαρχία των Βενετών, κι’ αφού έλαβε απ’ αυτούς στρατό, εκυρίευσε μερικά φρούρια κι’ επολιόρκησε τα Ιωάννινα, που τα κατείχαν οι Βυζαντινοί.  Αλλά τότε ο αδελφός του Ιωάννης, βοηθούμενος από τους Έλληνες, που εμισούσαν το Νικόλαο, επετέθηκε εναντίον του και τον εφόνευσε στη μάχη το 1323.
IV
Ο Ιωάννης ο δεύτερος επήρε τότε την Ήπειρο και τα νησιά, αναγνώρισε την ανωτάτη κυριαρχία του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, κι’ επήρε γυναίκα του την Άννα Παλαιολογίνα, άλλαξε δε και αυτός θρήσκευμα κι’ έγινε από καθολικός ορθόδοξος, εγκατέλειψε το επώνυμο των Φράγκων Ορσίνι κι’ έλαβε το επώνυμο των Αγγέλων Κομνηνών.  Αλλά το έτος 1325 ο αδελφός του Βασιλιά της Νεαπόλεως Ροβέρτου, ο Κόμις Ιωάννης Γραυΐνας, απέπλευσε από το Μπρίντιζι με 25 γαλέρες και στρατό για να καταλάβη το πριγκιπάτο της Αχαΐας, αλλά περνώντας από την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, επολέμησε και ενίκησε το στρατό του Ιωάννου και εκυρίευσε τα Νησιά.
Ο Ιωάννης τότε απόδρασε στην Ήπειρο κι’ εκλείσθηκε στο φρούριο της Άρτας.  Αλλά ο Κόμις Γραυΐνας δεν μπόρεσε να κρατήση τα Νησιά, γιατί άπειτα από λίγον καιρό αναγκάσθηκε να επιστρέψη στη Νεάπολι, κι’ έτσι ο Δεσπότης Ιωάννης ξαναπήρε πάλι τα Νησιά Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο.
V
Το έτος 1335 απέθανε ο Ιωάννης ο δεύτερος κι’ η γυναίκα του Άννα Παλαιολογίνα επήρε την Κυβέρνησι των Νησιών σαν Επίτροπος του ανηλίκου γιού της, του Νικηφόρου.  Ο Νικηφόρος επήρε γυναίκα του την κόρη του Μεγάλου Δομέστικου Καντακουζηνού, τη Μαρία, κι’ έλαβε από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον τίτλο του Πανυπερσεβάστου κι’ επήγε μαζί του στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν κι’ η μητέρα του Άννα.  Αλλά αυτή έφυγε κρυφά απ’ εκεί, επήγε στην Ήπειρο και ξαναπανδρεύθηκε με κάποιο Δεσπότη λεγόμενο Κομνηνό, ο δε Νικηφόρος έφυγε κι’ αυτός το 1356 κι’ εκυρίευσε τη Θεσσαλία, την Ακαρνανία και Αιτωλία.  Αλλ’ ενώ επολεμούσε εναντίον των Αλβανών το έτος 1358, αυτοί τον έπιασαν και τον εθανάτωσαν, η δε γυναίκα του, η Μαρία, επήγε στην  Κωνσταντινούπολι κι’ εκλείσθηκε στο Μοναστήρι της Αγίας Μάρθας, όπου και απέθανε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   ΣΤ΄
Η Δυναστεία των Κομίτων Παλατίνων Τόκων στα Νησιά  -  Λεονάρδος πρώτος ο Τόκος  -  Κάρολος πρώτος ο Τόκος  -  Η σύζυγός του Φραγκίσκα  -  Κάρολος ο δεύτερος ο Τόκος  -  Λεονάρδος ο δεύτερος  ο Τόκος  -  Τουρκικός  στόλος  εναντίον των Νησιών  -  Ο Λεονάρδος φεύγει στο Βασίλειο της Νεαπόλεως  -  Οι Τούρκοι κυριεύουν τα Νησιά, πυρπολούν το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου και παίρνουν από την Κεφαλλονιά πολλούς αιχμαλώτους  -  Ο Κόμις Αντώνιος Τόκος γίνεται κύριος των Νησιών  -  Αλλά τα κυριεύουν οι Βενετοί  -  Δίνουν στους Τούρκους την Κεφαλλονιά κι’ αυτοί κρατούν τη Ζάκυνθο.
Ι
Έτσι τελείωσε στα Νησιά η δυναστεία των Κομίτων Παλατίνων Ορσίνι, που εβάσταξε έως το έτος 1356.  Και τώρα νέα στην Ιστορία της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης αναφαίνεται δυναστεία, η των Κομίτων Παλατίνων Τόκων.  Η καταγωγή των Τόκων ήταν από το Βενεβέτο της Ιταλίας, είχαν δε πολύ ζηλευτή θέσι στη Βασιλική Αυλή της Νεαπόλεως, γιατί της είχαν προσφέρει σπουδαίες υπηρεσίες.  Η Αυλή αυτή, που ήθελε να προφυλάξη τα Νησιά από κάθε εχθρική επίθεσι, διώρισε κατά το 1357 Άρχοντα στην Κομιτεία των το Λεονάρδο Τόκο.  Ο Λεονάρδος ήταν πρώτος εξάδελφος του στερνού Κόμιτα Ορσίνι, του Νικηφόρου, γιατί η μητέρα του Λεονάρδου, η Μαργαρίτα, ήταν αδελφή του πατέρα του Νικηφόρου, του Ιωάννου του δευτέρου Ορσίνι.  Από τότε ο Λεονάρδος επήρε τον τίτλο του Κόμιτα Παλατίνου της Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου.  Το έτος 1362 έγινε κύριος και της Λευκάδος ο Λεονάρδος κι’ έτσι έλαβε τον τίτλο «Κόμις Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Δούξ Λευκάδος».
ΙΙ
Το έτος 1381 απέθανε ο Λεονάρδος ο πρώτος ο Τόκος κι’ άφησε την Κομιτεία στο γιό του τον Κάρολο τον πρώτο.  Ο Κάρολος έλαβε από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ το δεύτερο τον Παλαιολόγο τον τίτλο του «Δεσπότου Ρωμαίων» κι’ έτσι στα Έγγραφά του υπογραφόταν «Κάρολος θεία χάριτι Δεσπότης Ρωμαίων, Δούξ Λευκάδος και Κόμις Παλατίνος Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης».  Ο Κάρολος επήρε γυναίκα του τη Φραγκίσκα, τη θυγατέρα του Δούκα των Αθηνών Νερίου Ατζαγιώλη και με τη συγγένεια αυτή έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς Φράγκους Δεσπότες της Ελλάδας, επολέμησε κι’ ενίκησε  τους Αλβανούς, τους έδιωξε από τα περίχωρα των Ιωαννίνων και της Άρτας κι’ έγινε κύριος όλης της Ακαρνανίας .  Η φιλόδοξη Φραγκίσκα, που είχε λάβει στην Αυλή του Δουκάτου των Αθηνών ελληνοπρεπή ανατροφή, υπογραφόταν στα γράμματα της «Βασίλισσα Ρωμαίων».  Τα χρόνια εκείνα τα Νησιά ευημερούσα, κι’ οι δύο ξένοι Άρχοντες, ο Κάρολος ο πρώτος και η Φραγκίσκα, που είχαν πια εξελλινισθή, περνούσαν, πότε στο κάστρο της Αγίας Μαύρας, πότε στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στην Κεφαλλονιά, ζωή άνετη και ευχάριστη, κι’ εφιλοξενούσαν  με πολλή λαμπρότητα τους επισήμους ξένους επισκέπτες, που έρχονταν εκεί.
ΙΙΙ
Το έτος 1430 απέθανε ο Κάρολος ο πρώτος κι’ άφησε διάδοχό του στην Κομιτεία το γιό του αδελφού του Λεονάρδου, τον Κάρολον τον δεύτερον, ο οποίος επήρε τον τίτλο «Κάρολος θεία χάριρτι Κύριος της Άρτης, Δούξ της Λευκάδος και Κόμις Παλατίνος Κεφαλληνίας, Ιθάκης και Ζακύνθου».  Ο Κάρολος ο δεύτερος, πολεμώντας εναντίον των Τούρκων το 1433, έχασε την Άρτα και τα Ιωάννινα κι’ εκατέφυγε στη Λευκάδα, και για να διατηρήση τουλάχιστο τα Νησιά στην εξουσία του, αναγκάστηκε να κάμη συνθήκη, με την οποία υποχρεώθηκε να πληρώνη κάθε χρόνο φόρο στο Σουλτάνο και να του παραδώση ως όμηρο το γιό του Λεονάρδο.
IV
Το έτος1448 απέθανε στη Λευκάδα ο Κάρολος ο δεύτερος και επήρε τη διοίκηση της Κομιτείας των Νησιών, της Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδος και Ιθάκης, ο γιός του Λεονάρδος, που είχε στο μεταξύ απελευθερωθή από τις φυλακές του Σεραγιού.
Το έτος 1453 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο δεύτερος εκυρίευσε την Κωνσταντινούπολι, κι’ η ιερή αυτή πόλι του Γένους μας , η Βασίλισσα όλων πόλεων της ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έπεσε στα χέρια των Τούρκων, που επήραν όλες τις Ελληνικές χώρες, τη μια έπειτ’ απ’ την άλλη, κι εκατέλυσαν το Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.  Έτσι οι μόνες χριστιανικές κτήσεις που έμειναν στην Ελλάδα, ήταν οι διεσπαρμένες αποικίες των Βενετών και η εξουσία των Τόκων στην Παλατινή Κομιτεία της Κεφαλλονιάς και των άλλων Νησιών.
V
Το έτος 1463 ξέσπασε μεταξύ Βενετίας και του Μωάμεθ του δευτέρου ένας μακρός και καταστρεπτικός πόλεμος, που εβάσταξε δεκαέξη χρόνια, έως το 1479.  Τον καιρό εκείνο τα Νησιά ευημερούσαν∙  η Κεφαλλονιά και η Ζάκυνθο είχαν άφθονη εσοδεία, ο πληθυσμός των είχε αυξήσει κι’η διοίκησί των ήταν λαμπρά διωργανωμένη.  Τέλος το έτος 1479 τελείωσε ο ολέθριος αυτός πόλεμος κι’ υπογράφηκε τις 26 του Ιανουαρίου του αυτού έτους η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Τουρκίας.  Αλλά στη συνθήκη αυτή η Βενετία, από αντιπάθεια στο Λεονάρδο το δεύτερο, επαράλειψε να τον συμπεριλάβη.  Έτσι ο Σουλτάνος, που εχθρευόταν το Λεονάρδο, εύρηκε απ’ την παράλειψι αυτή την ευκαιρία να του επιτεθή.  Έστειλε λοιπόν τον Ναύαρχο Κεδούκ Αχμέτ Πασά με είκοσι εννέα πλοία και με αποβατικό στρατό για να καταλάβη τα Νησιά.  Τότε ο Κόμις Λεονάρδος, βλέποντας πως δεν είχε να περιμένη βοήθεια από κανένα, γιατί ακόμη και οι υπήκοοί του τον εμισούσαν για την τυραννική του διοίκησι, μάζευσε όλα του τα κειμήλια κι’ όλους τους θησαυρούς του, κι’ από τη Λευκάδα επήγε στην Κεφαλλονιά∙  αλλά και εδώ δεν έμεινε, γιατί σας είδε πως η φρουρά του Κάστρου του Αγίου Γεωργίου είχε χάσει το θάρρος της, εμπήκε σ’ ένα εμπορικό πλοίο μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, κι’ εκατέφυγε στη Νεάπολι και δεν ξαναγύρισε πιά στην Κομιτεία του. 
VI
Ο Τούρκος Ναύαρχος έφτασε με το στόλο του στα Νησιά, που αποτελούσαν το Κράτος του Λεονάρδου, τα εκυρίευσε το ένα έπειτ’ από το άλλο, έσφαξε όλους τους Άρχοντες και στρατιώτες, που ήταν στην υπηρεσία του Λεονάρδου, έβαλε φωτιά στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, και κάθε λογής κακουργία και αγριότητα έκαμε∙ και τέλος επήρε από τους κατοίκους πολλές χιλιάδες αιχμαλώτους και τους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολι.
Ο αδελφός του Λεονάρδου του δευτέρου, ο Κόμις Αντώνιος Τόκος, έπειτα από τρία χρόνια, επωφελούμενος από το θάνατο του Μωάμεθ του δευτέρου ( 1481 ), ήλθε με στρατό από τη Νεάπολι κι’ εκυρίευσε την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο που ήταν εντελώς αφύλακτες.  Αλλά η Βενετία έστειλε το έτος 1483 στόλο με Ναύαρχο τον Χριστόφορο Δουόδο, που έκαμε απόβασι στην Κεφαλλονιά, και με την συνδρομή και των κατοίκων απόκλεισε τον Αντώνιο στο φρούριο του Αγίου Γεωργίου.  Ο Αντώνιος όμως δεν δέχτηκε τους όρους συμβιβασμού, που του επρότεινεν ο Δουόδος, κι’ έτσι εξακολούθησε η πολιορκεία, αλλά οι στρατιώτες του εστασίασαν και τον εφόνευσαν κι’ επαρέδωσαν το φρούριο στο Βενετό Ναύαρχο, ο οποίος εκυρίευσε όλο το Νησί το αυτό έτος 1483.  Απ’ τη Ζάκυνθο είχε διώξει πρωτύτερα τον Αντώνιο ο Βενετός Διοικητής της Μεθώνης.  Έτσι και τα δύο νησιά τα κατείχαν οι Βενετοί.  Αλλά σύμφωνα με τη συνθήκη, που έγινε το έτος 1484, υποχρεώθηκαν να παραδώσουν στους Τούρκους την Κεφαλλονιά, τη δε Ζάκυνθο την εκράτησαν υπό τον όρον να πληρώνουν κάθε χρόνο πεντακόσια δουκάτα φόρο στο Σουλτάνο.
Έτσι ετελείωσε η δυναστεία των Κομίτων Παλατίνων Τόκων, που εβάσταξε περισσότερο από 122 χρόνια και μαζί μ’ αυτή εξαφανίστηκε και η Κομιτεία των Φράγκων στη Λευκάδα, Κεφαλλονιά, Ζάκυνθο και Ιθάκη, που είχε διατηρηθή τρείς σχεδόν αιώνες∙ και τα ωραία και πλούσια αυτά Νησιά έπεσαν, ευτυχώς για λίγον καιρό, στην τυραννική και βάρβαρη εξουσία των Τούρκων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Ζ΄
Νέος πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας  -  Οι Βενετοί κυριεύουν το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου  -  Η Κεφαλλονιά υπό την εξουσία των Βενετών  -  Η Χρυσή Βίβλος των ευγενών του Νησιού  -  Οι Κεφαλλήνες συμμετέχουν στους πολέμους της Βενετίας  -  Ο ιερομόναχος Γεράσιμος ο Νοταράς στην Κεφαλλονιά  -  Η Μονή του στα Ομαλά  -  Το ιερό λείψανό του  -  Νέα λεηλασία του Νησιού από τον Τούρκο Ναύαρχο Βαρβαρόσσα  -  Η καταστροφή του Τουρκικού στόλου στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου  -  Οι Κεφαλλήνες στην πολιορκία της Λευκάδος  -  Ο Κεφαλληνίας Τιμόθεος ο Τυπάλδος.
Ι
Το έτος 1498 νέος πόλεμος ξέσπασε μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας.  Οι Βενετοί τότε επροσπάθησαν επανειλημμένως να πάρουν την Κεφαλλονιά από τους Τούρκους, αλλά δεν το κατώρθωσαν.  Τέλος όμως τον Οκτώβριο του έτους 1500 ο Βενετικός στόλος ενώθηκε με τον Ισπανικό στη Ζάκυνθο.  Ναύαρχος στο Βενετικό στόλο ήταν ο Βενέδικτος Πέζαρο και στον Ισπανικό ο Γονζάλβος Φερνάντες της Κόρντοβας.  Τότε οι δυό στόλοι εξεκίνησαν εναντίον της Κεφαλλονιάς.  Στο Κάστρο του Αγίου Γεωργίου ήταν φρουρά από εξακοσίους γενναίους Τούρκους με τον αρχηγό των τον ατρόμητο Αλβανό Χισδάρ, που ήταν έτοιμος ν’ αποθάνη υπερασπίζοντας την Τουρκική σημαία, που εκυμάτιζε στο φρούριο.  Οι Σύμμαχοι έκαμαν απόβασι κι’ απόκλεισαν το Κάστρο αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο να κυριευθή, γιατί ήταν κτισμένο επάνω σ’ ένα ψηλό κι’ απόκρημνο βράχο.  Η πρώτη επίθεσι απότυχε∙ για τούτο οι σύμμαχοι Ισπανοί και Βενετοί εζήτησαν από τον Χισδάρ να τους παραδώση το Φρούριο∙  αυτός όμως αρνήθηκε.  Τότε οι Αρχηγοί αποφάσισαν να κάμουν συγχρόνως αποφασιστική επίθεσι από διάφορα σημεία, και μόλις εδόθηκε το σύνθημα τα συμμαχικά στρατεύματα ώρμησαν για ν’ ανεβούν στα τείχη με σκάλες.  Αλλά τέλος, έπειτα από σφοδρή μάχη, που πολλοί είχαν πληγωθή και φονευθή, είχε δε σκοτωθή κι’ αυτός ο Χισδάρ, οι σύμμαχοι εκατώρθωσαν να στήσουν νικήτριες τις σημαίες της Βενετίας και της Ισπανίας στις επάλξεις του φρουρίου και το εκυρίευσαν τις 24 του Δεκεμβρίου του έτους 1500 όσοι δε Τούρκοι στρατιώτες είχαν απομείνει επαραδόθηκαν.  Έτσι ολόκληρη η Κεφαλλονιά έπεσε στην εξουσία των Βενετών, που την εκράτησαν τρείς σχεδόν αιώνες, έως ότου ο Μέγας Ναπολέων εκατάλυσε την Πολιτεία της Βενετίας.
ΙΙ
Οι Βενετοί, μόλις κατέκτησαν το Νησί, ανήγειραν το εξωτερικό περιτείχισμα του μεσαιωνικού φρουρίου του Αγίου Γεωργίου, εδιοίκησαν δε την Κεφαλλονιά, ως και τα άλλα Νησιά του Ιονίου, σύμφωνα με το κυβερνητικό σύστημα, που επικρατούσε στη Βενετική Μητρόπολι.  Η τάξι των λεγομένων Ευγενών ήταν το πάν σε κάθε Νησί, η δε μεσαία τάξι και ο λαός ήταν μηδέν.  Όλες οι οικογένειες των Ευγενών εκαταγράφοντο στας λεγομένας Χρυσάς Βίβλους, όλοι δε οι καταγραμμένοι σ’ αυτές Ευγενείς αποτελούσαν το Μεγάλο Συμβούλιο της Ευγενικής Κοινότητος του κάθε Νησιού.  Το Μεγάλο δε αυτό Συμβούλιο εξέλεγε κάθε χρόνο το Μικρό Συμβούλιο, που είχε το δικαίωμα να εκλέγη τους Συνδίκους, τους Τιμητάς, τους Αντιλέγοντας και τις άλλες εγχώριες Αρχές και να διευθύνη τις υποθέσεις του τόπου.
ΙΙΙ
Οι νησιώτες εδέχθησαν την κυριαρχία της Βενετίας και την προστασία της, γιατί έβλεπαν πως μονάχα έτσι θα ημπορούσαν να διατηρήσουν κάποια ανεξαρτησία, να απαλλαγούν από την πιεστική κυβέρνησι των κάθε λογής Φράγκων τυχοδιωκτών, και να μη πέσουν στα χέρια των βαρβάρων Οθωμανών.  Οι Κεφαλλήνες με γενναιότητα και ηρωϊκή αυταπάρνησι επολέμησαν κάτω από τις σημαίες της Βενετίας, που εκείνα τα χρόνια αγωνιζόταν για τον Πολιτισμό και τη Χριστιανοσύνη, και μεγάλα χρηματικά ποσά και πλοία επρόσφεραν στους διαφόρους Βενετοτουρκικούς πολέμους.  Άννινοι, Τσιμάραι, Δελλαδέτσιμαι, Λοβέρδοι, Λούζηδες, Μεταξάδες, Πινιατώροι, Χαριτάτοι, Τυπάλδοι, Χωραφάδες, και τόσοι και τόσοι άλλοι Κεφαλλήνες οπλαρχηγοί, είτε εξοπλίζοντας με έξοδα των κάτεργα, τα οποία και εκυβερνούσαν οι ίδιοι, είτε οργανώνοντας τάγματα ελαφρού πεζικού και πολεμώντας επί κεφαλής αυτών, εδιακριθήκαν σ’ όλους τους εναντίον των Τούρκων κατά ξηρά και κατά θάλασσα αγώνες της Πολιτείας εκείνης με την ανδρεία των και την αυτοθυσία των, και δια τα κατορθώματά των με στρατιωτικά αξιώματα και με τίτλους ευγενείας ετιμήθηκαν από τη Βενετική Γερουσία και αυτοί και οι απόγονοί των.
IV
Το έτος 1554 στον πνευματικό ορίζοντα της Κεφαλλονιάς ανέτειλε ένας λαμπρότατος της ουρανίας Πολιτείας φωστήρας ο Ιερομόναχος Γεράσιμος, ο Νέος Ασκητής.  Ο ιερώτατος αυτός Πατήρ γεννήθηκε το έτος 1509 στα Τρίκκαλα της Πελοποννήσου, γόνος της ευγενικής και πλουσίας οικογενείας των Νοταράδων, που διέπρεψε στην Κωνσταντινούπολι κατά την εποχή των Παλαιολόγων.  Από τη νεανική του ηλικία ο μακάριος Γεράσιμος, υπακούοντας σε μια θεία φωνή, που τον καλούσε στην υπηρεσία του Χριστού, εγκατέλειψε και Πατρίδα και γονείς και πλούτη και άνεσι, φόρεσε το καλογηρικό ένδυμα κι’ εξεκίνησε για την ιερή του προσκηνητεία.  Περιηγήθηκε όλη σχεδόν την Ανατολή, επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους, όπου έμεινε δώδεκα χρόνια, και με την εγκράτειά του και με την οσιότητα του βίου του αναδείχθηκε σκεύος αρετής θαυμαστότατο.  Τέλος το έτος 1554 ήλθε στην Κεφαλλονιά κι’ εκατοίκησε σ’ ένα σπήλαιο στη Λάση, επάνω απ’ το σημερινό Αργοστόλι∙ αλλά έπειτα από έξη χρόνια έφυγε από το σπήλαιο εκείνο, που τώρα λέγεται Σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου, κι’ επήγε στην κοιλάδα των Ομαλών, όπου βρήκε κατάλληλο τόπο ησυχίας και ψυχικής εξυψώσεως.  Εκεί ίδρυσε την Ιερή Μονή του, εκεί ετελείωσε ασκητικά το δρόμο της ζωής του ο θεοφόρος Γεράσιμος τις 15 του Αυγούστου του έτους 1579.  Από τότε παραμένει εκεί άφθαρτο και ολοζώντανο και γεμάτο θεία ευωδία το ιερό λείψανό του, και πηγή ανεξάντλητη θαυμάτων, θεραπεύει των ψυχών και των σωμάτων τα φοβερά πάθη και τραύματα σ’ όσους το πλησιάζουν με πίστι και ευλάβεια.
V
Ο στόλος του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του δευτέρου του Μεγαλοπρεπούς, με Ναύαρχο το διαβόητο πειρατή Βαρβαρόσσα, το έτος 1537, αποβίβασε στην Κέρκυρα πέντε χιλιάδες Τούρκους, που ερήμαξαν και εκατέστρεψαν το Νησί∙  έπειτα έπλευσε εναντίον της Κεφαλλονιάς και την ελεηλάτησε κι’ επήρε δεκατέσσαρες σχεδόν χιλιάδες αιχμαλώτους.  Αλλά τις 7 του Οκτωβρίου του 1571 οι ενωμένοι συμμαχικοί στόλοι των Βενετών, με Ναύαρχο το Σεβαστιανό Βενιέρο, και των Ισπανών, με Ναύαρχο το Δον Ζουάν τον Αυστριακό, κατέστρεψαν τον Τουρκικό στόλο στην ναυμαχία, που έγινε κοντά στη Ναύπακτο, κατά την είσοδο του Κορινθιακού κόλπου.  Στη ναυμαχία αυτή από τα 273 πλοία του εχθρικού στόλου μόνον τα 40 διέφυγαν, τα δε άλλα εβυθίστηκαν, εφονεύθηκε δε και αυτός ο Τούρκος Ναύαρχος Αλής Ζαδέ Μουεζίν, το δε πλοίο του αιχμαλωτίσθηκε.  Μεταξύ των 250 πλοίων του συμμαχικού στόλου ήταν και εννέα επτανησιακά.  Ανδραγάθησαν οι Κεφαλλήνες Μάρκος Αντώνιος Τσιμάρας και ο γιός του Ιωάννης Τσιμάρας, που εδιοικούσαν ιδικό τους πλοίο, και ο Νικόλαος Λούζης.
VI
Το έτος 1583 η Βενετία έκαμε συμμαχία με την Αυστρία, Πολωνία και Ρωσία εναντίον της Τουρκίας.  Ο Βενετικός στόλος έπλευσε προς το Ιόνιο, με Γενικό Αρχηγό το Φραγκίσκο Μοροζίνι, ενώθηκαν δε με αυτόν και οι γαλέρες της Κερκύρας. Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, που τις εκυβερνούσαν εντόπιοι κατεργοκύριδες.  Ο στόλος, αφού ήλθε εις την Κεφαλλονιά κι’ επήρε αρκετούς εθελοντές ναύτες, επήγε στη Λευκάδα που την κατείχαν τότε οι Τούρκοι, κι’ άρχισε να την πολιορκή.  Έδραμαν τότε εκεί για να συμπολεμήσουν με τους Βενετούς πολλοί Κεφαλλήνες, με Αρχηγούς τους Βαπτιστή Μεταξά, Άγγελο Δελλαδέτσιμα και Αναστάσιο Άννινο και άλλους.  Εκεί προσήλθε με εκατό πενήντα και περισσοτέρους ιερομονάχους και καλογήρους της Εκκλησιαστικής περιφέρειάς του ο Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος Χαριτάτος, ο οποίος επαρουσιάσθηκε στο Μοροζίνι και του εδήλωσε πως κι’ αυτός και η ιερή φάλαγγά του ήταν πρόθυμοι να χύσουν το αίμα των για τη Χριστιανική Θρησκεία και τη Γαληνοτάτη Βενετική Πολιτεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Η΄
Κατάληψι της Βενετίας από το Ναπολέοντα Βοναπάρτη  -  Η Συνθήκη του Καμποφορμίου  -  Τα Νησιά του Ιονίου υπό τη Γαλλική κυριαρχία  -  Οι Γάλλοι στη Κεφαλλονιά  -  Η Ρωσοτουρκική επικυριαρχία  -  Η Πολιτεία των Ηνωμένων Επτά Νήσων  -  Το Βυζαντινό Πολίτευμα  -  Διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων Κομμάτων του Νησιού  -  Αντιζηλίες μεταξύ Ληξουριού και Αργοστολιού  -  Στάσεις, αναρχία, εγκλήματα  -  Η Κεφαλλονιά υπό την προστασία της Ρωσίας  -  Το Σύνταγμα του 1803  -  Το Σύνταγμα του 1806  -  Τα Νησιά παραχωρούνται στη Γαλλία.
Ι
Η Βενετία είχε πια αρχίσει να παρακμάζη.  Η Γαλλική Επανάστασι, που είχε ξεσπάσει τις 5 του Μαΐου του 1789 και είχε διακηρύξει και καθιερώσει τα φυσικά και αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτου, είχε θριαμβεύσει, κι’ ο αγέρωχος Γάλλος Στρατάρχης, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, αφού ενίκησε τους Αυστριακούς στην Άνω Ιταλία, κατάλαβε την πρωτεύουσα του Βενετικού Κράτους κι’ εκατέλυσε το Πολίτευμά της, και τις 17 του Οκτωβρίου του 1797 υπέγραψε με τους Αυστριακούς τη Συνθήκη του Κομποφορμίου, με την οποία η μεν Βενετία επαραχωρήθηκε στην Αυστρία, τα δε Νησιά του Ιονίου Πελάγους έγιναν Γαλλικές επαρχίες.  Έτσι ετελείωσε η Βενετική κυριαρχία στα Νησιά και άρχισε η Γαλλική.
Οι Γάλλοι ήλθαν στην Κεφαλλονιά τις 11 του Ιουλίου του 1797 κι’ ο λαός τους υποδέχθηκε με χαρά και ενθουσιασμό.  Αλλά οι Ευγενείς του Νησιού, που σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές έχαναν τα προνόμιά των, με μεγάλη των λύπη δέχθηκαν τη νέα τάξι πραγμάτων.  Τότε κι’ εδώ, καθώς και στα άλλα Νησιά, εσχηματίσθηκε Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνησι κι’ έγιναν δημοκρατικές εορτές∙  εφυτεύθηκε στην Πιατσέτα του Αργοστολιού κι’ ευλογήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιωαννίκιο Άννινο το Δένδρο της Ελευθερίας κι’ ερρίχθησαν στις φλόγες η Χρυσή Βίβλος και οι τίτλοι και τα προνόμια της επί Ενετοκρατίας κληρονομικής ευγενείας.
ΙΙ
Αλλά η Γαλλική Κατοχή στα Νησιά μόλις είκοσι μήνες εβάσταξε.  Γιατί οι Ρώσοι και οι Τούρκοι, έπειτα από την καταστροφή του Γαλλικού στόλου στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου, έκαμαν συμμαχία για να διώξουν τους Γάλλους από τα Νησιά.  Στην Κεφαλλονιά το πολυάριθμο κόμμα των Ρωσοφίλων είχε προετοιμάσει εγκαίρως το τόπο σ’ επανάστασι∙ για τούτο, μόλις εφάνηκε στο Ιόνιο Πέλαγος ο ενωμένος Ρωσοτουρκικός στόλος, ο λαός στ’  Αργοστόλι εστασίασε εναντίον των Γάλλων, αφαίρεσε τα όπλα από ένα απόσπασμα στρατιωτών τις 24 του Οκτωβρίου του 1798 και εκατέβασε από τον ιστό της Πλατείας τη Γαλλική σημαία κι’ ύψωσε τη Ρωσική.  Τις 29 Οκτωβρίου οι συμμαχικοί στόλοι εμπήκαν στο λιμάνι του Αργοστολιού, κι’ οι δυό Ναύαρχοι, ο Ρώσος Θεόδωρος Ουτσακώφ κι’ ο Τούρκος Καδήρ Βέης, απεβιβάσθηκαν με τα Επιτελεία των, ενώ ο λαός εζητωκραύγαζε υπέρ του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Παύλου του πρώτου∙  αμέσως δε εσχημάτισαν προσωρινή Κυβέρνησι με Πρόεδρο τον Ευγενή Κωνσταντίνο Χωραφά.
ΙΙΙ
Τις 21 του Μαρτίου του 1800 υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας συνθήκη, η οποία ανεκήρυξε την Επτάνησο ημιανεξάρτητη Δημοκρατία με το όνομα «Πολιτεία των Ηνωμένων Επτά Νησιών» υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, στον οποίον έπρεπε να πληρώνη κάθε τρία χρόνια, σαν δείγμα της υποτελείας της, φόρο 75000 γρόσια.  Έπειτα έγινε το Πολίτευμα των Επτά Νησιών, το λεγόμενο Βυζαντινό, κι άρχισε αμέσως να εφαρμόζεται∙  αλλά δεν εδιατηρήθηκε παρά λίγους μήνες μονάχα.  Το Πολίτευμα αυτό δεν επαραχωρούσε πολιτικά δικαιώματα εις το λαό∙  και μόνον όσοι ήσαν καταγραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο κάθε Νησιού είχαν όλα τα προνόμια.  Γι’ αυτό το λόγο εξάναψαν πάλι μεταξύ των κοινωνικών τάξεων τα παλιά πάθη, που από το δέκατο έκτο αιώνα είχαν δημιουργήσει στην Κεφαλλονιά μια απαίσια πολιτική και κοινωνική κατάστασι.  Τότε άρχισαν πάλι οι διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων Κομμάτων του Νησιού, του των Μεταξά και του των Αννίνων, ενώ δε το ένα απ’ αυτά είχε την Κυβέρνησι του Νησιού και προσπαθούσε να εφαρμόση το Βυζαντινό Πολίτευμα, το άλλο, με κίνδυνο να καταστραφή ο τόπος, εμηχανευόταν πώς να αρπάξη την Εξουσία από τα χέρια του αντιπάλου κόμματος.  Και σαν να μη αρκούσε η τόση σύγχυσι και αταξία, που επικρατούσε στο Νησί, ήλθε να προστεθή κι’ ο ολέθριος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πόλεων, του Αργοστολιού και του Ληξουριού, γιατί οι Ληξουριώτες δεν ανεγνώριζαν το Αργοστόλι ως πρωτεύουσα κι’ απαιτούσαν να έχουν ιδική των ξεχωριστή Κυβέρνησι και ιδικό των Συμβούλιο ευγενών και ιδικό των Ταμείον.  Ένεκα όλων αυτών ξέσπασαν κατά τα έτη 1800, 1801 και 1802 στάσεις στο νησί και φοβερή αναρχία επικρατούσε στις δύο πόλεις και στις εξοχές και φόνοι και ληστείες και εμπρησμοί των επαύλεων των Ευγενών στα χωριά και διάφορα εγκλήματα κάθε ημέρα εγίνονταν.
IV
Η φρικτή αυτή κατάστασι, τόσο στην Κεφαλλονιά όσο και στα άλλα νησιά, επροκάλεσε το ενδιαφέρον του Ναπολέοντα.  Για τούτο, όταν οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας, Αγγλίας, Ισπανίας και Ρωσίας υπέγραψαν στην Αμιένη της Γαλλίας τις 15/27 του Μαρτίου του 1802 τη Συνθήκη, με την οποία έδωκαν τέλος στο δεκαετή πόλεμο των δύο Κρατών, της Αγγλίας και της Γαλλίας, ο Ναπολέων έστειλε γράμμα στον Αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο τον πρώτο και του εσυνιστούσε να λάβη πρόνοια για να φέρη στα Νησιά τα αγαθά της ησυχίας και της τάξεως.  Προς το σκοπό δε αυτό ο Αυτοκράτορας απέστειλε στα Νησιά το στρατό του από τη Νεάπολι και διώρισε και πληρεξούσιό του εκεί τον Κόμιτα Γεώργιο Μοτσενίγο, Ζακύνθιο, για να τακτοποιήση τα πράγματα της νέας Πολιτείας.  Ο Μοτσενίγος επεριώδευσε σε όλα τα Νησιά, ήλθε δε και στην Κεφαλλονιά κι’ έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την καλυτέρευσι της εδώ καταστάσεως και τη θεραπεία όλων των κακών, που προήρχοντο από τις στάσεις στο Νησί.  Έπειτα έγιναν εκλογές του Νομοθετικού Σώματος του 1803.  Το Σύνταγμα αυτό εκατήργησε τα προνόμια της παλαιάς κληρονομικής αριστοκρατίας κι’ εκαθιέρωσε πνευματικά κυρίως προσόντα για τους Ευγενείς, που αποτελούσαν τας Εκλογικάς Συγκλήτους, οι οποίες έπρεπε να εκλέγουν τους Βουλευτές, τους Γερουσιαστές και τις άλλες Αρχές.  
V
Αργότερα ο πληρεξούσιος της Ρωσίας Μοτσενίγος ζήτησε να μεταρρυθμισθή το Πολίτευμα του 1803 κι’ έγινε το Σύνταγμα του 1806.  Αλλά το Σύνταγμα δεν εφαρμόσθηκε, γιατί νέος είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Γαλλίας από το μέρος και Ρωσίας και Αυστρίας από το άλλο.  Ο Βοναπάρτης, που είχε από τις 18 του Μαΐου του 1804 ανακηρυχθή Αυτοκράτορας των Γάλλων με το όνομα Ναπολέων ο πρώτος, αφού ενίκησε  κατά το έτος 1805 στο Ωστερλιτς τους Αυστριακούς και Ρώσους, το δε 1807 τους Πρώσσους στην Ιένα, και το 1807 τους Ρώσους στη Φριεδλάνδη, απαίτησε να ξαναδοθή η Επτάνησο στη Γαλλία.  Υπογράφηκε λοιπόν τις 7 του Ιουλίου του 1807 στην Τιλσίτη της Πρωσσίας μεταξύ του Ναπολέοντα και του Αυτοκράτορα της Ρωσίας η περί ειρήνης Συνθήκη, με την οποία ο Αλέξανδρος πρώτος επαραχώρησε στη Γαλλία κατά πλήρηρ κυριότητα, σαν να ήταν κτήμα του, τα Επτά Νησιά, στα οποία δεν είχε κανένα άλλο δικαίωμα παρά μόνον το του απλού Προστάτου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Θ΄
Η Γαλλική κατοχή  -  Στενός αποκλεισμός των Νησιών από τους Άγγλους  -  Οι Κεφαλλήνες πλοίαρχοι στη Μάλτα προσκαλούν τον εκεί Άγγλο Στρατάρχη Στούαρτ να καταλαβη τα Νησιά  -  Ο Στρατηγός Όσβαλδ καταλαμβάνει την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα  -  Ο Ταγματάρχης Κάρολος Δε Βοσσέ Διοικητής της Κεφαλλονιάς  -  Η γέφυρα του Αργοστολιού  -  Το κωδωνοστάσιο της Εκκλησίας του Παντοκράτορα στο Ληξούρι  -  Η περί της Επτανήσου Συνθήκη των Παρισίων της 5 Νοεμβρίου του 1815  -  Το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων  -  Το Σύνταγμα του 1817  -  Η δεσποτική διοίκησι του Αρμοστού Μαίτλανδ.
Ι
Οι Κεφαλλήνες, καθώς και των άλλων Νησιών οι κάτοικοι, συνηθισμένοι στις αδιάκοπες πολιτικές μεταβολές της χώρας των, έδειξαν τελεία αδιαφορία για τη νέα κατοχή των Γάλλων, γιατί ήταν βέβαιοι πως κι’ αυτή δεν θα βαστούσε πολύν καιρό.  Κι’ έτσι και έγινε ! Γιατί, όταν ο Ναπολέων περιέφερε νικηφόρους τους Αυτοκρατορικούς Αετούς της Γαλλίας στην Ευρώπη κι’ έμπαινε στις 13 του Μαΐου του 1809 νικητής στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, τη Βιέννη, η Αγγλία που ήταν ισχυρή κατά θάλασσα, είχε αποκλείσει στενά με τα καταδρομικά της τα Νησιά και τα εμπορικά πλοία των Κεφαλλήνων εσάπιζαν κλεισμένα στο λιμάνι του Αργοστολιού.  Οι νησιώτες εστενοχωρούντο πολύ για την τόσο επιζήμια σ’ αυτούς κατάστασι∙  για τούτο οι Κεφαλλήνες πλοίαρχοι, που ευρίσκονταν αποκλεισμένοι στη Μάλτα, εζήτησαν με υπόμνημά των από τον εκεί στρατιωτικό Διοικητή των Αγγλικών πεζικών και ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου, το Στρατάρχη Ιωάννη Στιούαρτ, ν’ απελευθερώση τα Νησιά από τους Γάλλους.  Έστειλε τότε ο Στιούαρτ το 1809 το Στρατηγό Όσβαλδ με μια μοίρα του Αγγλικού στόλου και με αποβατικό στρατό κι’ εκατέλαβε την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και τα Κύθηρα.  Τη Λευκάδα την επήραν οι Άγγλοι το έτος 1810 και τους Παξούς το 1813.  Τις 10 του Νοεμβρίου του 1810 εκήρυξαν σε αποκλεισμό την Κέρκυρα, η οποία επαραδόθηκε σ’ αυτούς τις 26 Ιουνίου του 1814.
ΙΙ
Οι Άγγλοι μόλις επήραν τα Νησιά, έστειλαν σ’ αυτά Διοικητές.  Το 1811 ήλθε Διοικητής στην Κεφαλλονιά ο Συνταγματάρχης Κάρολος Φίλιππος Δε Βοσσέ, ο οποίος, θέλοντας να φανή ωφέλιμος στο Νησί, εκατασκεύασε έργα μεγάλα και πολύ χρήσιμα στον τόπο, και το σπουδαιότερο από αυτά είναι η μεγάλη γέφυρα στ’ Αργοστόλι, που αρχίζει από την Εκκλησία της Σισιώτισσας και τελειώνει στο Δράπανο και συνδέει την πόλι με την απέναντι ακτή.  Οι κάτοικοι  της πόλεως, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στην Αγγλία, έστησαν στο μέσο της γέφυρας ένα οβελίσκο με την εξής επιγραφή :
ΤΗ  ΔΟΞΗ
ΤΩΝ  ΒΡΕΤΤΑΝΩΝ
ΟΙ  ΚΕΦΑΛΛΗΝΕΣ
ΕΤΕΙ  1813
Επίσης παρέκει από τη γέφυρα σ’ ένα βράχο, επάνω από το Νεκροταφείο του Δραπάνου, έβαλαν μια πλάκα με χαραγμένη την επιγραφή :
ΑΩΙΓ΄     
ΚΑΡΟΛΩ  ΦΙΛΙΠΩ
ΔΕ  ΒΟΣΣΕΤ
ΑΡΙΣΤΩ  ΗΓΕΜΟΝΙ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΗΤΟΡΙ
ΤΗΣ  ΝΗΣΟΥ  ΤΑΥΤΗΣ
Η  ΒΟΥΛΗ 
ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ
Και το υψηλό κωδωνοστάσιο της Εκκλησιάς του Παντοκράτορα στο Ληξούρι έγινε το έτος 1813, σύμφωνα με σχέδιο του Δε Βοσσέ, και προς τιμή του οποίου, επάνω από τη θύρα του κωδωνοστασίου, εχαράχθηκε η εξής επιγραφή :
ΩΚΟΔΟΜΗΘΗ
ΕΠΙ  ΤΗ  ΑΟΙΔΙΜΩ  ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ
ΤΟΥ  ΠΕΡΙΚΛΥΤΟΥ  ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΥ  ΗΓΕΜΟΝΟΣ
ΚΑΙ  ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ  ΤΗΣ  ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΚΥΡΙΟΥ  ΚΑΡΟΛΟΥ  ΦΙΛΙΠΠΟΥ  ΔΕΜΠΟΣΣΕΤ
ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ  ΚΑΙ  ΚΑΘΩΡΑΪΣΤΟΥ
ΤΗΣ  ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
ΕΝ  ΕΤΕΙ  ΣΩΤΗΡΙΩ  ΑΩΙΓ΄  ΚΑΤΑ  ΜΗΝΑ  ΜΑΡΤΙΟΝ
Αλλά εκτός από την επιγραφή αυτή υπάρχει, κοντά στο λόφο Ντούρι στο δρόμο, επάνω σ’ ένα τετράγωνο πύργο χαραγμένη η εξής επιγραφή :
ΚΑΡΟΛΩ  ΦΙΛΙΠΠΩ  ΔΕ  ΒΟΣΣΕΤ
ΑΡΙΣΤΩ  ΗΓΕΜΟΝΙ
ΚΑΙ
ΚΟΣΜΗΤΟΡΙ  ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ
Η  ΤΟΥ  ΠΑΛΙΟΥ  ΠΟΛΙΣ
ΑΩΙΔ΄
ΙΙΙ
Τις 18 του Ιουνίου του 1815 έγινε στο Βατερλώ η περιβόητη μάχη, κατά την οποία οι ενωμένοι στρατοί των Άγγλων του Στρατηγού Ουέλιγκτων και των Πρώσσων του Στρατάρχου Βλύχερ ενίκησαν τον Ναπολέοντα, τον έβγαλαν από το Θρόνο και τον εξώρισαν στο νησί της Αγίας Ελένης, όπου και απέθανε το 1821.  Έπειτα οι νικητές σύμμαχοι έκαμαν διάσκεψι στο Παρίσι, για να μοιρασθούν μεταξύ των τους καρπούς  της νίκης των.  Τότε η Αγγλία εζήτησε να της δοθούν τα Επτάνησα κατά πλήρη κυριότητα∙ αλλά ο πληρεξούσιος του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Κόμις Ιωάννης Καποδίστριας, Κερκυραίος, επρότεινε ν’ αναγνωρισθούν τα Νησιά Κράτος ελεύθερο και ανεξάρτητο και να τεθούν υπό την προστασία της Αγγλίας.   Τέλος τις 5 Νοεμβρίου το 1815 υπογράφηκε στο Παρίσι Συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Αυστρίας και Πρωσσίας.  Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή τα Επτά Νησιά θα αποτελούσαν Κράτος ελεύθερο και ανεξάρτητο υπό την άμεση και αποκλειστική προστασία του Στέμματος της Αγγλίας και υπό το όνομα :  «Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων».  Η Αγγλία θα είχε το δικαίωμα να κατέχη στρατιωτικώς τα Νησιά∙  το Πολίτευμά των έπρεπε να εγκριθή από την Αγγλική Κυβέρνησι, και θα διωριζόταν σ’ αυτά Λόρδος Μέγας Αρμοστής ως αντιπρόσωπος του Άγγλου Βασιλιά.
IV
Τις 28 του Δεκεμβρίου του 1817 εδημοσιεύθηκε το νέο Σύνταγμα.  Αλλά το Σύνταγμα αυτό, έργο του από το 1816 πρώτου Άγγλου Μεγάλου Αρμοστού Σέρ Θωμά Μαίτλανδ, ήταν αντίθετο στις διεθνείς Συνθήκες και στην εθνική αξιοπρέπεια και το συμφέρον του Επτανησιακού λαού γιατί επαραχωρούσε στην Αγγλική Προστασία εξουσίες, που ισοδυναμούσαν με απόλυτη κυριαρχία.  Για τούτο άρχισαν αμέσως τα παράπονα των Επτανησίων.  Και τα παράπονα αυτά, που εγινόταν ολοένα και ζωηρότερα, εξ αιτίας των αυθαιρεσιών και της δεσποτικής διοικήσεως του Αρμοστού και των οργάνων της Προστασίας, στην αρχή εκδηλώθηκαν με μια παθητική αντίδραση και κρυφές συνωμοσίες, στην Κεφαλλονιά ιδίως, έπειτα δε με μια φανερή αντίσταση από την εποχή της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   Ι΄
Η συμμετοχή των Κεφαλλήνων στον Ιερό αγώνα  -  Οι καταδιώξεις των Αγγλικών Αρχών  -  Τα στρατιωτικά Σώματα των Κεφαλλήνων και οι Αρχηγοί των  -  Κεφαλλήνες Ιερολοχίτες  -  Το Λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄και ο Κεφαλλήν πλοίαρχος Μαρίνος Σκλάβος  -  Η μάχη του Λάλα και η νίκη των Κεφαλλήνων.
Ι
Ο Ιερός Αγώνας, που άρχισε τότε στην Ελλάδα για την Εθνική μας Ανεξαρτησία, ανεθέρμανε, όπως ήταν φυσικό, το πατριωτικό αίσθημα των Επτανησίων, και τα κηρύγματα της εθνικής εξεγέρσεως εξάναψαν στα στήθη των την αγάπη προς την Ελληνική Πατρίδα.  Και οι Επτανήσιοι, γεμάτοι ιερό ενθουσιασμό, έτρεχαν στην Πελοπόννησο και στη Στερεά, για να λάβουν μέρος στον Αγώνα∙ κι’ όπως ψάλλει ο Εθνικός μας Ποιητής :
Εφωνάξανε ώς τ’ αστέρια
του Ιονίου τα Νησιά,
κι’ εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.
Μ’ όλον πούναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και στο μέτωπο γραμμένο
έχει : « ψεύτρα ελευθεριά »
Και πρώτη η Κεφαλλονιά, αψηφώντας τις αυστηρές απαγορεύσεις του Μαίτλανδ, που ήταν εχθρός εμπαθέστατος και δόλιος του Ιερού Αγώνος, και τις καταδιώξεις και τιμωρίες των Αγγλικών Αρχών, εβάλθηκε αμέσως στο πλευρό των αδελφών Ελλήνων, που επολεμούσαν εναντίον των σκληρών τυράννων των, των Τούρκων.
« Για του Χριστού την πίστη την αγία,
για της Πατρίδος την Ελευθερία »
Τα στρατιωτικά Σώματα των Κεφαλλήνων, με Αρχηγούς τους Ανδρέα Μεταξά, Κωνσταντίνο Μεταξά, Ευάγγελο Πανά, Γεράσιμο Φωκά, Ευάγγελο Ποταμιάνο, Δημήτριο Τυπάλδο-Χαριτάτο, Διονύσιο Βούρβαχη, Χαραλάμπη Ιγγλέση και τόσους άλλους, από το Λάλα έως το Πέτα και το Μεσολόγγι και την Ακρόπολι και το Καματερό και το Φάληρο και έως την Πέτρα, έδωκαν με τα ηρωϊκά κατορθώματά των τρανά δείγματα της Κεφαλληνιακής ευψυχίας και αυταπαρνήσεως.  Τα εμπορικά πλοία των Κεφαλλήνων, περνώντας ανάμεσα από τη φοβερή Τουρκική Αρμάδα, ετροφοδοτούσαν σ’ όλο το διάστημα της Επαναστάσεως τους γενναίους προμάχους της Πατρίδας, πολλά δε απ’ αυτά εμεταβληθήκαν σε πολεμικά κι’ έλαβαν μέρος σε διάφορες κατά θάλασσα επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου.
Τον ένδοξο Ιερό Λόχο του Αλεξάνδρου Υψηλάντη τον αποτελούσαν κυρίως Επτανήσιοι και μάλιστα Κεφαλλήνες, από εκείνους που εδιέμεναν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.  Και ήταν αληθνά ανταμοιβή κι’ ευλογία της θείας Προνοίας για το πρώτο Κεφαλληνιακό αίμα, που χύθηκε στην πρώτη μάχη, που έγινε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, το ότι ηυδόκησε ώστε Κεφαλλήν ν’ αξιωθή ν’ ανασύρη από τα νερά του Βοσπόρου, τις 10 του Απριλίου του 1821, το ιερό Λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, που τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι και το σεπτό Σώμα του το είχαν ρίξει στη θάλασσα :  Ο Κεφαλλήν πλοίαρχος Μαρίνος Σκλάβος από τα Ντομάτα της Κάτω Λιβαθώς.
Το πρόχειρο φέρετρο, που μέσα σ’ αυτό ο Κεφαλλήν πλοίαρχος Σκλάβος έκλεισε ευλαβητικά το ιερό Σκήνωμα του Παναγιωτάτου Γρηγορίου και το εμετέφερε με το πλοίο του « Άγιος Νικόλαος » στην Οδησσό της Ρωσίας, φυλάγεται στην ωραία Εκκλησία της Παναγίας στα Ντομάτα, θείο της ευγενικής αυτής κώμης στόλισμα και καύχημα και τρανή απόδειξι της ευσεβείας και φιλοπατρίας του Κεφαλλήνος πλοιάρχου Μαρίνου Σκλάβου.
ΙΙ
Αλλ’  ό,τι κυρίως απετέλεσε ένα έξοχο δείγμα της φιλοπατρίας, του ηρωϊσμού και της αυταπαρνήσεως των Κεφαλλήνων κι’ επρόσθεσε μία από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του Ιερού Αγώνα, ήταν η περίφημη μάχη του Λάλα.  Το Λάλα ήταν χωριό, κτισμένο επάνω στο όρος Φολόη της Ηλείας στην Πελοπόννησο, κι’ οι Τουρκαλβανοί κάτοικοι του ήταν μαχητικώτατοι και αγριώτατοι.
Τα Κεφαλληνιακά Σώματα, με αρχηγούς τους Ανδρέα Μεταξά, Κωνσταντίνο Μεταξά, Βαγγέλη Πανά και Γεράσιμο Φωκά με τέσσερα κανόνια, ενώθηκαν με Πελοποννησιακά και εβάδισαν εναντίον του Λάλα.  Τις 29 του Μαΐου του 1821 έγινε πεισματώδης μάχη στη θέσι « Μποτίνι », δυόμιση ώρες μακρυά από το Λάλα, και οι Κεφαλλήνες μαζύ με τους Ηλείους εκυρίευσαν τα εκεί οχυρώματα των Λαλαίων και προς το βράδυ επροχώρησαν κι’ εκατέλαβαν τη θέσι « Πούσι », μια ώρα μακρυά από το Λάλα, κι’ εστρατοπέδευσαν εκεί.  Την άλλην ημέρα ήλθαν στο Πούσι και Ζακυνθινοί, με Αρχηγό το Διονύσιο Σεμπρικό, και άλλοι Πελοποννήσιοι.
Τις 2 του Ιουνίου ο Ανδρέας Μεταξάς έστειλε με τον τολμηρό και γενναίο Αργοστολιώτη οπλίτη Παναγιώτη Μεσσάρη γράμμα στους Λαλαίους, ζητώντας την ειρηνική παράδοσί των.  Οι Λαλαίοι επεριποιήθηκαν τον απεσταλμένο και την άλλην ημέρα έστειλαν μ’ αυτόν στους Επτανησίους Αρχηγούς κεράσια και γλυκίσματα∙ αλλά δεν εδέχθηκαν να συνθηκολογήσουν.  Απεφάσισαν λοιπόν οι Έλληνες να κινηθούν με όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις των εναντίον του Λάλα∙  και το πρωΐ τις 9 του Ιουνίου ώρμησαν κατά των εξωτερικών οχυρωμάτων του εχθρού, αλλά απέτυχαν γιατί οι Γορτύνιοι του Γεωργίου Πλαπούτα ετράπησαν εις φυγήν, και οι Λαλαίοι, που είχαν αρχίσει να οπισθοχωρούν, ξαναπήραν θάρρος κι’ επετέθησαν με μεγάλη ορμή εναντίον των Κεφαλλήνων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν εν τάξει στα οχυρώματά των∙ τότε και οι Λαλαίοι απεσύρθησαν στο Λάλα.
Τις 20 του Ιουνίου έφθασε στο Λάλα από την Πάτρα ο Γιουσούφ Πασάς με 600 Αλβανούς πεζούς και 300 ιππείς και τις 22 του μηνός επέπεσε μαζύ με τους Λαλαίους εναντίον Ελληνικών οχυρωμάτων στο Πούσι.  Εκεί έγινε φονικωτάτη μάχη, που εβάσταξε όλη την ημέρα  κι’ οι Κεφαλλήνες με τα τέσσαρα κανόνια και οι άλλοι Έλληνες, πολεμώντας με γενναιότητα, απόκρουσαν τις επιθέσεις των εχθρών, οι οποίοι οπισθοχώρησαν με βία και σε κακή κατάστασι στα οχυρώματά των στο Λάλα.  Στη μάχη αυτή επληγώθηκαν ο Ανδρέας Μεταξάς, ο Βαγγέλης Πανάς κι’ ο Διονύσιος Σεμπρικός.  Την ίδια νύκτα, οι Λαλαίοι, βλέποντας πως δεν θα μπορούσαν πια ν’ αντιπαλαίσουν με εχθρό γενναίο, στρατιωτικά ωργανωμένο και μάχιμο, επήραν τις γυναίκες και τα παιδιά των και τα πολύτιμα πράγματά των κι’ έφυγαν μαζύ με το Γιουσούφ Πασά στην Πάτρα.  Στις 24 του μηνός οι Έλληνες εμπήκαν στο Λάλα, αλλά ευρήκαν έρημη την κωμόπολι, κι΄αφού επήραν ό,τι είχαν αφήσει οι Λαλαίοι εγκρέμισαν τους πύργους κι’ έβαλαν φωτιά και έκαυσαν τα πάντα.
Έτσι, χάρις στην ανδρεία και ηρωϊκή ορμή των Κεφαλλήνων, εκαταστράφηκε η φοβερή εκείνη φωλιά των αγρίων Τουρκαλβανών Λαλαίων, που εξορμώντας απ’ εκεί ερήμαζαν τα περίχωρα κι’ ενέπνεαν τρόμο στους κατοίκους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   ΙΑ΄
Ο Διοικητής της Νήσου Νάπιερ  -  Οι διάδοχοι του Μαίτλανδ: Φρειδερίκος Άδαμ, Γεώργιος Γρένβιελ Νούγγεντ, Χάουαρδ Δούγκλας, Στιούαρτ Μάκεντζυ, Ιωάννης Σίτων  -  Παραχωρείται ελευθεροτυπία στους Επτανησίους  -  Η στάσι της 14 Σεπτεμβρίου 1848 στο Νησί  -  Το Αναγνωστήριο «Κοραής» και η Εθνική εορτή της 25 Μαρτίου  -  Ο «Φιλελεύθερος» του Ηλία Ζερβού  -  Ο Ηλίας Ζερβός και ο Γεράσιμος Λιβαδάς εξορίζονται στους Παξούς  -  Η «Αναγέννησι» του Ιωσήφ Μομφεράτου  -  Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, Μεταρρυθμιστές και Καταχθόνιοι  -  Ο Λόρδος Μέγας Αρμοστής Γεώργιος Ούαρδ  -  Ανακαλεί τους εξορίστους Ριζοσπάστες  -  Οι Καταχθόνιοι προκαλούν νέα στάσι στο Νησί  -  Η απάνθρωπη σκληρότητα του Ούαρδ.
Ι
Το έτος 1821 διωρίστηκε στρατιωτικός και πολιτικός Διοικητής στην Κεφαλλονιά ο Άγγλος Συνταγματάρχης Κάρολος Νάπιερ, ο οποίος πολύ εργάσθηκε για την πρόοδο και την ευημερία του Νησιού.  Τη εποχή εκείνη η Κεφαλλονιά δεν είχε ούτε δρόμους, ούτε συγκοινωνία, και ο Νάπιερ έχοντας συνεργάτη στην πραγματοποίησι των σχεδίων του τον ικανό και δραστήριο μηχανικό Κένεδυ, άνοιξε δρόμους, στόλισε τις δύο πόλεις με διάφορα δημόσια κτίρια κι’ έκαμε το Νησί έναν αληθινό επίγειο Παράδεισο.  Έργο του Νάπιερ είναι το μεγάλο και λαμπρό περίστυλο οικοδόμημα, που εκτίσθηκε στο Ληξούρι το 1824 εμπρός στην παραλιακή Πλατεία της πόλεως και λέγεται κοινώς Μαρκάτο.
ΙΙ
Το 1824 απέθανε ο Λόρδος Μέγας Αρμοστής Μαίτλανδ και διωρίσθηκε στο αξίωμα του Αρμοστή ο Αντιστράτηγος Φρειδερίκος Άδαμ, ο οποίος ακολούθησε στη διοίκηση των Νησιών το σύστημα του προκατόχου του, αλλά με ηπιότητα νομιμοφροσύνη, εκτέλεσε διάφορα δημόσια έργα, έλαβε δε και πολλά πρόσφορα μέτρα για το γενικό καλό και την πνευματική και ηθική πρόοδο και την υλική ευημερία του λαού.
Το 1831 έγινε Αρμοστής ο Λόρδος Νούγγεντ, άνδρας φιλελεύθερος και φίλος της προόδου, ο οποίος εκυβέρνησε το Νησί  με σύνεσι και ελευθεροφροσύνη, και με κάθε τρόπο εκδήλωνε τα φιλελληνικά του αισθήματα.  Για τούτο η Βουλή της Επτανήσου του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του Ιονίου λαού για όσα καλά έκαμε στον τόπο.
Το 1835 ανάλαβε την Αρμοστεία των Νησιών ο γέρων Στρατηγός Βαρώνος Χάουαρδ Δούγκλας αλλά ο τρόπος με τον οποίο εδιοίκησε τον τόπο, επροκάλεσε τη δυσαρέσκεια  όλων των φιλελευθέρων στοιχείων και η λαϊκή αγανάκτησι εναντίον του έφθασε σε τέτοιο σημείο, στην Κεφαλλονιά ιδίως, ώστε οι κάτοικοι, ενόσω αυτός ήταν Αρμοστής, διέκοψαν κάθε σχέσι με τους Άγγλους.
Το 1841 Λόρδος Μέγας Αρμοστής διωρίσθηκε ο Σέρ Στιούαρτ Μάκεντζυ, ο οποίος εφάρμοσε πλείστα μέτρα προς καλυτέρευσι της καταστάσεως του λαού της Επτανήσου.  Το 1843 έγινε Αρμοστής ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Σίτων, άνδρας συνετός φιλελευθέρων αρχών, πράος και φιλοδίκαιος.  Ο Σίτων, με τη θαυμαστή δράσι του για την  πολιτική και κοινωνική βελτίωσι της Επτανήσου, απέκτησε την αγάπη του λαού.
ΙΙΙ
Το 1848 ξέσπασε η Γαλλική Επανάστασι, ανακηρύχθηκε τις 25 του Φεβρουαρίου η Δημοκρατία στο Παρίσι και το φιλελεύθερο πνεύμα διεδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη.  Και στην Επτάνησο, και ιδίως στην Κεφαλλονιά, άρχισε να σημειώνεται ζωηρότερος ο οργασμός των φιλελευθέρων στοιχείων.  Τότε η Αγγλία εφιλοτιμήθηκε να παραχωρήση κάπως ευρύτερα πολιτικά δικαιώματα στο λαό των Νησιών.  Και προς τούτο ο Λόρδος Μέγας Αρμοστής Σίτων επρότεινε στην Ιόνιο Βουλή να ψηφίση την ελευθεροπυπία κι’ η Βουλή επαραδέχθηκε.
Με την τροποποίησι αυτή, που έγινε στο ανελεύθερο και καταπιεστικό Σύνταγμα του 1817, με το οποίο τριάντα έως τότε χρόνια είχε κυβερνηθή ο λαός, εμεταβλήθηκε κάπως η κατάστασι στα Επτάνησα.
Αλλά στην Κεφαλλονιά από τα συμβάντα της Γαλλικής Επαναστάσεως είχε δημιουργηθή ένα ακατάσχετο επαναστατικό ρεύμα.  Για τούτο, προτού ακόμη να επικυρωθή από τη Βασίλισσα Βικτωρία η περί της ελευθερίας του Τύπου συνταγματική μεταρρύθμισι, ξέσπασε τις 14 του Σεπτεμβρίου του 1848 στάσι στο Νησί εναντίον της Αγγλικής προστασίας.  200 χωρικοί εκατέβηκαν ωπλισμένοι στ’ Αργοστόλι κι’ έγινε στη μικρή Πλατεία της Σισιώτισσας, κοντα στη γέφυρα του Δραπάνου, σύγκρουσι μεταξύ στρατού και στασιαστών και εφονεύθησαν μερικοί κι’ από τα δύο μέρη.  Και στην Παλική την ίδια ημέρα χωρικοί από το Σκηνιά της Ανωής εμπήκαν ένοπλοι στο Ληξούρι, αλλά έφθασε αμέσως εκεί στρατός από τ’ Αργοστόλι και οι αντάρτες χωρικοί εδιαλύθηκαν.  Ο Σίτων ήλθε τότε στην Κεφαλλονιά  κι’ έδωσε αμνηστία στους στασιαστές∙  έπειτα δε από ένα μήνα εδημοσίευσε το Νόμο περί ελευθεροτυπίας, επέτρεψε δε να ιδρυθούν Λέσχες και Σύλλογοι στα Νησιά και έδωκε στους πολίτες το δικαίωμα να συνέρχωνται και να συζητούν για τα δημόσια πράγματα.
Στ’ Αργοστόλι είχε από το έτος 1843 ιδρυθη το Αναγνωστήριο « Κοραής », που ήταν το κέντρο όλων των φιλομούσων και φιλελευθέρων νέων του τόπου.  Εκεί από το 1846 εωρταζόταν με μεγάλη λαμπρότητα η Εθνική μας εορτή της 25 Μαρτίου και καλλίφωνοι νέοι και νεάνιδες τραγουδούσαν εν χορώ διάφορα πατριωτικά θούρια, που ανερρίπιζαν τους πόθους και τα εθνικά και φιλενωτικά αισθήματα του Κεφαλληνιακού λαού.
Μόλις επαραχωρήθηκε η ελευθεροτυπία στην Επτάνησο άρχισαν να εκδίδωνται  εφημερίδες.  Τότε ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, που για τα φιλελεύθερα αισθήματά του είχε θεωρηθή ως επαναστατικό στοιχείο κι’ είχε εξορισθή το 1844 στους Οθωνούς, όπου κρατήθηκε τέσσαρους μήνες, εκδίδει στ’ Αργοστόλι τις 19 Φεβρουαρίου του 1849 το πρώτο φύλλο της εφημερίδος του «Φιλελεύθερος » και δίνει το πρώτο σύνθημα του αγώνα εναντίον της Αγγλικής Προστασίας.  Αλλά τις 20 του Μαρτίου ο θαρραλέος αυτός δημοσιογράφος εξορίζεται μαζύ με τον άδολο και ατρόμητο πατριώτη Γεράσιμο Λιβαδά στους Παξούς.  Ο αγώνα τότε τον συνεχίζει ο Ιωσήφ Μομφερράτος, ο οποίος εκδίδει τις 8 του Απριλίου του 1849 την εφημερίδα «Αναγέννησι» και με ηρωϊκό θάρρος και άφθαστο ψυχικό σθένος  καταπολεμεί την Αγγλική Προστασία και ζητεί την Ένωσι των Νησιών με την Ελλάδα και την απελευθέρωσι των εξορίστων Ζερβού και Λιβαδά.
ΙV
Το Ενωτικό ρεύμα ελάβαινε ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις στην Επτάνησο.  Έτσι εδημιουργήθηκε στην Κεφαλλονιά το Ριζοσπαστικό Κόμμα με επί κεφαλής τους ατρόμητους και μεγαλόψυχους της ενωτικής ιδέας σημαιοφόρους, τον Ηλία Ζερβό, τον Ιωσήφ Μομφεράτο και τον Γεράσιμο Λιβαδά.  Είχε τότε αναφανή και το Κόμμα των Μεταρρυθμιστών.  Το Κόμμα αυτό εθεωρούσε ακατόρθωτη και μάλιστα πρόωρη την Ένωσι και επιζητούσε ριζική μεταρρύθμισι του Συντάγματος του 1817, ώστε να καταστή Σύνταγμα άξιο ελευθέρου λαού.  Εκτός όμως των δύο αυτών πολιτικών Κομμάτων, τα οποία απαρτιζόνταν από σπουδαίους και φιλοπάτριδες άνδρες της Επτανήσου, είχε δημιουργηθή και το Κόμμα των Συντηρητικών, οι οποίοι χάριν του ατομικού των συμφέροντος υποστήριζαν το καθεστώς της Προστασίας και αντέπρατταν σε κάθε ενέργεια των δύο άλλων ιστορικών Κομμάτων.  Τους Συντηρητικούς ο λαός περιφρονητικά τους ονόμαζε Καταχθονίους.
Ο αγαθός Αρμοστής Σίτων, θέλοντας να παραχωρηθή όσο πιο ελευθεριώτερο Πολίτευμα στα Νησιά, προτείνει νέα στο Σύνταγμα του 1817 μεταρρύθμισι, κι’ η Ιόνιος Βουλή τις 21 του Απριλίου του 1849 ψηφίζει να εκλέγωνται στο εξής οι Βουλευτές ελεύθερα και με μυστική ψηφοφορία από τους εκλογείς.  Αλλά πρίν να επικυρωθή από τη Βασίλισσα η νέα αυτή μεταρρύθμισι, έληξε η πενταετής Αρμοστεία του Σίτωνα και εδιωρίσθηκε Λόρδος Μέγας Αρμοστής στα Νησιά ο Γεώργιος Ούαρδ, ο οποίος ανακάλεσε τι 2 του Ιουλίου του 1849 τους Ριζοσπάστες Ηλία Ζερβό και Γεράσιμο Λιβαδά από την εξορία, κι’ εδήλωσε στη Βουλή πως οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που εψηφίσθηκαν επί Σίτωνος, θα επικυρωθούν από τη Βασίλισσα.
Αλλά τότε οι Καταχθόνιοι, που δεν τους εσύμφερε να γίνουν νέες μεταρρυθμίσεις στο Σύνταγμα, γιατί έτσι αυτοί θα έχαναν τις θέσεις και τα αξιώματά των, επροκάλεσαν νέα στάσι στην Κεφαλλονιά, για να δημιουργηθή κατάστασι αναρχίας στο Νησί κι’ αναγκασθή η Αγγλική Προστασία ν’ ανακαλέση όλες τις ελευθερίες, που είχε παραχωρήσει στο λαό.  Έτσι τις 15 του Αυγούστου ξέσπασε στη Σκάλα ανταρσία, πολύ φοβερώτερη από την προηγούμενη του 1848, και οι στασιαστές επεδόθηκαν σε λεηλασίες, εμπρησμούς και πολλά άλλα εγκλήματα.  Ο Ούαρδ έστειλε τότε Αγγλικό στρατό από την Κέρκυρα στην Κεφαλλονιά, κι’ ύστερα από μερικές συγκρούσεις οι αντάρτες εδιασκορπίσθηκαν.  Οι αρχιστασιαστές, ο Θεόδωρος Βλάχος από τ’ Αργοστόλι και ο Γεράσιμος ιερομόναχος Νοδαράτος Ζαπάντης ή Παπαληστής, από τη Σκάλα, εκρεμάσθηκαν στην Πλατεία του Ληξουριού, και πολλοί άλλοι ετιμωρήθηκαν με την πιο απάνθρωπη ωμότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   ΙΒ΄
Έξαψι πνευμάτων στην Κεφαλλονιά  -  Μίσος του λαού εναντίον της Προστασίας  -  Το εμβατήριο των Ριζοσπαστών  -  Νέα εξορία του Ζερβού και του Μομφερράτου  -  Ο «Χωρικός» του Δημητρίου Δαυή  -  Η Ενάτη Βουλή και το ψήφισμα της Ενώσεως  -  Η αναβολή των εργασιών της Βουλής  -  Νέα εξορία του Ζερβού και του Μομφερράτου  -  Ο Αρμοστής Ιωάννης Γιούγγ  -  Ανάκλησι εξορίστων.
Ι
Αλλά οι απαγχονισμοί και οι μαστιγώσεις και οι άλλες σκληρές τιμωρίες, που επέβαλε ο Ούαρδ, αντί να καταπνίξουν στις φιλελεύθερες ψυχές το Εθνικό φρόνημα στην Κεφαλλονιά, επροκάλεσαν μεγάλη έξαψι πνευμάτων∙  το Αγγλικό όνομα επροξενούσε  φρίκη∙  το μίσος εναντίον της Προστασίας εκορυφώθηκε στο Νησί, εδιακόπηκε κάθε σχέσι μεταξύ Άγγλων και εντοπίων, και ο λαός εξεδήλωνε με κάθε τρόπο την απέχθειά του, ψάλλοντας, ώστε να τον ακούν οι δυνάστες του, διάφορα τραγούδια εναντίον της προστασίας, μεταξύ των οποίων το εμβατήριο των Ριζοσπαστών, τονισμένο από τον εμπνευσμένο Κεφαλλήνα μουσουργό Νικόλαο Μεταξά Τζαννή :
Κι’ αν δεν κόπτη το σπαθί μου
κι’ η αιχμή του αν δεν τρυπάη,
η ψυχή δε λησμονάει
πως επλάσθη Ελληνική.
Των εχθρών μισώ τα δώρα,
δεν τα θέλω, ας τα κρατήσουν,
τους μισώ, κι’ ας με μισήσουν,
προτιμώ τη φυλακή.
Στο λαμπρό μέλλον μου ελπίζω
βλέπω την ελευθεριά μου,
και ξεχάνω τη σκλαβιά μου.
θάλθη ολόλαμπρος αυγή.
Θάλθη, θάλθη, ναι, μια μέρα,
που θα ξεσχισθούν Συνθήκαι,
κι’ όποιος σ’ άλυσες εμβήκε
πάλι ελεύθερος θα βγή.
ΙΙ
Αλλά ο Ούαρδ δεν έπαυε να εφαρμόζη βίαια μέτρα εναντίον των Ριζοσταστών.  Τις 30 Αυγούστου του 1848 ο Ηλίας Ζερβός εξορίζεται στα Κύθηρα και τις 30 Σεπτεμβρίου ο Ιωσήφ Μομφεράτος στους Οθωνούς.  Αλλά τον Φεβρουάριο του 1850 ο ακραιφνής και ενθουσιώδης Δημήτριος Δαυής Αποστολάτος, αψηφώντας κάθε κίνδυνο καταδιώξεως, εκδίδει στ’ Αργοστόλι την εφημερίδα «Χωρικός», με την οποία, συνεχίζοντας με θάρρος ατρόμητο το ριζοσταστικό αγώνα, αντεπεξέρχεται εναντίον του δεσποτισμού του Ούαρδ, στιγματίζει κάθε αυθαιρεσία και βιαιότητα των Αρχών και ορθώνεται σθεναρός υπέρμαχος της Ενώσεως.
Η Βασίλισσα Προστάτις επεκύρωσε τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, και το 1850 έγιναν στα Νησιά ελεύθερες εκλογές Βουλευτών για την Ενάτη, αλλά πραγματικά πρώτη ελεύθερη Βουλή της Επτανήσου.  Στην Κεφαλλονιά επέτυχαν οι Ριζοσπάστες Ηλίας Ζερβός, Ιωσήφ Μομφερράτος, Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέτος, Δοτοράτος, Γεώργιος  Τυπάλδος Ιακωβάτος και Σταμετέλος Πυλαρινός.  Τότε στη συνεδρίασι της 26 του Νοεμβρίου του 1850 ο Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέτος ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής και αφού επεκαλεσθηκε εν ονόματι του Θεού και της Πατρίδος τη θρησκευτική κατάνυξι των Βουλευτών, άρχισε να διαβάζη γεμάτος ιερή συγκίνησι το εξής σχέδιο ψηφίσματος.
ΨΗΦΙΣΜΑ     
Επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα.
Επειδή ο λαός της Επτανήσου, απαρτίζων μέρος αναπόσπαστον της Ελληνικής Φυλής, στερείται σήμερον της πραγματικής απολαυής και εξασκήσεως των τοιούτων δικαιωμάτων. 
Επειδή, προς τοις άλλοις, εξέλειψαν πλέον αι αφορμαί, ένεκα των οποίων ετέθη υπό Αγγλικήν Προστασίαν δυνάμει Συνθήκης, εις την οποίαν ουδεμίαν ποτέ έδωκε συγκατάθεσιν.
Επειδή τέλος, μερίς τις της Ελληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει, δηλαδή η απελευθερωμένη Ελλάς, ανέκτησε τα κυριαρχικά και Εθνικά αυτής δικαιώματα.
Δι’ όλα ταύτα, η πρώτη ελευθέρα Βουλή των Αντιπροσώπων της Επτανήσου.
Δ ι α κ η ρ ύ τ τ ε ι :
Ότι η ομόθυμος, στερεά και αμετάτρεπτος θέλησις του Επτανησιακού Λαού είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η Ένωσις αυτού με το λοιπόν Έθνος του, την απελευθερωμένην Ελλάδα.
Η παρούσα διακήρυξις θέλει διαβιβασθή δια Διαγγέλματος προς την Προστάτιδα Δύναμιν, όπως δια των αρμοδίων μέσων διακοινώση αυτήν και τας λοιπάς της Ευρώπης Δυνάμεις, δια να ενεργήσουν ομού προς ταχείαν αυτής πραγματοποίησιν.
Εν τη Βουλή τη 26 Νοεμβρίου 1850
Οι Αντιπρόσωποι :
Γεράσιμος  Α. Λιβαδάς
Ναδάλης  Δομενεγίνης
Άγγελος  Δεσύλλας  Συγούρος
Φραγκίσκος  Δομενεγίνης
Ηλίας  Ζερβός Ιακωβάτος
Ιωσήφ  Μομφερράτος
Τηλέμαχος  Παΐζης
Ιωάννης  Τυπάλδος  Δοτοράτος
Σταματέλος  Πυλαρινός
Γεώργιος  Τυπάλδος  Ιακωβάτος
Χριστόφορος  Ποφάντης
Αλλά ο φιλελεύθερος Κεφαλλήν βουλευτής μόλις την πρώτη παράγραφο επρόφθασε να διαβάση, γιατί ο γραμματεύς της Βουλής έδωκε τότε στον Πρόεδρο Διάγγελμα του Αρμοστού με το οποίο ανεβάλλοντο οι εργασίες της Βουλής στις 8 Ιουλίου του 1851, κι ο Πρόεδρος εδιέλυσε αμέσως τη συνεδρίασι.
Ο Ούαρδ έκλεισε τις Λέσχες  και τους Συλλόγους ως αντικυβερνητικές εστίες, κι εξώρισε στις 2 του Οκτωβρίυ του 1851 τους Ριζοσπάστες Ηλία Ζερβό στ’ Αντικύθηρα και Ιωσήφ Μομφερράτο στην Ερίκουσα, όπου οι δύο αυτοί Εθνικοί της Επτανήσου ήρωες εκρατήθηκαν έως το 1857 και υπέμειναν με αδάμαστη καρτερία και ηρωϊκή αυταπάρνησι στερήσεις και κακουχίες και αρρώστειες και την απομάκρυνσι από τους αγαπητούς των οικείους, κι’ απέρριπταν με περιφρόνησι τους ταπεινωτικούς όρους, που τους επρότεινε ο Ούαρδ για να τους απελευθερώση, προτιμώντας την εξορία παρά την ατίμωσι.
Το έτος 1855 ετελείωσε η θητεία του Ούαρδ και’ αναδείχθηκε Λόρδος Μέγας Αρμοστής ο Σέρ Ιωάννης Γιούγγ.
Ο Γιούγγ εκυβέρνησε με μεγάλη περίσκεψι και μετριοπάθεια τα Νησιά κι’ απελευθέρωσε το 1857 τους εξόριστους Ριζοσπάστες. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   ΙΓ΄
Η αποστολή του Γλάδστωνα στην Επτάνησο  -  Ο Γλάδστων στην Κεφαλλονιά  - Επισκέπτεται το Μητροπολίτη  -  Συνομιλεί με τους προκρίτους  -  Προτείνει στη Βουλή συνταγματικές μεταρρυθμίσεις  -  Η Βουλή τις απορρίπτει  -  Ο Αρμοστής Σερ Ερρίκος Στόρξ  -  Η Δωδεκάτη Βουλή  -  Εκλέγεται Πρόεδρος ο Ηλίας Ζερβός και Αντιπρόεδρος Ο Ιωσήφ Μομφερράτος.
Ι
Η Αγγλική Κυβέρνησι, βλέποντας πως το ενωτικό ρεύμα άξαινε ολοένα στην Επτάνησο, έστειλε εκεί το 1856 ένα από τους αξοχώτερους πολιτικούς της, τον Ουίλλιαμ Γλάδστωνα, ο οποίος εδιακρίνετο για το φιλελληνισμό του και τα φιλελεύθερα του αισθήματα, για να εξετάση από κοντά την κατάστασι και προτείνη τα κατάλληλα μέσα θεραπείας προς ικανοποίησι του Ιονίου λαού.  Ο Γλάδστων επεσκέφθηκε όλα τα Νησιά, αλλά παντού οι κάτοικοι τον υποδέχονταν με την κραυγή :  «Ζήτω η Ένωσι !».  Απ’ την Ιθάκη ήλθε μέσω Σάμης στ’ Αργοστόλι.  Στη γέφυρα είχε μαζευθή ο λαός με Ελληνικές σημαίες∙  μόλις δε είδαν να έρχεται η άμαξα, που έφερε το Γλάδστωνα, ξέσπασαν σε βροντερές  ζητωκραυγές υπέρ της Ενώσεως και δύο φιλελεύθεροι νέοι, οι Παναγής Ραζής και Χαραλάμπης Λιβαθυνόπουλος, επλησίασαν στη θυρίδα της αμάξης και του έδωκαν το περί της Ενώσεως ψήφισμα των Ριζοσπαστών της 26 Νοεμβρίου του 1850, τυπωμένο με χρυσά γράμματα επάνω σε μεταξωτό ύφασμα∙  ακούστηκαν όμως τότε και μερικές αποδοκιμασίες εναντίον της Προστασίας.  Επεσκέφθηκε ο διαπρεπής Άγγλος πολιτικός το γεραρό Μητροπολίτη της Κεφαλληνίας, το Σπυρίδωνα Κοντομίχαλο, ο οποίος με δάκρυα ιερής πατριωτικής συγκινήσεως του είπε πως ο μόνος πόθος και η μόνη επιθυμία του Ιονίου λαού είναι η Ένωσι.  Τα αυτά άκουσε κι’ από τους Βουλευτές κι’ από όλους τους άλλους προκρίτους του Νησιού με τους οποίους εσυνωμίλησε.
ΙΙ
Τις 24 Ιανουαρίου (5 Φεβρουαρίου) του 1859 ο Γλάδστων προσήλθε στη Βουλή και επρότεινε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είχε τη γνώμη πως θα εξασφάλιζαν την καλή διοίκησι των Νησιών και την ευημερία του Ιονίου λαού∙  αλλά η Βουλή τις απέρριψε.  Γιατί οι υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων και τα αγαθά του Πολιτισμού και της προόδου, τα οποία απελάμβαναν κάτω από τη στοργική διοίκησι μιας φιλελεύθερης και Μεγάλης Δυνάμεως οι Επτανήσιοι δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ιερή της φιλοπατρίας και του εθνικού καθήκοντος φλόγα στην ψυχή του Ιονίου λαού, που είχε βάλει επάνω από την υλική ευημερία το ευγενικό ιδανικό της Εθνικής του Αποκαταστάσεως, κι’ από την πρώτη ημέρα της Αγγλικής Κατοχής των Νησιών δεν έπαυε να διαδηλώνη το θερμό πόθο του και τη σταθερή του απόφασι να ενωθή με τους ομοεθνείς του σε μια ενιαία Πατρίδα.
ΙΙΙ
Η αποστολή του Γλάδστωνα απέτυχε κι’ ο διαπρεπής Άγγλος έφυγε∙  ήλθε δε Αρμοστής της Επτανήσου ο Συνταγματάρχης Σέρ Ερρίκος Στόρξ.  Και κατά την Αρμοστεία του Στόρξ εξακολούθησε στην  Ιόνιο Βουλή ολοένα και πιο ζωηρός ο αγώνας για την Ένωσι.  Η ενδεκάτη Βουλή, που είχε εκλεχθή το 1857, εδιαλύθηκε τις 25 Νοεμβρίου του 1861, και τις 15 - 27 Φεβρουαρίου συνήλθε η Δωδεκάτη.  Οι Βουλευτές τότε, από σεβασμό στους Εθνομάρτυρες Ριζοσπάστες συναδέλφους των, τον Ηλία Ζερβό και τον Ιωσήφ Μομφερράτο, τους έκλεξαν παμψηφεί τον πρώτο Πρόεδρο της Βουλής και τον δεύτερο Αντιπρόεδρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ   ΙΔ΄
Ο Ηλίας Ζερβός συμβουλεύει την αναβολή του Εθνικού της Επτανήσου ζητήματος  -  Η Οκτωβριανή επανάστασι στην Αθήνα  -  Κηρύσσεται έκπτωτος ο Βασιλιάς Όθων και ανακηρύσσεται Βασιλιάς των Ελλήνων ο Δανός Πρίγκιπας Γεώργιος  -  Η Αγγλία αποφασίζει να παραιτηθή από την Προστασία των Νησιών κι’ οι Μεγάλες Δυνάμεις συναινούν  -  Η Δεκάτη τρίτη Ιόνιος Βουλή ψηφίζει την Ένωσι των Νησιών με την Ελλάδα  -  Ο Θρασύβουλος Ζαΐμης παραλαμβάνει τα Νησιά από τον Άγγλο Αρμοστή Στόρξ  -  Η Κεφαλλονιά απόρθητο προπύργιο του Ριζοσπαστισμού  -  Ο Βασιλιάς Γεώργιος στην Κεφαλλονιά.
Ι
Ενώ στη Δωδεκάτη Βουλή της Επτανήσου είχε αρχίσει σφοδρός αγώνας εναντίον της Αγγλικής Προστασίας, στη βασιλευομένη Ελλάδα, όπου πολλές από το 1860 είχαν γίνει στάσεις, όλες με αντιδυναστικό χαρακτήρα, η κατάστασι των πραγμάτων εγινόταν ολοένα και πιο κρίσιμη.  Λίγες ημέρες πρωτήτερα, και ακριβώς την 1 Φεβρουαρίου του 1862, είχε ξεσπάσει η στάσι της φρουράς του Ναυπλίου∙ και η στάσι αυτή δεν είχε ακόμη κατασταλή.  Για τούτο ο Ηλίας Ζερβός, ο ηρωϊκός αυτός πρόμαχος της ενωτικής Ιδέας, θεωρώντας ότι, ένεκα των αντιξόων περιστάσεων, δεν ήταν η στιγμή κατάλληλη για την Ένωσι, εσυμβούλευσε την αναβολή του ζητήματος, γιατό εφοβείτο μήπως, από ένα βήμα απότομο και ολισθηρό, κινδυνεύση το τόσο μεγάλο και σπουδαίο Εθνικό αυτό ζήτημα.  Αλλά δεν εισακούσθηκε.
ΙΙ
Τις 10 του Οκτωβρίου ξέσπασε στην Αθήνα επανάστασι.  Ο Βασιλιάς ‘Οθων εκηρύχθηκε έκπτωτος και η Δευτέρα Εθνική Συνέλευσι στην Αθήνα ανεκήρυξε παμψηφεί Βασιλιά των Ελλήνων το δευτερότοκο γιό του Πρίγκιπος Χριστιανού της Δανίας Γεώργιο με το όνομα Γεώργιος πρώτος.  Τότε η Αγγλία, βλέποντας πως η περίστασι αυτή ήταν κατάλληλη για την πραγματοποίησι της Ενώσεως, απεφάσισε  να παραιτηθή από την Προστασία της Επτανήσου και να προσφέρη στο Στέμμα του νέου Βασιλιά ένα ατίμητο δώρο: το Επτά ολόλαμπρα Διαμάντια του Ιονίου.  Την απόφασί της αυτή την ανακοίνωσε στις Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη του Παρισιού της 5 Νοεμβρίου του1815, κι’ αυτές της εδήλωσαν  τη συγκατάθεσί των.  Ως εκ τούτου τον Ιούλιο του 1863 εδιαλύθηκε η Δωδεκάτη Βουλή της Επτανήσου και τις 17/29 του Σεπτεμβρίου εσυνήλθε η Δεκάτη Τρίτη, η οποία τις 23 του αυτού μηνός εψήφισε την Ένωσι των Επτά Νησιών με το Βασίλειον της Ελλάδος, σε μία και αδιαίρετη Πολιτεία.
Αφού εψηφίσθηκε η Ένωσι, η Βασίλισσα της Αγγλίας Βικτώρια εδιάλυσε τις 7 του Απριλίου του 1864 τη δεκάτη τρίτη και τελευταία Ιόνιο Βουλή∙  έπειτα δε από ολίγες ημέρες επήγε στην Κέρκυρα, ως αντιπρόσωπος του Βασιλιά Γεωργίου, ο Θρασύβουλος Ζαΐμης, πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευσι, για να παραλάβη από το Λόρδο Μεγάλο Αρμοστή Στόρξ τα Νησιά.  Τέλος δε τις 21 Μαΐου του 1864 έγινε επισήμως η παράδοσι, κι’ οι Επτά πανώριες του Ιονίου Πελάγους Νύμφες ερρίχνονταν, έπειτα από τόσων αιώνων σκληρό χωρισμό, στη στοργική της Μητέρας Ελλάδας αγκαλιά.  Την ίδια ημέρα έφυγαν οι Άγγλοι από τα Επτάνησα, που τα είχαν κεβερνήσει περισσότερο από μισόν αιώνα, και τα είχαν προφυλάξει από τις αρπακτικές ορέξεις ξένων κατακτητών, και που με την καλή και φωτεινή διοίκησί των δεν εδώσανε μονάχα στον Ιόνιο λαό τα αγαθά του Πολιτισμού και της προόδου, και δεν τον προήγαγαν μονάχα σε διανοητικές και υλικές βελτιώσεις, αλλά και τον εχειραγώγησαν στην Εθνική του Ανεξαρτησία.
ΙΙΙ
Έτσι πραγματοποιήθηκε ο φλογερός πόθος του Επτανησιακού λαού για την Εθνική του Αποκατάστασι.  Στην εκπλήρωσι του μεγάλου αυτού σκοπού επρωταγωνίστησε με αληθινά ασύγκριτη ορμή και αδάμαστη τόλμη και θαυμαστή επιμονή και ηρωϊκή αυταπάρνησι η μεγάθυμη Κεφαλλονιά.  Δεν ύψωσε μονάχα πρώτη αυτή τη σημαία της εξεγέρσεως εναντίον της Αγγλικής Προστασίας, αλλά και πρώτη αυτή εκήρυξε το δόγμα της Ενώσεως και προς χάρι του πολλά υπέφερε μαρτύρια και μεγάλες υπέστη συμφορές∙  και έδωκε στον Επτανησιακό αγώνα τους συνετούς, δυνατούς Αρχηγούς, τον Ηλία Αναστασίου Ζερβό Ιακωβάτο, τον Ιωσήφ Νικολάου Μομφεράτο και το Γεράσιμο Ανδρέου Λιβαδά, τους θαρραλέους και τους πρωταγωνιστές και μάρτυρες της Επτανησιακής Ελευθερίας, που, απτόητοι εμπρός στις διώξεις, με την ιδεώδη αυταπάρνησί των, τον ακαταδάμαστο χαρακτήρα των, την άφθαστη φιλοπατρία των και την απαράμιλλη πατριωτική δράσι των, ανέδειξαν την Κεφαλλονιά απόρθητο προπύργιο του Ριζοσπαστισμού στην Επτάνησο και φλογερή εστία της Ενώσεως, κι’ ανέγραψαν στην Ιστορία της Επτανήσου και γενικά της Ιστορίας της Ελλάδας περίλαμπρες σελίδες ηρωϊκής μεγαλοψυχίας και μαρτυρικών θυσιών για τα ευγενέστερα της Ελληνικής ψυχής ιδανικά, τα ιδανικά της Πατρίδας και της Ελευθερίας.
IV
Ο     Βασιλιάς Γεώργιος στις 29 του Μαΐου επεσκέφθηκε την Κέρκυρα∙  πήγε έπειτα στους Παξούς, απ’ εκεί στη Λευκάδα, έπειτα στο Μεσσολόγγι κι’απ’ εκεί τις  17 του Ιουνίου ήλθε στην Κεφαλλονιά με τον ατμοδρόμωνα «Ελλάς», που τον εσυνώδευαν τιμητικά τρία πολεμικά πλοία με τους Πρεσβευτές των τριών Προστατίδων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας, και της Ρωσίας.  Στ’ Αργοστόλι, στην αποβάθρα, στη μεγάλη Πλατεία Μαίτλανδ, που αργότερα εμετωνομάστηκε Πλατεία Ενώσεως, είχε στηθή μια μεγαλόπρεπη αψίδα.  Εκεί αποβιβάστηκαν ο Βασιλιάς με τους Πρεσβευτές κι’ όλη την ακολουθία του, και τον υποδέχτηκαν όλες οι Αρχές του τόπου με επι κεφαλής το γεραρό Μητροπολίτη Σπυρίδωνα τον Κοντομίχαλο.
…………………………………………………………….
Δημοσιεύτηκε από τον  Διονύση Χριστοφοράτο

***********************************************
20 Σεπτεμβρίου, 2013

Άσσος και Φρούριο:

ταξίδι στον χρόνο

Ένα ταξίδι στον χρόνο έχει πάντα λιγοστές αποσκευές… Τις ψηφίδες που ο ίδιος ο χρόνος, ή η τύχη, επέλεξε να περισώσει, τις ιστορικές δηλαδή πηγές… Που δεν έρχονται στο φως την ίδια στιγμή, και πάντα κάπου ξέρουμε πως υπάρχουν και κάποιες άλλες «κρυμμένες»… Γι’ αυτό και κάθε τέτοιο ταξίδι δεν είναι ποτέ ίδιο. Κι αυτή είναι η γοητεία της ιστορίας. Νέα πράγματα έρχονται στο φως, μέσα από τις αρχειακές πηγές – και για το σημερινό μας ταξίδι στην Ιστορία της Άσσου και του Φρουρίου έχουμε ως αποσκευές τις μέχρι τώρα δημοσιευμένες μελέτες (κυρίως του Νίκου Μοσχονά και του Γεώργιου Μοσχόπουλου)– είναι βέβαιο ότι πολλά ακόμα θα έρθουν στο φως και πολλά ακόμα απομένουν να μελετηθούν… Όσο περισσότερες γίνονται οι ψηφίδες που ανακαλύπτουμε, τόσο περισσότερες γίνονται και οι ερωτήσεις μας.

Η δική μας ιστορία ξεκινά από το έτος 1576, στα χρόνια που η Κεφαλονιά βρισκόταν (ήδη από το 1500) υπό την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Η παρουσία ανοιχτά της Άσσου μιας αρματωμένης βάρκας που προερχόταν από την Λευκάδα, η οποία βρισκόταν τότε υπό Οθωμανική κατοχή, θορύβησε τον Διοικητή (Προβλεπτή) της Βενετίας στην Κεφαλονιά Φραγκίσκο Τιέπολο. Η τότε πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στη Λειβαθώ δεν μπορούσε να προστατέψει την Κεφαλονιά από το βορρά. Η Λευκάδα ήταν ορμητήριο όχι μόνο των Τούρκων, με τους οποίους η Βενετία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση έχοντας ήδη διεξάγει τέσσερις πολέμους, αλλά και των πειρατών, που με τις επιδρομές τους καταλήστευαν το νησί και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό. Η χερσόνησος της Άσσου ήταν το ιδανικό μέρος για να κατασκευαστεί ένα απόρθητο φρούριο ενταγμένο στο μεγάλο οχυρωματικό δίκτυο της Βενετίας, που κάλυπτε όλες τις κτήσεις της στην Αδριατική, το Ιόνιο, την Πελοπόννησο και την Κρήτη και, ελέγχοντας ουσιαστικά όλο το κεντρικό Ιόνιο, θα αποτελούσε ασπίδα προστασίας των κτήσεών της έναντι των Τούρκων και των πειρατικών επιδρομών αλλά και γέφυρα – αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της προς τη Μέση Ανατολή, από την οποία είχε χαθεί ο κρίκος της Κύπρου.

Η αναφορά του Τιέπολο στάλθηκε στη Βενετία το 1577, χωρίς ανταπόκριση. Εφτά χρόνια μετά, το 1584, το Συμβούλιο των Ευγενών της Κεφαλονιάς, επανέρχεται με το αίτημα της κατασκευής του νέου Φρουρίου. Η απάντηση αυτή τη φορά είναι θετική, αλλά με μία προϋπόθεση: καθώς το έργο απαιτούσε τεράστια ποσά, οι κάτοικοι του νησιού θα έπρεπε να συμμετέχουν στα έξοδα. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, η δέσμευση ότι οι κάτοικοι θα συνεισφέρουν με τριάντα χιλιάδες ημερομίσθια και αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ αξιωματούχων, για να αποφασιστεί τελικά η ανέγερση του Φρουρίου.

Η τελική έγκριση δίνεται το 1593 και τότε, στην απόκρημνη χερσόνησο της Άσου, όπου μαρτυρείται πως υπήρχαν και παλαιότερα ερείπια, αρχίζει ένα τεράστιο έργο για την εποχή, όσον αφορά τόσο τον όγκο των υλικών, τα εργατικά χέρια και το κόστος, υπό την επίβλεψη του στρατιωτικού Ραφαέλο Ρασπόνι υπό τις τεχνικές οδηγίες του μηχανικού Μαρίνο Τζεντιλίνι. Οι πρώτες οχυρωματικές εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο χρόνια – είναι όμως βέβαιο ότι τα έργα θα πρέπει να συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά – και οι Κεφαλονίτες θα πρέπει να πλήρωναν το αντίτιμο αυτής της προστασίας για πολύ περισσότερα. Οι διαστάσεις του μνημείου όπως το βλέπουμε σήμερα, με έκταση τειχών περίπου 3.000 μέτρα, τέσσερις πύλες και πέντε προμαχώνες, αλλά και η συνολική έκταση του χώρου που έπρεπε να διαμορφωθεί στο εσωτερικό του κάστρου (έκταση 440 στρέμματα) μας μαρτυρούν το μέγεθος του εγχειρήματος.

Όπως φαίνεται και από την κτητορική επιγραφή στο εξωτερικό της κύριας πύλης του Κάστρου, ο στόχος της Βενετίας τελικά ήταν πολύ πιο φιλόδοξος από τη δημιουργία ενός αμυντικού έργου. Εδώ θα χτιζόταν μια καινούρια πολιτεία, η οποία δυνητικά θα γινόταν η καινούρια πρωτεύουσα του νησιού. Η Βενετία διορίζει διοικητή (Προβλεπτή) στο Φρούριο, οικοδομεί δημόσια κτίρια εντός του Φρουρίου, για τις ανάγκες της διοίκησης και της στρατιωτικής δύναμης που φιλοξενούνταν εκεί και καλεί τους κατοίκους του νησιού, ιδίως της βόρειας περιοχής, να εποικίσουν την καινούρια πόλη.

Αλίμονο όμως, οι Κεφαλονίτες δεν ανταποκρίνονται εύκολα στο κάλεσμα των Βενετών. Το οροπέδιο εντός του Φρουρίου είναι επίπεδο, τα γεωτεμάχια που χωρίζονται για εποικισμό είναι μεγάλα, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν να κατοικήσουν στην καινούρια πόλη. Ο βασικός λόγος ήταν ότι το Φρούριο δεν είχε νερό. Όποιος επέλεγε να ζήσει εκεί λοιπόν, ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει στο χώρο του μια μεγάλη δεξαμενή για τα όμβρια ύδατα. Αντίστοιχα προβλήματα είχε και η φρουρά – που έγινε απόπειρα να επιλυθούν με μεγάλες ομβροδεξαμενές. Η πόλη φαίνεται λοιπόν να έχει όλες τις προδιαγραφές, εκτός από ικανό αριθμό πολιτών.

Επιπλέον, τα έργα ανοικοδόμησης είχαν αχρηστεύσει ουσιαστικά το λιμενίσκο της Άσσου, που είχε γίνει πολύ ρηχός από τις προσχώσεις και δεν μπορούσε να αποτελεί καταφύγιο για τα βενετικά πλοία. Τέλος, η δύσκολη οδική συγκοινωνία της Άσσου με την υπόλοιπη Βόρεια Κεφαλονιά δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα: μέχρι να επέμβουν οι στρατιωτικές δυνάμεις του Κάστρου σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της βόρειας Κεφαλονιάς, οι τυχόν επιδρομείς προλάβαιναν άνετα να ολοκληρώσουν το έργο τους.

Και επιπλέον, τα προβλήματα για τη Βενετία μεγαλώνουν. Το 1669 οι Βενετοί χάνουν τον Ε΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο και μαζί του την Κρήτη. Η Γαληνοτάτη αρχίζει να παρακμάζει σιγά σιγά. Σε μια τελευταία αναλαμπή, στον 6ο Ενετοτουρκικό Πόλεμο, η Λευκάδα περνά στα χέρια της Βενετίας. Το Ιόνιο γίνεται ξανά βενετική λίμνη και το Φρούριο της Άσσου χάνει τη στρατηγική του σημασία.

Για το πότε αρχίζει η ύπαρξη του οικισμού της Άσσου, έξω από το Κάστρο, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας της καινούριας πόλης του Φρουρίου, οι μέχρι τώρα ειδήσεις που έχουμε από τις ιστορικές πηγές είναι ότι εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα, οπότε διακρίνεται στα κρατικά έγγραφα από την Fortezza d’ Asso και αναγράφεται ως Stretto sive Borgho d’ Asso, ή «Προάστειον Άσσου». Πάντως το 1682 ο οικισμός της Άσσου πρέπει ήδη να είναι πολύ ανεπτυγμένος, καθώς σε κατάλογο των φορολογουμένων εκείνης της χρονιάς φαίνεται ότι μόλις 39 οικογένειες διαμένουν στο Φρούριο και 121 στον οικισμό της Άσσου – φαίνεται πως οι κάτοικοι επιλέγουν να μείνουν στα παράλια, καθώς ο φόβος της πειρατείας έχει εξαλειφθεί, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι μετά την άλωση του Χάνδακα το 1669 μαρτυρείται η μετάβαση Κρητικών στην Άσσο, μεταξύ των οποίων και καλλιτεχνών, όπως ο Δημήτριος ο Κρης.

Η φιλοδοξία να δημιουργηθεί μια μεγάλη πόλη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ – η εποχή των καστροπολιτειών και της πειρατείας σιγά σιγά περνάει στο παρελθόν κι έτσι το Κάστρο της Άσσου δεν θα γίνει ποτέ πρωτεύουσα του νησιού. Ένα τεράστιο και δαπανηρότατο έργο αποδείχτηκε σχεδόν άχρηστο… Το 1757 η Βενετική Διοίκηση μεταφέρει την πρωτεύουσα όχι στην Άσσο, αλλά στο Αργοστόλι, το επίνειο του Φρουρίου του Αγίου Γεωργίου – η πρωτεύουσα δε φοβάται πια να βρίσκεται στα παράλια. Σαράντα χρόνια μετά οι Βενετοί θα φύγουν οριστικά, και τη θέση τους θα πάρουν οι Δημοκρατικοί Γάλλοι, που θα μείνουν για μόλις δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων θα επιχειρήσουν έργα συντήρησης των δημόσιων κτιρίων κα και θα προγραμματίσουν τη διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου στον ισθμό – έργο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εκείνη την εποχή το Κάστρο έχει την αντιφατική εικόνα ενός μικρού χωριού με μεγάλα δημόσια κτίρια, απομεινάρια της βενετικής διοίκησης (στρατώνες, κατοικία του Προβλεπτή και άλλα). Στην περίοδο της Αγγλοκρατίας η βελτίωση του οδικού δικτύου όλου του νησιού που επιχείρησαν οι Άγγλοι υπήρξε ιδιαίτερα ωφέλιμη για την Άσσο, που έγινε πιο εύκολα προσπελάσιμη από την υπόλοιπη Κεφαλονιά, καθώς κατασκευάστηκε ο δρόμος Άσσου- Φισκάρδου και ο δρόμος της Φάλαρης, υπερνικώντας μάλλον καθυστερημένα ένα εμπόδιο που απέτρεψε το Φρούριο από το να γίνει πρωτεύουσα του νησιού…


Δύο χρόνια μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, το 1866, και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενσωμάτωσης των νησιών στο Ελληνικό Βασίλειο, η Νομαρχία Κεφαλονιάς διαιρείται σε Δήμους, ένας από τους οποίους είναι και ο Δήμος Άσου, με συνολικό πληθυσμό 4794 κατοίκους και έδρα την Άσσο, τον οποίο συναποτελούσαν οι οικισμοί Άσσος και Φρούριο (που είχαν τότε μαζί 1190 κατοίκους), Δεφαρανάτα, Κοκολάτα, Κοθρέας, Πατρικάτα, Καρυά, Βαρύ, Κομιτάτα, Νεοχώριον, Πλαγιά και Πύργος. Το έμβλημα του Δήμου ήταν ένα κριάρι (ενώ το αντίστοιχο έμβλημα του γειτονικού Δήμου Δολιχίου ήταν η πρώρα). Το 1892 ο Αντώνιος Μηλιαράκης δίνει πληθυσμό για την Άσσο 670 κατοίκους, ενώ στο φρούριο συναντά μόλις 20 οικίσκους.

Το 1912, ο Δήμος Άσσου χωρίζεται σε κοινότητες, μία από τις οποίες ήταν η Κοινότητα Άσου, αποτελούμενη από τους οικισμούς Άσσος, Φρούριο, Δεφαρανάτα και Πατρικάτα, ενώ στην απογραφή του 1920 η κοινότητα αποτελείται μόνο από την Άσσο, με πληθυσμό 378 κατοίκους, και το Φρούριο, με πληθυσμό 54 κατοίκους. Στις δύο επόμενες απογραφές ο πληθυσμός της Άσσου μειώνεται (347 κάτοικοι το 1928 και 299 το 1940), ενώ του Φρουρίου αυξάνεται, εξαιτίας της ίδρυσης και λειτουργίας σε αυτό των αγροτικών φυλακών (93 κάτοικοι το 1928, 136 το 1940). Πάνω από 50 διαφορετικά επίθετα συναντάμε στην Άσσο στους εκλογικούς καταλόγους του 1910,[1] και γύρω στα 15 στο Φρούριο.[2]

Χωροταξικά ο οικισμός της Άσου ήταν οργανωμένος σε δύο βασικές συνοικίες, το Ξυλιέρι και το Κουτσοχώρι, οι οποίες εκτείνονται στους δύο λοφίσκους που περιβάλλουν την παραλία. Στην μεταξύ των λοφίσκων μικρή πεδινή έκταση, τα «Περιβόλια» βρίσκονταν λίγα σπίτια και περισσότεροι κήποι, ενώ ο Ρύακας, ο χείμαρρος που κατέβαινε από τους λόφους προς το λιμάνι και συχνά όταν πλημμύριζε προκαλούσε ζημιές στα σπίτια του χωριού δημιουργούσε επίσης μια οικιστική γραμμή και οριοθετούσε και την αγορά της Άσσου: Ο «Φόρος» (από το λατινικό forum = αγορά) είναι χώρος περιπάτου και συνάντησης των κατοίκων όλων των επιμέρους συνοικιών. Η άλλη νοητή οικιστική γραμμή ήταν η ακτογραμμή, γύρω από την οποία κτίζονται κατοικίες.

Η οικονομία της Άσσου στα χρόνια πριν τους σεισμούς στηρίζεται κυρίως στην καλλιέργεια της γης. Στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Άσσου του 1910, οι περισσότεροι άρρενες κάτοικοι του οικισμού της Άσσου αλλά και εκείνου του Φρουρίου αναφέρονται ως γεωργοκτηματίες (μικροκαλλιεργητές, σε αντίθεση με μικρή μερίδα πληθυσμού που αναφέρεται ως κτηματίες – ιδιοκτήτες που δεν καλλιεργούν οι ίδιοι τη γη που τους ανήκει). Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις άλλωστε δεν ήταν μεγάλες στο ορεινό ανάγλυφο της Άσσου: Τα «περιβόλια» στην παραλία, το Φρούριο, εντός και εκτός, αλλά και οι λοφίσκοι γύρω από τον οικισμό στους οποίους μέχρι σήμερα σώζονται οι αναβαθμίδες που είχαν κατασκευάσει οι Ασιώτες προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την διαθέσιμη προς καλλιέργεια έκταση. Τα βασικά προϊόντα είναι η σταφίδα, το κρασί και το λάδι – τουλάχιστον τέσσερα ελαιοτριβεία λειτουργούσαν στην Άσσο αλλά και στο Φρούριο. Λιγότεροι αριθμητικά χαρακτηρίζονται «γεωργοποιμένες», πράγμα που δείχνει ότι η κτηνοτροφία ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη, ελλείψει εκτάσεων, και λιγότεροι ακόμη αλιείς. Μικρός αριθμός κατοίκων έχει το επάγγελμα του ναυτικού – ωστόσο στη ναυτιλία θα στραφούν οι περισσότεροι νέοι της Άσσου μετά τους σεισμούς του 1953. Σ’ αυτή τη στροφή αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει η άνθηση των εφοπλιστικών οικογενειών της Άσσου, που από τα χρόνια του κριμαϊκού πολέμου και μετά έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας: πρόκειται για τις οικογένειες Δεστούνη, Γιαννουλάτου και Αγγελάτου.

Στη μικρή κοινωνία της Άσσου και του Φρουρίου συναντάμε και άλλα επαγγέλματα: έμποροι και εμποροϋπάλληλοι, αρτοποιός, παντοπώλης, κρεοπώλης, υποδηματοποιός, αμαξηλάτης, ζαχαροπλάστης, φυστικοπώλης, καπνέμπορος, ράφτης, κτίστης, εργάτης, ξυλουργός, υπηρέτες, αλλά και γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γραμματείς, δημοδιδάσκαλοι. Το 1892 συναντάμε στην Άσσο δύο δημοτικά σχολεία, ένα αρρένων και ένα θηλέων, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε και Σχολαρχείο.

Τα παραπάνω στοιχεία μας δίνουν την εικόνα μιας κοινωνίας η οποία στηρίζεται στη γεωργία, ωστόσο έχει και χαρακτηριστικά «αστικοποίησης». Η κοινωνική διαστρωμάτωση, υποδηλώνεται και από τις αισθητές διαφορές στην αρχιτεκτονική των κατοικιών ιδίως στην Άσσο: Το Κουτσοχώρι είναι η λαϊκότερη συνοικία του χωριού, ενώ τα περισσότερα αρχοντικά βρίσκονται κυρίως κατά μήκος του Ρύακα, στην παραλία, και λιγότερα στο Ξυλιέρι. Όπως συμβαίνει και στις κοινωνίες που ξεφεύγουν μερικά ή σταδιακά από την πρωτογενή παραγωγή σε ολόκληρη την Ευρώπη, η παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και η τάξη των γεωργών συνυπάρχουν με διακριτό τρόπο, και μεταξύ τους αναπτύσσεται σταδιακά η μεσοαστική τάξη των εμπόρων και των επαγγελματιών.

Και στην κοινωνία της Άσσου υπάρχουν, ωστόσο, οι χώροι και οι περιστάσεις όπου οι κοινωνικές τάξεις συναντιούνται και αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις: Η εκκλησία και οι σχετιζόμενες γιορτές της είναι ένας τέτοιος χώρος. Στην Άσσο, οι ναοί που συναντάμε προσεισμικά είναι πολλοί και ανισομερώς γεωγραφικά κατανεμημένοι: Στο Ξυλιέρι υπάρχει μόνο ένας ναός, αυτός της Αναλήψεως. Στο Φρούριο, υπάρχει και σώζεται μέχρι ένας ορθόδοξος ναός, αυτός του Προφήτη Ηλία, ενώ υπήρχε και εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, αλλά και τρεις καθολικοί ναοί, η «Φραγκόκλησσα», ο ναός του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας στης «Σπιταλιόρας», που πρέπει να ήταν το ναΐδριο του βενετικού νοσοκομείου. Πάνω στη χερσόνησο του Κάστρου υπάρχει η εκκλησία της Παναγίας του Ακαθίστου, της Πλακούλας, που ανήκε στην οικογένεια Αντίπα, η οποία μάλιστα είχε οικοδομήσει και την μικρή εκκλησία της Ευαγγελίστριας κοντά στο σπίτι της στον οικισμό της Άσσου. Στην ίδια ευθεία, στο Κουτσοχώρι, υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, της οποίας σώζεται σήμερα μόνο το κοιμητήριο, ενώ ψηλότερα ακόμη, χτισμένη στο βράχο από την πλευρά του κόλπου του Μύρτου υπήρχε η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Λίγο ψηλότερα, ο σωζόμενος σήμερα ναός του Αγίου Γεωργίου, και ακόμη πιο ψηλά και απόμερα από το χωριό ο παλαιότερος κατά τις μαρτυρίες προσεισμικός ναός της Άσσου, ο Άγιος Σπυρίδων. Ο κατάλογος των ναών της Άσσου και του Κάστρου συμπληρώνεται από το ναό της Παναγίας στα Περιβόλια, που βρίσκεται σήμερα κοντά στην πλατεία του χωριού.

Με τις θρησκευτικές γιορτές συνδέονται και τα πανηγύρια του χωριού: Του Αγίου Γεωργίου, τον Απρίλιο, όπου ελάμβανε χώρα χορός, όπως, παλαιότερα και σε εκείνο του Προφήτη Ηλία στο Φρούριο, τον Ιούλιο, αλλά και της Παναγίας στα Περιβόλια το δεκαπενταύγουστο και των Αγίων Αναργύρων τον Νοέμβριο.

Μάσκαρες, χοροί, ακόμη και με στολισμένα άρματα, με επίκεντρο το σχολείο του χωριού που βρισκόταν στη θέση του σημερινού τουριστικού περιπτέρου, διοργανώνονταν και κατά τη διάρκεια των Αποκριών. Οι γιορτές περιελάμβαναν μποτέγα (δηλαδή μπουφέ στον οποίο συνεισέφεραν όλοι οι χωριανοί), καντρίλιες και τραγούδια με μαντολίνα. Αντίστοιχα γιορταζόταν και η Πρωτομαγιά, αυτή τη φορά στο Κάστρο, με φαγητό και χορό.

Σημαντικό ρόλο στη μεσοπολεμική ιστορία της Άσσου αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία των αγροτικών φυλακών στο Φρούριο. Οι φυλακές λειτούργησαν από το 1927 ως τους σεισμούς του 1953. Η παρουσία των φυλακών, που για πολλά χρόνια «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, για την απάνθρωπη μεταχείριση των οποίων υπάρχουν δημοσιευμένες μαρτυρίες άλλαξε τη δημογραφία του οικισμού του Φρουρίου καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι το εγκατέλειψαν για να εγκατασταθούν οριστικά στην Άσσο, ενώ τόσο στην Άσσο όσο και στο Κάστρο εγκαταστάθηκαν οι φύλακες και οι διοικητικοί υπάλληλοι με τις οικογένειές τους.

Οι σεισμοί του 1953 ήταν καθοριστικοί για την τύχη της Άσσου. Παρά το γεγονός ότι ο οικισμός δεν καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως και ολόκληρη η Έρισος, λόγω της απόστασης από το επίκεντρο του τρίτου μεγάλου σεισμού αλλά και της γεωλογικής δομής της Ερίσου, οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες και πολλοί από τους κατοίκους εγκατέλειψαν την Άσσο. Στην απογραφή του 1951 η ΄Ασσος έχει 207 κατοίκους και το Φρούριο (μαζί με τους κρατουμένους, τους φύλακες και τους ντόπιους 189). Δέκα χρόνια μετά, και αφού έχει μεσολαβήσει ο σεισμός, στην απογραφή του 1961 η Άσσος εμφανίζεται με 144 κατοίκους και το Φρούριο μόλις με 6. Το 1968 οι τελευταίοι κάτοικοι του Κάστρου μετακομίζουν στην Άσσο και τελειώνει μια ιστορία σχεδόν τεσσάρων αιώνων κατοίκησης του Κάστρου.

Ο πληθυσμός της Άσσου θα συνεχίσει να μειώνεται και στις επόμενες δεκαετίες. Το 1981 απογράφονται 72 κάτοικοι – ο σημερινός μόνιμος πληθυσμός του οικισμού, είναι μικρότερος από τον αναφερόμενο στις απογραφές και δεν ξεπερνάει τους 40. Από τη δεκαετία του 1960 ο τουρισμός, η ανάπτυξη του οποίου επιταχύνθηκε ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990, αλλά και οι ασιώτες που επιστρέφουν στο χωριό τους το καλοκαίρι δημιουργούν μια καινούρια δυναμική και μια καινούρια πραγματικότητα: μια εξαιρετικά ζωντανή και ακμάζουσα Άσσο το καλοκαίρι, βασισμένη στον τριτογενή τομέα τις τουριστικές υπηρεσίες, και μια έρημη αλλά εξίσου όμορφη Άσσος στη διάρκεια του χειμώνα. Η κοινότητα της Άσσου θα ολοκληρώσει τον κύκλο της το 1998 όταν στο πλαίσιο του σχεδίου «Καποδίστριας», θα ενσωματωθεί από τις αρχές του 1999 στον Δήμο Ερίσου, που θα έχει κι αυτός πολύ σύντομη ιστορία, καθώς από τις αρχές του 2011 θα ενσωματωθεί στον καλλικρατικό Δήμο Κεφαλλονιάς. Και η ιστορία συνεχίζεται…

Η ιστορία ενός τόπου δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα που καταγράφονται στις πηγές και τα επίσημα έγγραφα αλλά και οι μικρές στιγμές της καθημερινότητας των ανθρώπων, οι συνήθειες τους, ο τρόπος ζωής τους, οι μικρές ιστορίες τους, που μοιραία λησμονιούνται στο πέρασμα του χρόνου όταν φεύγουν οι άνθρωποι που τις βίωσαν. Αυτή την «μικροϊστορία» την έχουμε όλοι ιδιαίτερη ανάγκη: όχι μόνο εκείνοι που ασχολούνται με την ιστορική έρευνα, για να μπορέσουν να προσεγγίσουν επιστημονικά την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη ενός τόπου, αλλά και όλοι εμείς – για μας αυτό το παρελθόν είναι σημαντικό και για έναν πιο ουσιαστικό λόγο: Γιατί υπάρχει, ασυνείδητα, μέσα μας, έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είμαστε. Για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε, να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, έχουμε ανάγκη να ανακαλύψουμε το παρελθόν μας.

Στο πλαίσιο αυτού του σκεπτικού, ο Σύλλογος «Η Άσσος» έλαβε την πρωτοβουλία για την συλλογή υλικού με στόχο την έκδοση ενός λευκώματος για την Άσσο – όπως αυτή διασώζεται μέσα από φωτογραφικό υλικό, αλλά και τις αναμνήσεις των ανθρώπων της. Ο οικισμός, οι άνθρωποι, τα επαγγέλματά τους, οι γιορτές, οι γεύσεις και τα τραγούδια τους, οι συνήθειες τους, στιγμές της ιστορίας του χωριού, στιγμές από τις ζωές των ανθρώπων θα αποτελέσουν το περιεχόμενο του λευκώματος.
Σ’ αυτή την προσπάθεια είναι αναγκαία αλλά και ουσιαστική η συμβολή όλων των Ασιωτών, όλων εμάς. Ο καθένας μας έχει κάπου στο σπίτι του ένα μικρό άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, ο καθένας μας έχει αναμνήσεις και θυμάται ιστορίες από την Άσσο. Είναι πολύ σημαντικό να μοιραστούμε μεταξύ μας αυτές τις φωτογραφίες ή και τις αναμνήσεις μας. Μια παλιά φωτογραφία, μια παλιά αστεία ιστορία, ένα σατιρικό στιχάκι, ένα ξόρκι, μια συνταγή, η ανάμνηση ενός πανηγυριού είναι πολύτιμες πληροφορίες που είναι εξαιρετικό να διαφυλαχθούν στη μικρή κιβωτό αυτού του λευκώματος. Κάθε πληροφορία είναι πολύτιμη.

Μια τέτοια προσπάθεια ασφαλώς απαιτεί χρόνο και κόπο, αλλά κυρίως την καλή διάθεση και τη συνεργασία όλων μας για τη συλλογή του υλικού. Ήδη έχει ξεκινήσει η συλλογή πληροφοριών από τη βιβλιογραφία και τον τύπο. Ωστόσο το υλικό που θα συγκεντρωθεί από όλους εμάς θα είναι αυτό που θα δώσει και την ουσιαστική υπόσταση στο λεύκωμα, μια και θα περισώσει στιγμές από τις ζωές και τις αναμνήσεις όλων μας.

Επειδή κάποιοι μπορεί να αισθάνονται ανασφάλεια να μοιραστούν ιδίως φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό τους αρχείο, που είναι πολύτιμο και αναντικατάστατο, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είναι εξαιρετικά εύκολο οι φωτογραφίες σας να αντιγραφούν με σαρωτή ή να φωτογραφηθούν ψηφιακά χωρίς να χρειαστεί να τις αποχωριστείτε. Η σημερινή τεχνολογία, με την ηλεκτρονική αλληλογραφία και τα κοινωνικά δίκτυα, μπορεί να διευκολύνει την επικοινωνία μας και την ανταλλαγή υλικού. Τα μέλη του Δ.Σ. του Συλλόγου θα σας δώσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για το πώς μπορείτε να συνεισφέρετε με το υλικό και τις αναμνήσεις σας: μία πρώτη συνάντηση θα γίνει στις αρχές Αυγούστου στον χώρο του Δημοτικού Σχολείου της Άσσου, σε μια πρώτη προσπάθεια επικοινωνίας και εξεύρεσης υλικού. Η ακριβής ημερομηνία θα οριστεί με ανακοίνωση του συλλόγου, και θα γνωστοποιηθεί τόσο στον πίνακα ανακοινώσεων του συλλόγου στην Άσσο, όσο και με ηλεκτρονικά μηνύματα για να ενημερωθούν τα μέλη και οι Ασιώτες γενικότερα που δεν βρίσκονται ακόμη εδώ.
Αυτό το υλικό άλλωστε θα καθορίσει και το περιεχόμενο του λευκώματος, στο στάδιο της σύνθεσής του, που θα γίνει μετά από τη συγκέντρωση του υλικού. Κι είναι ένα σημαντικό στοίχημα αυτό, να ξαναβρούμε τη χαρά μιας συλλογικής προσπάθειας, τη χαρά του «μαζί», ψάχνοντας το κοινό μας παρελθόν. Και το «μαζί» και το παρελθόν μας είναι άλλωστε αυτά που μας ενώνουν στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.

Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην εκδήλωση των συλλόγων "Άσσος" και "Αστερίς" στις 15/7/2011

ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αντωνάτος, Γεράσιμος Γ. Αναμνήσεις από τους λαϊκούς αγώνες Κεφαλονιάς-Θιακιού (περ. 1911-1936), τόμ. Β΄, Αθήνα: χ.ο., 1980.
Εκλογικός κατάλογος του Δήμου Άσσου της επαρχίας Σάμμης (sic), του Νομού Κεφαλληνίας καταρτισθείς κατά την εν έτει 1910 γενομένην αναθεώρησιν αυτού, Ναύπλιο: Αφοι Κλεισιούνη, 1910.
Ζαφειράτου Θεοδώρα, «Το πέρασμα της Κεφαλονιάς από το Ιόνιο Κράτος στο Ελληνικό Βασίλειο (Η Νομαρχία Κεφαλληνίας – οι Δήμοι – οι πρώτοι δημοτικοί άρχοντες), Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 12 (2009-2010), σσ. 629-660.
Κεντρική Ένωσις Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος, Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, αρ. 24, Νομός Κεφαλληνίας, Αθήναι: ΚΕΔΚΕ, 1962
.Κουστουράκης, Γεράσιμος, Δήμος Άσσου Κεφαλληνίας (Έρισος), Αθήνα: Αχαϊκές εκδόσεις, 1990.
Μηλιαράκης, Αντώνιος, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία του νομού Κεφαλληνίας, Αθήναι: Περρής, 1890.
Μοσχονάς, Νικόλαος Γ. «Έκθεση του Αντιπροβλεπτή Άσου Αμβροσίου Corner (1597)”, ανάτυπο από τον τόμο Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη, Βενετία 1974, σσ. 247-260.
Μοσχονάς, Νικόλαος Γ. «Λατινική κτιτορική επιγραφή του Φρουρίου της Άσσου», Σύμμεικτα τόμ. 6, 1985, σσ. 233-249.
Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Άγνωστοι Βενετοί προβλεπτές Άσου». Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 3 (1979), σσ. 287-296.
Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Ειδήσεις περί της ιδρύσεως και οργανώσεως του Φρουρίου Άσου Κεφαλονιάς (1585-1610)», ανάτυπο από τα Πεπραγμένα Η’ Επιστημονικής Συνόδου Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων – ΤΕΕ, Αθήναι 1968.
Μοσχονάς, Νικόλαος Γ., «Φοροδοτικός πίνακας Κεφαλληνίας του έτους 1678», Δελτίον της Ιονίου Ακαδημίας τόμ. 1, σσ. 85-123.
Μοσχόπουλος Γεώργιος Ν., «Ένας κατάλογος των φορολογουμένων του Φρουρίου και της πόλης της Άσου (1682)», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 1 (1975), σσ. 130-143.
Μοσχόπουλος, Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, τόμ. Α, Αθήνα: Κέφαλος, 1985.
Μπαμπούνης, Χάρης, «Δημοτικά σχολεία και εκπαιδευτικό προσωπικό στην Κεφαλονιά το 1892», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 12 (2009-2010), σσ. 661-668.
Ρηγάκου, Διαμάντω, «Κάστρο Άσου Κεφαλονιάς», στον τόμο Ενετοί και Ιωαννίτες ιππότες, Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα: ΥΠΠΟ, 2001, σσ. 146-148.
Τουμασάτος, Ηλίας, «Φρούριο Άσσου Κεφαλληνίας», Εικόνες Κεφαλονιάς – Ιθάκης, Νοέμβριος 2006.
Τσιτσέλης, Ηλίας Α. Συλλογή Ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας, Αθήναι: Παρνασσός, 1877.
[1] Αγγελάτος, Αντίπας, Αρκαδιανός, Αυγερινός, Αυγουστάτος-Κοκόλης, Βρυώνης, Βανδώρος, Βοντεσιάνος, Γιαννουλάτος, Γκεντιλίνης, Διβάρης, Δεμένικος, Δεστούνης, Δρακόπουλος, Ζαχαράτος, Θεοδοσάτος, Θωμάς, Καββαδίας, Κοψίνης, Κολαΐτης, Κοντογούρης, Κρητικός, Κυπριώτης, Κολόμπος, Κουλουμπής, Κοκόλης, Λυμπίδης, Λαδικός, Λογαράς, Μενεγάτος, Μηλάτος, Μαστρόκαλος, Ματσούκης, Μαυροκέφαλος, Μπένος, Νικολάτος, Πατρίκιος, Παπασπυράτος, Ποταμιάνος, Παπαναστασάτος, Ρόκος, Ραυτόπουλος, Σικελιανός, Στεφανάτος, Ταγκούνος, Τσαγκαράτος, Τσιμάς, Φερδινάλης, Χαροκόπος, Χαλικιάς, Χρυσάφης, Χαϊδεμένος.
[2] Αντίπας, Αντίπας-Μπούλιγας, Βοντεσιάνος, Δεστούνης, Διβάρης, Καββαδίας, Κάκκιας, Κολόμβος, Λαδικός, Μηλέας, Ντονάδος, Ρόκος, Σαλβατώρος, Πατρίκιος Κάκκιας, Φερεντίνος.

Πηγή:http://kefalonitikanea.blogspot.com/2011/07/blogpost_6301.html#ixzz1ThYQcb6N

Πηγή  :  http://www.ionianpress.gr    Φώτης Χαλιώτης 


 **************************************************

22 Μαρτίου 2013



ΚΕΡΚΥΡΑ  :  ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ




Kόρκυρα: (Δωρική διάλεκτος) κόρη του Aσωπού ποταμού την οποία αγάπησε ο Ποσειδώνας, την έκλεψε και την έφερε σ’ αυτό εδώ το νησί δίνοντας του το όνομά της.
Φαίακας: γιος του Ποσειδώνα και της Kόρκυρας από τον οποίο προέρχεται η ονομασία “το νησί των Φαιάκων”.
Άρπη-Δρεπάνη: δρεπάνι. Oνομασίες της Kέρκυρας λόγω του σχήματος της.
Σχερία: 1. Oμηρικό νησί το οποίο κατοίκησαν οι Φαίακες, που κατάγονταν από το γόνο του Ποσειδώνα Nαυσίθοο, όταν εγκατέλειψαν την προηγούμενη πατρίδα τους την Yπερεία:
2. α) εν σχερω= ο αέναος, συνεχής, ατέλειωτος χρόνος β) σχερός= ακτή, αιγιαλός (σχειν, έχω). Σύμφωνα μ’ αυτά Σχερία είναι η συνεχής παραλία, η εκτεταμένη ακτή.
Corfu: 1. η οχυρωμένη, ανάμεσα σε δύο λόφους-κορυφές, πόλη που δημιούργησαν οι κάτοικοι για να προφυλαχθούν από τις επιδρομές. Πρόκειται για το σημερινό “παλαιό φρούριο” γνωστό τότε ως πόλη των Kορυφών.
2.“Kόρφοονόμασαν οι Φράγκοι τον κόλπο και την πόλη της Kέρκυρας ως παραφθορά του λατινικού Golfo.

40.000-735 π.X.
AΠO TON ANΘPΩΠO TΩN ΣΠHΛAIΩN ΣTOYΣ ΠPΩTOYΣ AΠOIKOYΣ.

H Kέρκυρα δεν ήταν πάντα νησί, κατά την Παλαιολιθική Eποχή ήταν ενωμένη με την απέναντι ηπειρωτική χώρα. Eυρήματα αυτής της εποχής (70.000-40.000 π.X.) έχουμε στον Άγ. Mατθαίο. Nησί έγινε η Kέρκυρα κατά τη Nεολιθική Eποχή (10.000-8.000 π.X.), όταν με το λιώσιμο των πάγων ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Στο Σιδάρι βρίσκουμε ίχνη της Nεολιθικής Eποχής. Στις Bορειοδυτικές περιοχές Kεφάλι, Aφιώνας και Έρμονες βρέθηκαν οικισμοί της εποχής του Xαλκού (2.000 π.X.).

O Aπολλώνιος ο Pόδιος στα “Aργοναυτικά” αναφέρει πως εδώ κρύφτηκε ο Iάσων με τους Aργοναύτες και τη Mήδεια για να αποφύγει τους Kόλχους.

O Όμηρος στην “Oδύσσεια” εδώ φέρνει τον Oδυσσέα εξαντλημένο και γυμνό για να τον βρει η Nαυσικά, η κόρη του βασιλιά του νησιού Aλκίνοου. (Pαψωδία Z’).

Tότε οι κάτοικοι ήταν Φοινικικής καταγωγής ενώ αργότερα άρχισαν να έρχονται μετανάστες από την Yπερία-σημερινή Σικελία, Iλλυριοί και ακόμα Kρήτες, Aιγαίοι και Mυκηναίοι όπως επιβεβαιώνουν οι ανασκαφές του 1914 από τον Dorpfeld.

H πρώτη Eλληνική αποίκηση έγινε από τους Eρετριείς της Eύβοιας γύρω στο 775-750 π.X. Λίγο αργότερα πολιτικοί φυγάδες από την Kόρινθο καταφεύγουν στο νησί, φέρνοντας μαζί τους και αναπτύσσοντας την πολιτική τους νοοτροπία.

735-435 π.X.
OI KOPINΘIOI ΣTHN KEPKYPA.

Mε αρχηγό τον Xερσικράτη δημιούργησαν μια Kέρκυρα ισχυρή με αποικίες, οικονομικό πλούτο, ναυτική δύναμη, αλλά η πολιτική τους κοινωνία χωρίζει τους Φαίακες σε Oλιγαρχικούς και Δημοκρατικούς. Ύστερα από 300 χρόνια συνύπαρξης οι Kερκυραίοι συγκρούονται με τους Kορίνθιους για την κοινή τους αποικία την Eπίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο). Στο πλευρό τους στάθηκαν οι Aθηναίοι δίνοντας την αφορμή για την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου.

435-229 π.X.
OI AΘHNAIOI ΣYMMAXOI TΩN KEPKYPAIΩN.

H συμμαχία τους κράτησε σχεδόν έναν αιώνα. Oι Kερκυραίοι, παρά την εσωτερική διαμάχη μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, βοήθησαν με το ισχυρό τους ναυτικό τους Aθηναίους σε πολλές μάχες. Όμως το 338 π.X. στη Xαιρώνεια οι Mακεδόνες του Φιλίππου κερδίζουν τη μάχη, διαλύουν την Aθηναϊκή Συμμαχία και αποκτούν την Kέρκυρα. Tότε επισκέπτεται το νησί ο Mέγας Aλέξανδρος, γοητεύεται από την ομορφιά του και το προστατεύει για 35 περίπου χρόνια. Aπό το 300 π.X. και μετά η Kέρκυρα γίνεται πρόσκαιρη κτίση των Σπαρτιατών, των Συρακουσίων και των Iλλυριών οι οποίοι την παραδίδουν στη Pώμη το 229 π.X.

229π.X.-337μ.X.
PΩMAΪKH KATOXH

Oι Pωμαίοι στην Kέρκυρα κατακτούν το πρώτο Eλληνικό έδαφος, διαμορφώνουν μέσα από τους Oλιγαρχικούς την Άρχουσα Tάξη και ρίχνουν όλο το νησί σε βαθειά παρακμή. Στα χρόνια τους, τον 1ο μ.X. αι., ο Iάσων και ο Σωσίπατρος (μαθητές του Aπόστολου Παύλου) εκχριστιανίζουν το νησί. Λίγο αργότερα έρχεται ο Nέρων στην Kασσιώπη, η επιδημία της πανούκλας και οι διωγμοί των Xριστιανών.

337-1267 μ.X.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Tο 337μ.X. διαιρείται για πρώτη φορά το ρωμαϊκό κράτος σε Aνατολικό και Δυτικό και η Kέρκυρα συμπεριλαμβάνεται στο Δυτικό. H οριστική όμως διαίρεση, γίνεται το 395μ.X. και η Kέρκυρα συμπεριλαμβάνεται στο Aνατολικό ρωμαϊκό κράτος. Aκολουθούν σκοτεινοί αιώνες, κατά τους οποίους το νησί δέχεται αλεπάλληλα βαρβαρικά χτυπήματα, όπως το 455μ.X. όταν οι Bάνδαλοι του Γενζέριχου ερημώνουν την Kέρκυρα. Aκολουθεί η λεηλασία του 550μ.X. από τους Γότθους-Eρούλους του Tοτίλα, γεγονός το οποίο αποτέλεσε το έναυσμα για οχύρωση των Κερκυραίων στο Παλαιό Φρούριο, που φτιάχτηκε τότε για πρώτη φορά. Kατά το δεύτερο μισό του 7ου αι., Σαρακηνοί καταλαμβάνουν, λεηλατούν την Kέρκυρα και την χρησιμοποιούν σαν ορμητήριό τους.

Tο 733 οι Bυζαντινοί εκδιώκουν τους Σαρακηνούς και σηματοδοτούν τη νέα εποχή του βυζαντινορθόδοξου πολιτισμού στην Kέρκυρα.

Tο 1081 οι Nορμανδοί υπό την ηγεμονία του Pοβέρτου Γυϊσκάρδου, πολιορκούν και καταλαμβάνουν το νησί. H κατοχή τους δε διαρκεί πολύ, αφού οι Bυζαντινοί με τη βοήθεια των Bενετών, νικούν σε ναυμαχία και εκδιώκουν τους Nορμανδούς, επανακτώντας έτσι την κυριαρχία της Kέρκυρας.

Διάφοροι Φράγκοι ιππότες κατακτούν στη συνέχεια τον τόπο και το 1204 οι Σταυροφόροι της 4ης Σταυροφορίας καταλαμβάνουν την Kωνσταντινούπολη και η Kέρκυρα βρίσκεται στο μερίδιο των Bενετών. Tα 10 χρόνια που ακολουθούν η Kέρκυρα ζει την πρώτη της βενετσιάνικη περίοδο και το 1214 καταλαμβάνεται και πάλι από τους Bυζαντινούς και συμπεριλαμβάνεται στο Δεσποτάτο της Hπείρου, που ήταν τότε ένα από τα 3 ανεξάρτητα ελληνικά κράτη. Για 50 χρόνια η Kέρκυρα έζησε καλύτερες μέρες μέχρι που άρχισε να απειλείται από τους Σικελούς.

H χρήση της ελληνικής γλώσσας στο Aνατολικό Pωμαϊκό Kράτος, γίνεται η απαρχή για τη δημιουργία συνείδησης διαφοροποιημένης από τη ρωμαϊκή. H Eκκλησία Δυτικής Eλλάδας περνάει από τον πάπα στον πατριάρχη Kωνσταντινουπόλεως. H Kέρκυρα γίνεται Mητρόπολη και ο ελληνικός κόσμος αντιπαρατίθεται στον λατινικό.

Όταν οι Aνδεγαυοί το 1267 αποκτούν την Kέρκυρα, προσπαθούν να διαδόσουν τον Kαθολικισμό διώκοντας τους Oρθόδοξους. Mιά προσπάθεια που απέβη όμως άκαρπη μιας και το τέλος της βυζαντινής κατοχής δε σήμανε σε καμμία περίπτωση και την άμβλυνση του ελληνορθόδοξου αισθήματος και πολιτισμού των κατοίκων της Κέρκυρας.

1267-1386
H KYPIAPXIA TΩN ANΔEΓAYΩN

Tο 1267 ο Kάρολος Aνδεγαυός, Γάλλος βασιλιάς της Σικελίας, καταλαμβάνει το νησί. Aρχίζει μια προσπάθεια να διαδοθεί ο καθολικισμός με αποτέλεσμα να διωχθεί η ορθόδοξη εκκλησία. Tότε διαιρέθηκε το νησί σε τέσσερα διαμερίσματα που ισχύουν μέχρι σήμερα. Στις περιοχές Γύρου, Όρους, Mέσης και Λευκίμμης. Eίναι η εποχή που δύο διαφορετικοί λαοί εγκαθίστανται στην Kέρκυρα. Oι πρώτοι, είναι οι διωγμένοι από την Iσπανία Eβραίοι, οι οποίοι όμως κι εδώ δεν βρήκαν καλύτερη υποδοχή. Παρά τα προστατευτικά διατάγματα των Aνδεγαυών κυνηγήθηκαν από τους Kερκυραίους μέχρι το 1386 όταν, ολόκληρη κοινότητα πια, άρχισαν να παίρνουν μέρος στα κοινά. Oι δεύτεροι είναι οι Bαγενέτες, που από την Hπειρωτική ακτή ήρθαν εδώ και δούλεψαν σε βαρειές εργασίες δημιουργώντας μιαν ιδιαίτερη τάξη υποτελών. Σ’ όλο αυτό το διάστημα η εξωτερική απειλή συνέχιζε να υπάρχει και το Συμβούλιο της Kέρκυρας φοβούμενο τους Tούρκους ζήτησε την προστασία της Γαληνοτάτης και θαλασσοκράτειρος Bενετίας. Στις 20 Mαΐου 1386 υψώθηκε στο Παλαιό Φρούριο η σημαία του Aγίου Mάρκου.

1386-1797
H EΠOXH TΩN BENETΣIANΩN

Tέσσερεις αιώνες Eνετοκρατίας όρισαν το χαρακτήρα του νησιού. Iσχυροποιήθηκε το υπάρχον φεουδαρχικό σύστημα μέσω της τάξης των Eυγενών που καταγράφηκε στο Libro d’ Oro, ενώ δημιουργήθηκαν και άλλα δύο κοινωνικά στρώματα: οι αστοί (civili) και ο λαός (popolari). Aναπτύχθηκε το εμπόριο, η γεωργία (με υποχρεωτική ελαιοφύτευση και καλλιέργεια), αλλά ακόμα και η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Tην εποχή που η Eλλάδα ζούσε κάτω από την τουρκική κυριαρχία, η προστατευμένη Kέρκυρα μιλούσε ιταλικά και γνώριζε άνθηση γραμμάτων και τεχνών. Γι’ αυτό πολλοί λόγιοι και καλλιτέχνες από την υπόλοιπη Eλλάδα ήρθαν στην Kέρκυρα τότε. H αστική αυτή ανάπτυξη, προνόμιο μόνο των Eυγενών, καταπίεζε τον λαό της υπαίθρου, ο οποίος μην έχοντας οικονομικό και μορφωτικό όφελος άρχισε να εξεγείρεται. Aπό το 1610 και μετά τέσσερεις μεγάλες στάσεις και αμέτρητες μικρές πνίγηκαν στο αίμα. Έτσι όταν ο γαλλικός στόλος κατέπλευσε στην Kέρκυρα, ο λαός τον υποδέχθηκε σαν ελευθερωτή. Στη διάρκεια της Eνετοκρατίας η Kέρκυρα πολιορκήθηκε αρκετές φορές χωρίς αποτέλεσμα από Γενοβέζους και Tούρκους. Συνέπεια των πολιορκιών ήταν να καταστραφούν χωριά και να ερημώσει η ύπαιθρος. Oι Bενετοί, δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν οικονομικά ανεκμετάλλευτο το νησί και γι’ αυτό δημιούργησαν μεταναστευτικό ρεύμα από την υπόλοιπη Eλλάδα προς την Kέρκυρα.

1797-1814
H ΓAΛΛIKH ΠAPOYΣIA ΣTHN KEPKYPA

Oι Γάλλοι κατέκτησαν το νησί και οι Kερκυραίοι συγκινημένοι από την Γαλλική Eπανάσταση οραματίζονταν την δική τους ανεξαρτησία και το τέλος της εποχής των Eυγενών. Tότε έκαψαν το Libro d’ Oro και κατέστρεψαν τα Bενετσιάνικα εμβλήματα. H αυταρχική πολιτική των Γάλλων όμως έστρεψε το λαό εναντίον τους. H Pωσσία και η Tουρκία φοβούμενες την εξάπλωση της Γαλλίας, συμμάχησαν και κατέλαβαν την Kέρκυρα το 1799. Ένα χρόνο μετά, στις 21 Mαρτίου του 1800, ιδρύθηκε η Eπτάνησος Πολιτεία, η ένωση της Kέρκυρας με τα άλλα νησιά του Iονίου. Tο 1807 η Kέρκυρα παραδόθηκε εκ νέου στη Γαλλία, του Nαπολέοντα αυτή τη φορά, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1814. Tότε ιδρύθηκε η Iόνιος Aκαδημία, η Bιβλιοθήκη και βελτιώθηκε η τοπική οικονομία.

1814-1864 μ.X.
H AΓΓΛIKH EΠOXH

Tο 1814 η Eπτάνησος Πολιτεία κυρήχθηκε ανεξάρτητη υπό την προστασία των Bρετανών. Eπί των ημερών των Άγγλων ανορθώθηκε η οικονομία, κατασκευάστηκε το οδικό δίκτυο, επανιδρύθηκε η Iόνιος Aκαδημία (1824) η οποία υπήρξε το πρώτο Eλληνικό Πανεπιστήμιο και το σημαντικότερο, καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα η Eλληνική. Oι Άγγλοι έμειναν στο νησί μέχρι το 1864, οπότε η Eπτάνησος Πολιτεία ενώθηκε με την υπόλοιπη Eλλάδα.

1864-ΣHMEPA

Στις 21 Mαΐου 1864 η Kέρκυρα με τα άλλα νησιά του Iονίου απόκτησε οριστικά την Eλληνική της υπηκοότητα. H μακραίωνη πορεία της μέσα από απειλές και εξαρτήσεις τελείωσε εδώ. Mαζί της τελείωσε και η ακτινοβολία της Kέρκυρας - πρωτεύουσας των Iόνιων νησιών. Tο νεοσύστατο, μικρό ελληνικό κράτος δεν άντεχε την ύπαρξη δύο πόλων πνευματικού και οικονομικού πλούτου. Στη κόντρα της με την Aθήνα δεν έχασε μόνο το Πανεπιστήμιο. Tο 1900 η Kέρκυρα ήταν ήδη μια συνηθισμένη επαρχιακή πόλη αλλά με αναμνήσεις ένδοξου παρελθόντος. Bομβαρδίστηκε και καταλήφθηκε προσωρινά από τους Iταλούς το 1923 με πρόσχημα την δολοφονία σε Eλληνικό έδαφος του Iταλού στρατηγού Tελλίνι. Kατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου βομβαρδίστηκε και καταλήφθηκε εκ νέου από την Iταλία (1940), ενώ μεγάλη καταστροφή υπέστει από τους Γερμανούς το 1943, όταν κάηκε η Bιβλιοθήκη, η Iόνιος Bουλή και το Θέατρο.

Την δύσκολη μεταπολεμική περίοδο η Kέρκυρα συντονίστηκε με την υπόλοιπη Eλλάδα. H φτώχεια, η κρίση, η μετανάστευση διάρκεσαν ως το τέλος της δεκαετίας του 60. Ως τότε που η “τουριστική ανάπτυξη” ώθησε όλη την οικονομική και κοινωνική ζωή της Eλλάδας. Bέβαια είναι γεγονός ότι το παραθεριστικό ενδιαφέρον για το νησί εκδηλώθηκε από το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Eκτός από τη μελαγχολική Σίσσυ που διάλεξε το 1890 το Aχίλλειο για να αποτραβηχτεί από τις ίντριγκες των Aψβούργων, υπήρξε η “Ωραία Bενετία”, ένα ξενοδοχείο εφάμιλλο της Aθηναϊκής “Mεγάλης Bρετανίας” που συγκέντρωνε την αριστοκρατία. Aπό τις αρχές του αιώνα μέχρι τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Kέρκυρα, το Kάπρι και η Mαγιόρκα αποτελούσαν τα κορυφαία Mεσογειακά θέρετρα της Eυρωπαϊκής ελίτ. Tα τελευταία 40 χρόνια ο “οργανωμένος τουρισμός” σε συνδυασμό με τη φυσική ομορφιά και την ιστορικότητα της, την έκαναν τόσο διάσημη, ώστε εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά της γης να μπορούν να διηγούνται, πόσο ωραία τα πέρασαν ένα καλοκαίρι στην Kέρκυρα.

Γυρνώντας σε φρούρια, παλιά αρχοντικά, μοναστήρια αλλά και στα καφενεία και τις ταβέρνες των χωριών, φανερώνεται ένας ζωντανός πολιτισμός που διακρίνεται στη συμπεριφορά του Kερκυραίου κι ερεθίζει την ψυχή του επισκέπτη.

Αναρτήθηκε από τον Διονύση Χριστοφοράτο

Πηγή  :  www.terrakerkyra.gr



***************************************************
22 Μαρτίου 2013
Ζάκυνθος   :   Η ιστορία του Νησιού

Μυθολογία
Σύμφωνα με την μυθολογία, η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού, συνήθιζε να περιπλανιέται στα πράσινα δάση της Ζακύνθου ενώ ο αδελφός της ο Απόλλωνας έπαιζε τη λύρα κάτω από τα δαφνόδεντρα για να υμνήσει την ομορφιά του νησιού.

Η λατρεία και αφοσίωση προς την Άρτεμη και τον Απόλλωνα, στην αρχαιότητα, ώθησε τους κατοίκους του νησιού στην οργάνωση θεαμάτων και αγώνων.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ιδρυτής του νησιού ήταν ο Ζάκυνθος, γιός του Δαρδάνου, βασιληά της Τροίας που φεύγοντας με τον στόλο του από την πόλη Ψοφίδα έφτασε στο νησί και ίδρυσε την ακρόπολή του.

Ο Ζάκυνθος, ως ιδρυτής του νησιού, υπήρξε θέμα πολλών νομισμάτων και του συμβόλου που εκπροσωπεί ολόκληρο το νησί. Σ'αυτό το σύμβολο ο Ζάκυνθος κρατά στο χέρι ένα φίδι, γιατί σύμφωνα με κάποιο θρύλο, ελευθέρωσε το νησί από τα φίδια που το κατέκλυζαν.

Υπάρχει επίσης μια θεωρία σύμφωνα με την οποία οι Αρκάδες έφτασαν στο νησί κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. με σκοπό να ιδρύσουν νέες αποικίες και σε μαρτυρία αυτής της καταγωγής έρχεται το ταλέντο των κατοίκων στην μουσική και η λατρεία της θεάς Αρτέμιδας, χαρακτηριστικά της Αρκαδίας.

Στη συνέχεια οι Αρκάδες ίδρυσαν στις ακτές της Ισπανία την αποικία της Tζακάντα, που ήκμασε για περισσότερα από χίλια χρόνια, μέχρι το 218 π.Χ., όταν την κατετρόπωσε ο Αννίβας.

Αργότερα η Ζάκυνθος, περνώντας από την δυναστεία του Αρκίσιου, βασιληά της Κεφαλονιάς, κατέληξε να υπάγεται στην κυριαρχία του Οδυσσέα, βασιληά της Ιθάκης. Μαζί με άλλες χώρες που ήταν κάτω από την κατοχή του Οδυσσέα, και η Ζάκυνθος έλαβε μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο, πόλεμο που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος της Τροίας και επέστρεψε ο Οδυσσέας στην Ιθάκη, υπήρξε η θρυλική εξόντωση των "μνηστήρων της Πηνελόπης", μεταξύ των οποίων ήταν και είκοσι νέοι από την Ζάκυνθο. Αυτό το μυθολογικό γεγονός που μας διηγείται ο Όμηρος στην Οδύσσεια, μοιάζει να ανταποκρίνεται σε μια επανάσταση των νησιών του Ιονίου, που εκτός του ότι ήταν αποφασιστική για το τέλος της κυριαρχίας του Οδυσσέα, είχε σαν αποτέλεσμα την σύνταξη μιας ιδιαίτερης συνθήκης, στην οποία για πρώτη φορά αναγνωριζόταν το δικαίωμα σε μια δημοκρατική διακυβέρνηση.

Ρωμαϊκή περίοδος

Πριν από την ρωμαϊκή κυριαρχία, η Ζάκυνθος παρέμεινε ουδέτερη κατά τους Περσικούς Πολέμους, τάχθηκε στο πλευρό των Αθηναίων κατά τον πόλεμο προς Πελοποννησίους και στη συνέχεια κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες. Οι πρώτοι αληθινοί κατακτητές για τους οποίους υπάρχει βεβαιότητα σε ιστορική εποχή, είναι οι Ρωμαίοι, που εντοπίζουν τη Ζάκυνθο σαν στρατηγικό σημείο για την ανάπτυξη του εμπορίου και την εξάπλωση των κατακτήσεών τους.

Οι κάτοικοι του νησιού, μη αποδεχόμενοι την ρωμαϊκή ηγεμονία, προσπάθησαν να επαναστατήσουν πολλές φορές αλλά σταμάτησαν με την άφιξη του ναυάρχου Φούλβιο που το 150 π.Χ. ανάγκασε τους νησιώτες να κυβερνώνται σύμφωνα με τους νόμους της Ρώμης.

Σταδιακά Ρωμαίοι και Ζακυνθινοί, δεχόμενοι αμοιβαίες υποχρεώσεις και παραχωρήσεις, βελτίωσαν τόσο τον τρόπο συμβίωσής τους που, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, κατάφεραν το 87 μ.Χ., να απωθήσουν μια απόπειρα του Μυθριδάτη να τους καταλάβει.

Βυζαντινή περίοδος

Μετά την παρακμή και την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ζάκυνθος, τα νησιά του Ιονίου και οι αποικίες στις δυτικές ακτές της Μεσογείου αναγκάστηκαν να υποστούν δεκαετίες αβεβαιότητας, με συνεχείς καταλήψεις από τον Μέγα Κωσταντίνο.

Κατά την διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας, εκτός από τις αρχές του χριστιανισμού, υπήρξε και ο διαχωρισμός των κατοίκων σε τρεις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.

Την πιο σημαντική τάξη αποτελούσαν οι κτηματίες, οι έμποροι και εργάτες αποτελούσαν την μεσαία τάξη, ενώ το κατώτερο κοινωνικό στρώμα περιελάμβανε όλους τους αγρότες.

Ενετική περίοδος

Το 1185, με τη βαθμιαία παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το νησί της Ζακύνθου αντιμετώπισε μια περίοδο ενδιάμεσης βασιλείας που διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες, από την οποία πέρασαν οι Ορσίνι, οι Αντζιοίνι και τέλος οι Τόκι.

Κάτω από την κυριαρχία των τελευταίων η Ζάκυνθος κατάφερε να μεγαλώσει τα σύνορα του φέουδου της, κατακτώντας ζώνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, και βελτίωσε τόσο την αυτοδιοίκηση όσο και την οικονομική της οργάνωση σε σημείο που τράβηξε το ενδιαφέρον των ενετών οι οποίοι το 1485 την περιέλαβαν στις επαρχίες τους.

Από το 1492, η κυβέρνηση της Βενετίας ανέλαβε μια εκστρατεία με σκοπό την μετοίκηση πολλών υπηκόων της στην επαρχία της Ζακύνθου, ευνοόντας με αυτό τον τρόπο μια περίοδο αναγέννησης και ευημερίας στο εσωτερικό του νησιού.

Σ' αυτή την περίοδο, υπήρξε παραδειγματική η αρμονική συμβίωση μεταξύ των δύο λαών που οφειλόταν κυρίως στην εξυπνάδα των ενετών οι οποίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ειρηνικές συνθήκες, παραχωρόντας στους νησιώτες κοινωνικές και θρησκευτικές ελευθερίες.

Σε λιγότερο από τρεις αιώνες, η ενετική κυριαρχία επέτρεψε την άνθιση τόσο του πολιτισμού, όσο και της αρχιτεκτονικής του νησιού, σε σημείο που η Ζάκυνθος κέρδισε την ονομασία "Φλωρεντία της Ελλάδας". Τον 18ο αιώνα, οι φιλελεύθερες ιδέες των γάλλων, εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη και έφτασαν μέχρι τη Ζάκυνθο που τις ενστερνίστηκε με ενθουσιασμό.

Γαλλική και Ρωσο-τουρκική κυριαρχία

Μετά την διάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το νησί της Ζακύνθου βρέθηκε στην κατοχή των γάλλων δημοκρατικών; στην κεντρική πλατεία έκαψαν αριστοκρατικούς θυρεούς και η Ζάκυνθος έγινε διοικητική έδρα των Ιονίων νήσων.

Ο αέρας ελευθερίας και ανανέωσης που έφεραν οι γάλλοι ήρθε αντιμέτωπος πολύ γρήγορα με την νοσταλγία της αριστοκρατικής τάξης για τα παλιά της προνόμια, και ήταν ακριβώς ο κύκλος των αριστοκρατών εκείνος που το 1798 ευνόησε την προώθηση στο νησί της συμμαχίας μεταξύ ρώσων και τούρκων.

Στις 22 Μαρτίου 1800 Ρωσία και Τουρκία συμφώνησαν στην Κωσταντινούπολη για την ίδρυση του Κράτους των Ιονίων Νήσων όπου, για πάνω από επτά χρόνια, η παληά τάξη της αριστοκρατίας κατάφερε και πάλι να επιβληθεί στον λαό.

Αγγλική κυριαρχία

Το 1809 οι άγγλοι με δυνατό στρατό εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο και την έκαναν πρωτεύουσα του Κράτους των Ιονίων.

Τα αρχικά πλεονεκτήματα που έδωσαν οι άγγλοι στον λαό, όπως κάποια μορφή δημόσιας περίθαλψης και η ίδρυση του πρώτου τυπογραφείου του νησιού, ματαιώθηκαν από την άφιξη του T. Maitland, νέου κυβερνήτη της Ζακύνθου.

Αυτός δεν άργησε να δείξει τον αυταρχικό και τυρανικό του χαρακτήρα, σε σημείο που οι νησιώτες αφού πρώτα έκαναν ενστάσεις διαμαρτυρίας προς την αγγλική κυβέρνηση, κατέληξαν να ιδρύσουν μια κρυφή πατριωτική εταιρεία που πήρε το όνομα "Φιλική Εταιρεία".

Αυτή η οργάνωση υπήρξε στη βάση της εθνικής εξέγερσης της Ελλάδας και στη Ζάκυνθο υπάρχει στήλη στη μνήμη των πατριωτών αυτών.

Προσάρτηση στην Ελλάδα

Η απεξάρτηση της Ελλάδας από την Τουρκία έδωσε ζωή σε ένα ριζοσπαστικό κίνημα στα νησιά του Ιονίου που πάλεψαν πολλά χρόνια εναντίον των άγγλων για να μπορέσουν να προσαρτηθούν στην Ελλάδα και να μην βρίσκονται πια κάτω από ξένο ζυγό.

Η ένωση της Ζακύνθου και των άλλων νησιών του Ιονίου με την Ελλάδα έγινε το 1864 χρονιά που επιτέλους είδε την ελληνική σημαία να υψώνεται στο νησί.

Σύγχρονη εποχή

Όπως η υπόλοιπη Ελλάδα έτσι και η Ζάκυνθος, κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπέστη την κατοχή ιταλών και γερμανών και στην Ζάκυνθο δημιουργήθηκε μέτωπο αντίστασης στον κατακτητή.

Μετά τον πόλεμο, το 1953, το νησί υπέστη ένα άλλο τρομερό πλήγμα: ένα σεισμό που γκρέμισε ολόκληρη την πόλη.

Τα όμορφα παλιά αρχοντικά γκρεμίστηκαν και από τις διάφορες κυριαρχίες που διαδέχτηκαν η μία την άλλη στο νησί δεν έμεινε ουσιαστικά τίποτα. Χάρη στην βοήθεια της κυβέρνησης και τη θέληση των κατοίκων σιγά σιγά ξαναχτίστηκε η πόλη.

Πολιτισμός

Τον ακμαίο πολιτισμό του παρελθόντος μαρτυρούν μερικά αρχαία ερείπια, τοιχογραφίες αγίων σε εκκλησίες που διασώθηκαν από την βυζαντινή περίοδο και αρχαία νομίσματα.

Η τέχνη και η λογοτεχνία είχαν αρχή μόλις στον δέκατο πέμπτο αιώνα κάτω από την ενετική κυριαρχία και επέτρεψαν τη γέννηση ενός πλούσιου πολιτισμού σε αντίθεση με το υπόλοιπο της Ελλάδας που, κάτω από το ζυγό των τούρκων, περνούσε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας της.

Λογοτεχνία

Η γέννηση της λογοτεχνίας ορίζεται στον δέκατο πέμπτο αιώνα όταν οι ποιητές του νησιού διακρίνονταν όχι μόνο για την ποίηση και την πεζογραφία αλλά και για τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων στην καθομιλουμένη.

Τον επόμενο αιώνα η Ζάκυνθος συνέβαλε σημαντικά στην Ελληνική λογοτεχνία και τέχνη με την ίδρυση της πρώτης Ελληνικής Ακαδημίας και με σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Μαρτέλαος, δάσκαλος του Φώσκoλου, ο Γκουζέλης, ο Σολωμός και ο Μάτεσις, θεατρικός συγγραφέας που θεωρείται ιδρυτής του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

Ανάμεσα στους ποιητές οι πιο γνωστοί του δέκατου ένατου αιώνα είναι σίγουρα ο Φώσκoλος, του οποίου τα ιταλικά ήταν η μητρική γλώσσα, ο Κάλβος, του οποίου η φράση "Η ελευθερία απαιτεί αρετή και τόλμη" αναγράφεται στο θυρεό της πόλης της Ζακύνθου και ο Διονύσιος Σολωμός στον οποίο αφιερώνεται μια πλατεία και μια εκκλησία.
Ζωγραφική

Οι πρώτες επιρροές στο χώρο της ζωγραφικής έχουν απαρχή την βυζαντινή τέχνη.

Οι πρώτοι ζωγράφοι ασχολούνται αποκλειστικά με θρησκευτικά θέματα και αγιογραφίες σε εκκλησιές, και χρησιμοποιούν την τεχνική τέμπερας με αυγό πάνω σε ξύλο.
Ο Σολωμός, που σπούδασε στην Ιταλία και έγραψε ποιήματα και στα ιταλικά, αφού γύρισε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο δημιούργησε έργα για να στηρίξει το λαό κατά την περίοδο του πολέμου ενάντια στην τουρκική κατοχή , μερικά από τα οποία είναι κορυφαία λυρικά έργα στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Ο Κάλβος και ο Σολωμός αναπαύονται στο εσωτερικό του Μουσείου που φέρει το όνομά τους.

Τον δέκατο έβδομο αιώνα με την εμφάνιση του Δοξαρά αλλάζει η τεχνική και περνούν στη χρήση λαδιού σε καμβά πράγμα που οδηγεί στην διάδοση προσωπογραφιών και προοπτικών σχεδίων.

Ένας άλλος εξέχων ζωγράφος υπήρξε ο Κουδούνης που ανήκε στην Φιλική Εταιρεία και ζωγράφισε πίνακες με εθνικιστικά μηνύματα και όχι μόνο θρησκευτικούς.

Δεν πρέπει να ξεχαστεί και ο Τσάκος για την ζωγραφική του ποιότητα και την ακρίβεια με την οποία ζωγράφιζε τις λεπτομέρειες στις προσωπογραφίες του.

Τον δέκατο ένατο αιώνα η ζωγραφική αλλάζει, εν μέρει, προοπτική.

Δεν είναι πια μόνο μια ιερή τέχνη που εκτίθεται στις εκκλησίες αλλά αρχίζει να θεωρείται σαν τέχνη που όλοι μπορούν να θαυμάζουν και στους τοίχους του δικού τους σπιτιού.

Αυτόν τον αιώνα σημαντικός υπήρξε ο Πελεκάσης, ζωγράφος με διεθνή αναγνώριση για τα τοπία του, τις προσωπογραφίες και εικόνες που έχουν εκτεθεί και σε Μουσεία.

Γλυπτική

Τον δέκατο όγδοο αιώνα αναπτύχθηκε η ανάγλυφη επεξεργασία του αργύρου και η ξυλογλυπτική, τα δε έργα που έφτιαχναν μπορούσε να τα θαυμάσει κανείς προπάντων στις εκκλησίες.

Ένας γνωστό τεχνίτης αργυροχόος ήταν ο Γ. Μπάφας και δείγμα των υπέροχων έργων του βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου.

Μεταξύ των ξυλογλυπτών, μπορούμε να αναφέρουμε τους αδελφούς Βλάχου, που στόλισαν πολλές εκκλησίες και σπίτια με τα έργα τους τα οποία στη συνέχεια καταστράφηκαν στο σεισμό του 1953, και τον Στέφανο Ξενόπουλο, ειδικευμένο στην τέχνη του ψηφιδωτού.

Αρχιτεκτονική

Στην πόλη της Ζακύνθου, πριν από τον σεισμό, εναλλάσσονταν αρχοντικά με αστικά και λαϊκά σπίτια και πολυάριθμες εκκλησίες.

Η επιρροή των Ενετών επέτρεψε την κατασκευή δημοσίων κτιρίων, δρόμων και γεφύρων που βελτίωσαν την πόλη και μεταξύ 1840 και 1870 ανεγέρθηκαν πολλά νεοκλασικά κτίρια που έδειχναν τον συνδυασμό του βενετσιάνικου με το στυλ μπαρόκ.

Αυτό το νεοκλασικό στυλ αναδύεται και στο σχεδιασμό μερικών εκκλησιών.

Το 1953, με τον σεισμό και την πυρκαγιά που ακολούθησε, το μεγαλύτερο μέρος της πόλης γκρεμίστηκε και μαζί του η αίγλη του παλιού πολιτισμού.

Η ανοικοδόμηση σε λίγες περιπτώσεις έμεινε πιστή στο στυλ των παλαιών αρχοντικών που είχαν καταστραφεί και δεν υπήρξε δυνατόν να ξαναχτιστεί από τις στάχτες μια ολόκληρη πόλη διατηρώντας την ομορφιά και την γοητεία που τώρα μόνο οι πιο γέροι θυμούνται.

Μουσική και θέατρο

Η χρήση μουσικών οργάνων, που αρχικά υιοθετήθηκε για να συνοδεύει στρατιωτικές παρελάσεις, οδήγησε τους νησιώτες, μέσα στους αιώνες, να φτιάχνουν μπαλάντες, για να συντροφεύουν τις στιγμές λαϊκών εορτών.

Παρά τις βενετσιάνικες επιρροές (Ζακυνθινή Σερενάτα) και τις κρητικές, από την αρχαιότητα στο νησί αναπτύχθηκαν ίδια μουσικά σχήματα που έφτασαν σε στιγμές μεγαλύτερης αίγλης με την ίδρυση της Μουσικής Σχολής της Ζακύνθου το 1815 και με το σχηματισμό εκείνα τα χρόνια μουσικών λεσχών και χορωδιών.

Την στρατιωτική αυτή παράδοση την ξαναβρίσκουμε τόσο στην εκκλησιαστική μουσική όσο και στους παραδοσιακούς χορούς, η πιο γνωστή έκφραση των οποίων είναι σίγουρα το συρτάκι. Είναι ένας αρχαίος κι ζωηρός χορός που συνοδεύεται από λαϊκά τραγούδια με θέμα τον έρωτα και το γάμο.

Μαζί με τη μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς, αποδίδεται μεγάλη σημασία στο θέατρο, τόσο σαν κοινή στιγμή γιορτής, όσο και σαν στοιχείο λαϊκής παράδοσης που οι ρίζες του χάνονται στην περίοδο της ενετικής κυριαρχίας.

Ενώ, αρχικά, έκαναν τις παραστάσεις στα αρχοντικά σαλόνια και ως επί το πλείστον ήταν αποκλειστικότητα των πλουσίων τάξεων, κατά τα τελευταία χρόνια της ενετικής ηγεμονίας κατασκευάστηκε ένα θέατρο που άρχισε να φιλοξενεί, για πρώτη φορά, και τις πιο λαϊκές τάξεις.
Τα δύο θεατρικά είδη που αναπτύχθηκαν με μεγαλύτερη επιτυχία υπήρξαν η όπερα και οι λεγόμενες "ομιλίες", λαϊκές παραστάσεις που συχνά κατήγγειλαν τις κοινωνικές αδικίες που υφίσταντο οι πιο φτωχοί; σ' αυτά τα έργα το συνηθισμένο θέμα ήταν επομένως η αντίθεση μεταξύ πλουσίων και φτωχών και οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκα για να κρατούν την ανωνυμία τους.

Αναρτήθηκε από τον Διονύση Χριστοφοράτο
Πηγή  :  www.zanteisland.com    


************************************************** 
18 Ιανουαρίου 2013
 ΠΑΞΙΟΙ  :  ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Φοινικική λέξη "πακς", που σημαίνει γεωμετρικό "τραπέζιο", δηλαδή νησί με τραπεζοειδές σχήμα, όπως φαίνεται από τη θάλασσα, είναι κατά το Στράβωνα αυτή που έδωσε το όνομά της στους Παξούς.
·        Άλλη εκδοχή είναι η αναφορά ότι μερίδα κατοίκων της Σικελικής Παξούντος, από ανάγκη ή φατριαστική καταδρομή, εκπατρίστηκε και εγκαταστάθηκε στους Παξούς, που τους δόθηκε το πάτριο όνομα. (Εφημερίδα "Παξοί" Φ. 50, 15-8-27).
·        Ο Μητροπολίτης Παραμυθίας Αθηναγόρας αιτιολογεί το όνομα Παξοί από τις πλάκες που έβγαιναν στους Παξούς και γινόταν εξαγωγή. Σύνθεση της λέξης Παξ = πλάκα και αε ή αι = νησί, μας δίνουν το όνομα του νησιού των πλακών.
·        Ο Μουστοξύδης θεωρεί ότι προέρχεται το όνομα των νησιών από το επίθετο πακτός (δωρικός τύπος του πηκτός).
·        Ο θησαυρός της Ελληνικής γλώσσας του Ερρίκου Στεφάνου ετυμολογεί την ονομασία από το αρχαίο ρήμα πηγνύω και μάλιστα από το μέλλοντα "πήξω". Μια άλλη εκδοχή είναι να προήλθε από τη φράση "πακσώσας θύρας" (κεκλεισμένες), γιατί το λιμάνι του Γάη είναι κλειστό.
·        Γιάννης Δόικαςπιστεύει ότι η λέξη ΡΑΧ-ειρήνη, είναι αυτή που θα ταίριαζε στο ειρηνικό νησί των Παξών

[ από το βιβλίο του Σπύρου Μπογδάνου για τους Παξούς, μεγάλο μέρος του οποίου έχει αποτελέσει το υλικό για τον δημοτικό δικτυακό τόπο των Παξών]
Οπως όλα τα Επτάνησα, έχουν ξεχωριστό έμβλημα έτσι και των Παξών, έχει έμβλημα του, την τρίαινα. Λέγεται, πως ο θεός Ποσειδώνας, κυρίαρχος των θαλασσών, επιθυμώντας να κάμει ένα όμορφο, ειρηνικό νησί, μακρυά από τους άλλους θεούς και τους ανθρώπους, με σκοπό να κατοικήσει μαζί με την ερωμένη του Αμφιτρίτη, χτύπησε με την τρίαινα του δυνατά το νοτιώτερο μέρος της Κέρκυρας και σχηματίστηκαν οι Παξοί. Με το κτύπημα όμως έχασε την τρίαινα του, που αργότερα την βρήκαν οι Παξινοί και την έκαμαν έμβλημα τους. Λέγεται ακόμη, πως ο Ποσειδώνας, κουράστηκε κάποτε πηγαίνοντας από την Λευκάδα στην Κέρκυρα και αποφάσισε να κάμει ακόμα ένα σταθμό στο μέσο των δύο νησιών. Χτύπησε δυνατά την τρίαινα του και φάνηκε, σαν μυθικό τέρας, μέσα από τους αφρούς της θάλασσας το νησί των Παξών. Μαζεύτηκαν τα δελφίνια, οι φώκες, οι γλάροι, τα θαλασσοπούλια και γέμισε ο τόπος ζωή. Εστησε την τρίαινα του, στην πιο ψηλή κορυφή, στην μεγάλη βίγλα του Αγίου Iσαύρου, 250μ, σημάδι της θεϊκής κατοικίας. Πολύ αργότερα μαζεύτηκαν λίγοι βοσκοί και σχηματίστηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας του νησιού.
[ Από το εξαντλημένο βιβλίο του Γιάννη Δόικα"Παξοί, Ιστορία, Λαογραφία, Παράδοση"]
Η πορεία του νησιού μέσα στην Ιστορία υπήρξε παράλληλη με εκείνη της Κέρκυρας. Στο πλευρό της αγωνίστηκε ενάντια στους πειρατές και στις τουρκικές επιθέσεις. Άρχισε να προοδεύει μετά την κατάκτηση της Επτανήσου από τους Ενετούς το 1386.
Το 1453 έχτισαν το κάστρο του Αγίου Νικολάου, που ακόμα και σήμερα, ερειπωμένο πια, στέκει περήφανος φρουρός του νησιού γεμίζοντας δέος τον επισκέπτη, και εντυπωσιάζοντας με την απλότητα του και την επιβλητική του γραμμή, με τις πολεμίστρες και τα κανόνια του. Παράλληλα χτίστηκε και ένα δεύτερο κάστρο, το κάστρο του Διαλέτου, στη θέση Μπαμπακά στη Λακκα, πάνω από τη γνωστή αμμουδιά του Χαραμή, που από αμέλεια έχει δυστυχώς τελείως καταστραφεί. Αφού λοιπόν εξασφαλίστηκε η πρoστασία του νησιού η προσοχή τους στράφηκε στην αύξηση της ελαιοκαλιέργειας σ' ολόκληρο το νησί. Αυτό το θαύμα που αντικρίζει κανείς σήμερα πραγματοποιήθηκε τότε, με πολύ κόπο και μόχθο. Το νησί έγινε ένας απέραντος ελαιώνας και το λιγοστό χώμα συγκρατήθηκε γύρω από τις ελιές με τις γρέμπες, χιλιάδες μέτρα γρέμπες! 'Ένα απέραντο μνημείο πέτρας, μια ανεπανάληπτη κληρονομιά. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες ρίζες βρίσκονται πάνω στο νησί. Τα 152 ερειπωμένα πρωτόγονα λουτρουβιά (ελαιοτριβεία) θυμίζουν στον επισκέπτη ακόμη και σήμερα τον οργασμό που παρουσίαζε το νησί και το μόχθο του ανθρώπου.
Το 1797, έπειτα από 411 χρόνια κατοχής, οι Ενετοί παρέδωσαν τους Παξούς στους Δημοκρατικούς Γάλλους. Η γαλλική κατοχή κράτησε περίπου 2 χρόνια. Το 1799, μετά από τρίμηνη πολιορκία, η Κέρκυρα καταλήφθηκε απδ τους Ρωσοτουρκους και με το σύνταγμα του 1800 τα Επτάνησα - και φυσικά οι Παξοί -κηρύχτηκαν "Επτάνησος Δημοκρατία" κάτω από την επικυριαρχία της Τουρκίας και την προστασία της Ρωσίας. Το πρώτο όμως αυτό ελληνικό κράτος είχε μόνο 7 χρόνια ζωής. Σύμφωνα με τα μυστικά άρθρα της συνθήκης του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου 1807, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στους Αυτοκρατορικούς Γάλλους. Η κατοχή τους κράτησε μέχρι το 1814. Στο διάστημα αυτό, εξαιτίας του αγγλικού αποκλεισμού, στο νησί δημιουργήθηκε μεγάλη έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα το 1810 να στασιάσουν οι Παξινοί κατά των Γάλλων και να σκοτώσουν το Διοικητή, Κόμη Δημάκη Μακρή, το Λάσκαρη Γραμματικό και να κακοποιήσουν άλλους. Οι Γάλλοι όμως σε λίγες μέρες κατέστειλαν τη στάση και τιμώρησαν αυστηρά τους στασιαστές. Εφτά από αυτούς τουφεκίστηκαν το 1811 στο φρούριο της Κέρκυρας, πολλοί έφυγαν από το νησί και άλλοι φυλακίστηκαν. Μείνανε όμως αρκετοί ελπίζοντας πως ο αγγλικός στρατός σύντομα θα καταλάβει το νησί.
Πραγματικά το 1814 ο αγγλικός στρατός, με διοικητή τον Church και ταγματάρχη το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κατέλαβε το φρούριο και εξουδετέρωσε τη Φρουρά χωρίς να χρειαστεί να δώσει μάχη- Το 1817 υπογράφτηκε το σύνταγμα και τα Ιόνια Νησιά αποτελέσανε το "Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων", κάτω από την αγγλική προστασία, με Άγγλο αρμοστή που συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες. Η 'Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα συντελέστηκε το 1864.
 [ Από το εξαντλημένο βιβλίο του Γιάννη Δόικα "Παξοί, Ιστορία, Λαογραφία, Παράδοση"]
Αναρτήθηκε από τον Διονύση Χριστοφοράτο
Πηγή : www.enosipaxion.gr
====================================================================== 
7 Νοεμβρίου, 2012
 H Κατάσταση στα Κύθηρα μέχρι το τέλοs του 16ου αιώνα.

( Απόσπασμα από τα δημοσιεύματα του συγγραφέα, εκδότη και Αντιπροέδρου της Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών στην εφημερίδα ″Κυθηραϊκά″ κ.Εμμανουήλ Καλλίγερου )

Μετά την καταστροφή από τον Βαρβαρόσσα άρχισε γρήγορα η επανακατοίκηση του νησιού από τους επιστρέφοντες αιχμαλώτους ή από νέους εποίκους, n κατάσταση όμως σ' αυτό δεν ήταν καθό­λου καλή.
O φόβος νέων επιδρομών, n εγκατάλειψη των καλλιεργειών, n μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών και n συνεχιζόμενη βέβαια πίεση των ευγενών δεν οδηγούσαν σε βελτίωση στη ζωή του νησιού, ο πληθυσμός του οποίου, σύμφωνα με έκθεση του Σοράντζο του 1545, ήταν μόλις 1880 κάτοικοι.

'Ετσι οι κάτοικοι υποβάλλουν αναφορές μέσω του εκπροσώπου τους Γ. Καλούτση, τις οποίες σχολιάζει προς την ενετική Κυβέρνηση ο Ενετός Προβλεπτής Ιω. Σοράντζο. Από τις αναφορές αυτές των κατοίκων, που γίνονται το 1543, μαθαίνουμε ότι τα φρούρια του νησιού είναι κατεστραμμένα από τις επιδρομές των κουρσάρων και απαιτείται n επισκευή τους.

Συγχρόνως οι κάτοικοι ζητούν μόνιμη φρουρά από εικοσιπέντε εφίπ­πους και έμπειρους στρατιώτες καθώς και φοροαπαλλαγές, τόσο γι' αυτούς όσο και για όσους επιστρέψουν ή πρωτοκατοικούν στα Κύθηρα. Πολλά από τα αιτήματα αυτά γίνονται δεκτά, αρκετά αργότερα, το 1545, όπως προκύπτει από απόφαση του Συμβουλίου της Βενετίας. Την εποχή αυτή παρέχεται n έγκριση και n πίστωση από την Ενετική Κυβέρνηση να κατασκευασθούν και δεξαμενές νερού στο Κάστρο του Καψαλιού καθώς και σιταποθήκες, ενώ χαρίζονται τα χρέη των κατοίκων προς τους Βενιέρους.

Φαίνεται όμως ότι παρά τις αποφάσεις αυτές n φρούρηση του νησιού έμενε ανεπαρκής, καθώς το 1547 ένας άλλος Προβλεπτής, ο Μ. Μπάφφο, ζητά την έγκριση να συγκροτήσει σώμα από σαράντα Κύπριους και Κρήτες πρόσφυγες στη Μάνη, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για τη φρού­ρηση των Κυθήρων. H φρουρά αυτή ζητείται για να εγκατασταθεί στο φρούριο με την οικογένεια κάθε στρατιώτη, ώστε να αυξηθεί και ο πλη­θυσμός. Δεν έγινε γνωστό πότε ακριβώς εδόθη απάντηση σ' αυτό το αίτη­μα πρέπει όμως να έγινε δεκτό και από τότε να βρέθηκαν στο νησί κάποι­ες Κυπριακές και Κρητικές οικογένειες. H οικογένεια του Σταμάτη Κονόμου από την Πελοπόννησο βρίσκεται στα Κύθηρα σίγουρα από το 1540, αργότερα δε με πρότασή του και με τη βοήθεια των Ενετών κατα­λαμβάνεται ένας, κατεχόμενος από τους Τούρκους, Πύργος στη Μάνη. Υπηρεσίες προσφέρει την ίδια εποχή ως πληροφοριοδότης των Ενετών ο Θεόδ. Κρίθαρης.

Σύμφωνα πάντως με Ενετική έκθεση του 1563, πολλοί Κυθήριοι     εξακολουθούν να ζουν εις την απέναντι Μάνη και να διστάζουν να έλθουν πάλι στα Κύθηρα για το φόβο νέων πειρατικών επιδρομών.
Οι σχετικές προσπάθειες των Ενετών προς την κατεύθυνση της αύξησης του πληθυσμού μερική επιτυχία φαίνεται, ότι είχαν καθώς το 1563 αναφέρεται να κατοικούνται τα Κύθηρα από 3. 000 άτομα και το 1577 από 2. 405. Είναι γεγονός πάντως πως οι Ενετικές εκθέσεις της εποχής ζητούν να οχυρω­θούν τα Κύθηρα και να κρατηθούν από την Βενετία, καθώς αποτελούν γι' αυτήν το "μάτι της στην Ανατολή".
H Βενετοτουρκική ειρήνη πάντως του 1540, με την οποία οι Ενετοί  παρέδωσαν τη Μονεμβασία και το Ναύπλιο στους Τούρκους, δεν επρόκει­το να κρατήσει πολύ. Εν τω μεταξύ οι Ενετοί πρότειναν στους Μονεμβασιώτες, που εγκατέλειψαν την πόλη τους , να εγκατασταθούν στα Κύθηρα. Οι τελευταίοι όμως με παρότρυνση του Μητροπολίτη τους Μητροφάνους  αρνήθηκαν και κατέληξαν στην Κέρκυρα επειδή φοβήθηκαν το άγονο του Κυθηραϊκού εδάφους, αλλά και τους πειρατές. Φαίνεται πάντως ότι τότε μερικές τουλάχιστον Μονεμ3ασιώτικες οικογένειες έμειναν στα Κύθηρα, πιθανόν όσες είχαν σχέσεις με αυτά λόγω παλαιότερων μετοικήσεων (Ευδαιμονογιάννηδες, Νοταράδες κ.ά.).

Η απήχηση στη Δύση για τις Τουρκικές επιτυχίες στο Αιγαίο (Κύπρος Μονεμβασία κ.ά.) έκαναν τις δυτικές δυνάμεις να παραμερίσουν προς στιγμήν τις διαφορές τους. 'Ετσι, μετά τις συνεννοήσεις των Ενετών με τους Ισπανούς, συγκροτήθηκε μεγάλος χριστιανικός στόλος υπό τον Αντρέα Ντόρια, στον οποίο υπηρέτησαν και πολλοί 'Ελλnνες, αναφέρο­νται δε μεταξύ αυτών και Κυθήριοι.

Το σημαντικότερο είναι ότι στον Τουρκικό και τον πειρατικό στόλο που είχε συγκροτηθεί για την αντιμετώπιση των Χριστιανικών δυνάμεων χιλιά­δες κωπηλάτες αλυσσοδεμένοι στα κάτεργα ήταν Χριστιανοί δούλοι, που είχαν συλληφθεί από τις επιδρομές των πειρατών κατά τα προηγούμενα χρό­νια. Οι δύο στόλοι ήλθαν τελικά σ' επαφή στη θάλασσα έξω από τη Ζάκυν­θο, παρά τις Εχινάδες Νήσους, το 1571 και n περιώνυμη ναυμαχία, που έγινε και είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των Τούρκων, πήρε το όνομα Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Η νίκη των Χριστιανών ενεθάρ­ρυνε τους υπόδουλους στους Τούρκους, αλλά και τους υπηκόου ς των Ενε­τών, αφού και αυτοί υπέφεραν τα πάνδεινα από τις επιθέσεις των πειρατών στα Κύθηρα, στα οποία, λίγους μόνο μήνες πριν τη Ναυμαχία της Ναυπά­κτου, είχε επιτεθεί ο Τούρκος Ναύαρχος Ουκιαλής και είχε προξενήσει σημαντικές καταστροφές, πήρε δε πολλούς Κυθήριους αιχμαλώτους.

Τον ίδιο χρόνο, 1571 (κατ' άλλους το 1572 ή το 1573), γίνεται γνω­στό ότι συγκροτείται στα Κύθηρα Συμβούλιο των Ευγενών από άτομα που είχαν —πιθανόν ευγενική καταγωγή ή ήταν πλούσιοι  αστοί ή άλλοι, που προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην ενετική Κυβέρνηση.

Η πρώτη αυτή γνωστή σύνθεση του Συμβουλίου των Ευγενών είχε ως εξής: Μάρκος και Νικολό Βενιέροι, Γεώργ. Μανούρης, Δημ. Βασκινάρης, Ιάκ. Δουκατάρης, Νικ. Δαρμάρος, Παύλος Καλούτοης, Θεόδ. Καλούτσnς και ο αδελφός του, Αντ. Στάης, Α. Στάης, Φρ. Στάης, Νικ. Στάης, Α. Στάης, Αντ. Φ. Στάης, Ανδρ. Λεβούνης, Ιω. και ΓεώργιοςΛεβουνης, 4111- Σταμ. και Ανδρ. Δ. Λεβούνης, Πέτρος Λεβούνης, Νικ. και Εμμ. Λεβούνης, Λέων Κασιμάτης, Ναταλίν Λεοντσίνης, Νικ. Δουκατάρης, Γεώργ Σαγιάνος και Κορν. Μαμουνάς.

Από το 1563 έχουμε και κάποια επαρκή στοιχεία, κυρίως Νοταριακά έγγραφα στο Αρχείο Κυθήρων, από τα οποία προκύπτει ότι πολλές Κυθη­ραϊκές οικογένειες αυτής της εποχής συνεχίζουν και σήμερα να έχουν απογόνους στο νησί και πιθανολογείται ότι πολλές απ' αυτές βέβαια θα πρέπει να προϋπήρχαν της καταστροφής του Βαρβαρόσσα. Τέτοιες οικο­γένειες (εκτός απ' αυτές που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο, σελ 37) είναι, μεταξύ άλλων, οι, Λευθέρη, Λουράντου, Πετροχείλου, Πρινέα, Μεγαλοκονόμου, Κομηνού, Καρύδn κ.ά.

Από το 1571, που έγινε n επιδρομή του Ουκιαλή και εξ αιτίας της Τουρκικής πανωλεθρίας στη Ναύπακτο, το νησί μένει ήσυχο από πειρα­τικές επιδρομές, η αύξηση όμως του πληθυσμού γίνεται με αρκετά βραδύ ρυθμό.
'Ηδn το 1587 καταγράφονται 4. 173 κάτοικοι. Μάλιστα αναφέρε­ται ως σημαντικό γεγονός ότι κατά τα έτη 1586-87 δώδεκα οικογένειες εγκαθίστανται στα Κύθηρα. Από έκθεση του Γεν. Προβλεπτού Κρήτης Ιω. Μοντσενίγου, από την οποία πληροφορούμεθα τα παραπάνω, επιβεβαι­ώνεται και το γεγονός ότι μεγάλες απώλειες υπέστησαν τα Κύθηρα σε ανθρώπινο δυναμικό, εκτός από την επιδρομή του Βαρβαρόσσα, και στις ναυμαχίες μεταξύ Ενετών και Τούρκων, καθώς στα πλοία των πρώτων υπηρετούσαν αρκετοί Κυθήριοι.
Στα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα πληθαίνουν πάντως οι πληροφο­ρίες που παρέχονται για το νησί, γιατί εκτός από τις Ενετικές πληροφορίες, πολύτιμες πηγές αποδεικνύονται τα συμβολαιογραφικά έγγραφα, που έχουν διασωθεί στο Αρχείο Κυθήρων, αλλά τα οποία δεν έχουν μελετηθεί μέχρι τώρα επαρκώς ούτε έχουν γίνει σημαντικές σε αριθμό εργασίες πάνω σε αυτά.

Οι πόλεμοι πάντως μεταξύ Ενετών και Τούρκων δεν έπαψαν με την είσοδο του επόμενου αιώνα, αντίθετα εντάθηκαν, ώστε νέα δεινά να προ­ να μην διωχθούν οι Τούρκοι, να ανακτήσουν γρήγορα τις δυνάμεις τους και να παγιωθεί n κυριαρχία τους στο Αιγαίο, ώστε τα δεινά των υπό­δουλων να συνεχισθούν για δύο αιώνες ακόμη.
========================================================================
1η Νοεμβρίου, 2012

Απόσπασμα από το βιβλίο του    ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. ΣΚΟΥΖΕ
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΟΥ  " Μονογραφία για την Κεφαλληνία "΄
▫▫▫▫▫▫
(Διατηρήσαμε την ορθογραφία των κειμένων προσαρμόζοντας αυτά στο μονοτονικό)
……………………………………………………………..
Αν ανατρέξη κανείς στην Μυθολογία, θ’ ανακαλύψη ότι τ’ όνομα Κεφαλληνία, το οφείλει το ωραίο αυτό νησί στον Κέφαλο, εγγονό του αρχαίου βασιλέως των Αθηνών Κέκροπος, που εξορίστηκε από την Αθήνα και έφθασε κάποτε μετά από πολλές περιπέτειες, εις τη νήσο των Τηλεβόων – δηλαδή φωνακλάδων – και ερωτεύθηκε την κόρη του Ταφίου, βασιλέως της νήσου Κομαιθώ, που τελικά ενυμφεύθη και, μετά το θάνατο του πεθερού του, έγινε βασιλεύς της νήσου, στην οποία εχάρισε το όνομά του.

Στα κλασσικά χρόνια ξέρομε ότι οι Κεφαλλήνες συμμετείχαν στην Αθηναϊκή συμμαχία. Ακόμα, πήραν μέρος στους πολέμους κατά των Περσών κι’ εβοήθησαν τους Αθηναίους στον Πελοποννησιακό πόλεμο.  Κατά την εποχή των πολέμων του Φιλίππου του Ε΄, Βασιλέως της Μακεδονίας εναντίον των Αιτωλών τον 3ον π.Χ. αιώνα πήραν το μέρος της γειτονικής συμπολιτείας κι’ επολέμησαν  ηρωϊκά κατά των Μακεδόνων.  Απέκρουσαν την εισβολήν του Φιλίππου στη νήσο και συγκεκριμένα στην επαρχία Πάλλης.

Όταν  η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στην δύσι της, οι Κεφαλλήνες έγιναν ένα από τα θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού απέκρουσαν αποβάσεις των Γότθων και Σαρακηνών στη νήσο τους.  Όμως μετά την εξασθένησι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ετέθησαν υπό την προστασία των Ενετών, με τους οποίους έγιναν σύμμαχοι κι’ αγωνίσθησαν σκληρά εναντίον των Τούρκων.

Τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τις υπαγόρευσε η μεγάλη τότε, δύναμις της Ενετικής Δημοκρατίας κι’ ο πόθος της αποτινάξεως της Τουρκικής κυριαρχίας στην υπόλοιπη Ελλάδα.  Για το σκοπό αυτό, έστειλαν από τας Ιονίους νήσους, με προτροπή των Κεφαλλήνων, πρέσβεις στη Βενετία με αρχηγό τον Σπύρο Θεοτόκη όπου ανάμεσα στα άλλα, συνεφώνησαν και τα εξής :  1)  Ο Ύπατος Ενετός Αρμοστής θα είχε την πολιτική και στρατιωτική γενικήν εποπτεία στας νήσους.  2)  Αι νήσοι ήσαν υποχρεωμέναι να στρατεύουν  ωρισμένο αριθμό ανδρών, ανάλογα με την σοβαρότητα των περιπτώσεων.  3)  Η Δικαιοσύνη θα λειτουργούσε με βάση τους ενετικούς νόμους.  4)  Οι ευγενείς των νήσων θα είχαν το δικαίωμα να διορίζουν δημοσίους υπαλλήλους, αλλά ο Αρμοστής θα είχε την τελικήν έγκρισι.  5)  Η Ορθόδοξος Εκκλησία θα διατηρούσε την προνομιακή στας νήσους θέσι της και την κυριότητα της περιουσίας της.  6)  Οι κτηματίαι ευγενείς δεν θα έχαναν το προνόμιο και τις ιδιοκτησίες τους.  7)  Η Ενετική Δημοκρατία σε καμμιά περίπτωσι  δεν θα μπορούσε να πουλήση, παραδώση ή εγκαταλείψη τας νήσους, αλλά τουναντίον είχε την ιερή υποχρέωσι να τας υπερασπίσει έως το τέλος κατά παντός τρίτου.

Ολη τη χρονική διάρκεια που τα νησιά έμειναν υπό την Ενετικήν κυριαρχία, δηλαδή μέχρι το 1797, δεν έπαψαν να αγωνίζονται στο πλευρό των Ενετών σκληρά εναντίον των Τούρκων.

Κατά την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1575 και κατά την πολιορκία της Κέρκυρας το 1714 έπεσαν και διέπρεψαν επίλεκτα τέκνα της νήσου όπως οι Τσιμάρας πατέρας και υιός, Λούζης, Βολταίρας και πολλοί άλλοι.  Επίσης γνωρίζομεν ότι κατά την διάρκεια της Ενετοκρατίας οι Αθηναίοι, επειδή είχαν καταδιωχθή από τους Τούρκους, κατέφυγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα, σε άλλα νησιά, αλλά και μακρύτερα, στην Κεφαλληνία.  Η παράδοσι, αλλά και ιστορικοί όπως ο Piniatorre, ισχυρίζονται πως ένας δήμος, που έως σήμερα αποκαλείται « Θηνιά », έχει πάρει το όνομά του από τους Αθηναίους αποίκους.

Στις 28 Ιουνίου του 1797, μια μοίρα του Γαλλοενετικού στόλου υπό το Ναύαρχο Bourde και τον Κορσικανό στρατηγό Gentil έμπαινε στο λιμάνι της Κέρκυρας και διαδοχικά κατάλαβε και τας υπολοίπους νήσους.  Οι Κεφαλλήνες με έκπληξι και δυσφορία δέχτηκαν τους Γάλλους και χρειάσθηκε πολύς κόπος για να πεισθούν από τους απεσταλμένους της πόλεως της Βενετίας και από τον Ύπατο Αρμοστή Vidiman να παραδοθούν στους νέους κατακτητάς.  Γι’ αυτό κι’ όταν μετά τη συνθήκη του CamboFormio που υπέγραψε ο Μέγας Ναπολέων και η Αυστρία στις 17 Οκτωβρίου 1797, γινόταν η οριστική πτώσι της Ενετικής Δημοκρατίας και αι Ιόνιοι νήσοι περιήρχοντο στη Γαλλία, οι Κεφαλλήνες πρώτοι, ύψωσαν την σημαία της Επαναστάσεως και ζητούσαν από τους Γάλλους την ελευθερία και τα προνόμια που είχαν χάσει.

Συνέπεια αυτής της επαναστάσεως των ήταν ο Μέγας Ναπολέων να στείλη στας νήσους τον Corvigny, ο οποίος αφού τις διήρεσε σε δύο διαμερίσματα την Κέρκυρα και την Ιθάκη, ώρισε σε κάθε νησί ένα τοπικό διοικητικό συμβούλιο, με κεντρικό στην Κέρκυρα κι’ ανέθεσε την Προεδρία της Κυβερνήσεως στον Σπύρο Θεοτόκη με Γραμματέα τον Ιωάννη Καποδίστρια.  Σχετικά με την Αθήνα γνωρίζομε ότι ένας Κεφαλλήν της οικογενείας των Βούρβαχη, πατήρ του περιφήμου στρατηγού του Ναπολέοντος, πολέμησε παλληκαρίσια και σκοτώθηκε έξω από την Αθήνα κατά τους αγώνας της Ανεξαρτησίας.  

Στις 21 Μαρτίου του 1800, υπεγράφη μεταξύ των απεσταλμένων των Ιονίων νήσων και της Πύλης συνθήκη, που ανακηρύσσει την Κεφαλληνία μαζί με τα υπόλοιπα νησιά των Ιονίων ανεξάρτητη Δημοκρατία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και ετήσια επιχορήγησι προς την Πύλην  500.000 γροσίων.

Το νέο πολίτευμα ανεγνώρισε  η Ρωσσία και η Αγγλία, η οποία όμως απεβίβασε 2.000 στρατιώτες γιατί δήθεν πληροφορήθηκε ταραχές μεταξύ Αριστοκρατών και χωρικών Κεφαλλήνων και ήθελε να επιβάλη την τάξι.  Οι Κεφαλλήνες, όμως, ενωμένοι της έδωσαν ένα σκληρό μάθημα εξαναγκάζοντας τους στρατιώτες αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Όταν κηρύχθηκε ο Γαλλο – Τουρκο – Ρωσσικός πόλεμος, η νεαρά αυτή πολιτεία με την πρωτοβουλία των Κεφαλλήνων πήρε φανατικά το μέρος της ομοδόξου Ρωσσσίας με την ελπίδα ότι και η Ρωσσία θα βοηθούσε στην απελευθέρωσι της λοιπής Ελλάδος.  Η Ρωσσία όμως με την συνθήκη της 8ης Ιουλίου 1807 έδωσε τας νήσους στους Γάλλους, από τους οποίους τας εκυρίευσαν οι Άγγλοι δια διαδοχικών επιχειρήσεων από του 1809 έως το 1814.

Στα 1815, μετά την κατάρρευσι του Ναπολέοντος, εις την συνθήκη που υπεγράφη μεταξύ Αυστρίας, Ρωσσίας, Αγγλίας και των άλλων κρατών συνεφωνήθη μεταξύ άλλων ότι αι Ιόνιοι νήσοι θ’ αποτελούσαν ελεύθερο κι ανεξάρτητο Κράτος υπό το όνομα ΗΝΩΜΕΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΙ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ και ότι θα ήσαν υπό την άμεση και μόνη προστασία της Μεγάλης Βρεττανίας.  Όμως στην Ελληνική Επανάστασι του 1821 πολλοί Κεφαλλήνες συμμετείχαν ενθουσιωδώς στον αγώνα και στην πρώτη πολιορκία της Ακροπόλεως μερικοί εξ αυτών έσφαξαν αρκετούς Τούρκους μετά την παράδοσί τους εις αντίποινα των σφαγών της Χίου.

Όταν έγινε η ΄Ενωσι  της Επτανήσου με την Ελλάδα, φαίνεται ότι πολλοί Επτανήσιοι βουλευταί της Κεφαλληνίας αισθάνονταν περιωρισμένο το κύρος τους στην Αθήνα και στην Ελληνική Βουλή.  Από εκείνη την εποχή παρατηρείται μία άμιλλα μεταξύ των εις Αθήνας Κεφαλλήνων, που ήθελαν πάντοτε να καταλάβουν ηγετικά αξιώματα, ιδίως στις επιστήμες, και έτσι να κατευθύνουν την ελληνική σκέψι.  Ίσως η περιοχή αυτή ήταν γι’ αυτούς πιο προσιτή στην επίδειξι και στην υπεροχή, γιατί οι περισσότεροι Κεφαλλήνες είχαν εξελιγμένη νοοτροπία κι ελεύθερη σκέψι, επηρεασμένοι άλλωστε από τις σπουδές τους στην Ιταλία.  Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, που κυριάρχησε σχεδόν έξι αιώνες στα Επτάνησα, είχε δύο χαρακτηριστικά εμβλήματα, που ασφαλώς επηρέασαν τον τρόπο του σκέπτεσθαι των ανθρώπων : « Noi siamo Veneziani e poi Christiani » και « Pane in Piazza e Giustizia in Palazzo ».  Με αυτή την παράδοσι και τις ψυχικές προϋποθέσεις, δεν είναι περίεργο ότι οι Κεφαλλήνες, όπως και οι άλλοι Επτανήσιοι,  υπερίσχυσαν στην πνευματική άμιλλα από τους υπολοίπους Έλληνας, ώστε να έχουμε οικογένειες που πολλά μέλη τους εχρημάτισαν αμέσως καθηγηταί του Πανεπιστημίου Αθηνών, π.χ. Αλιβιζάτου, Καββαδία, Κοσμετάτου, Λιβαδά, Πανά, Φωκά.  Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, κατά τα χρόνια 1900-1920, οι μισοί σχεδόν καθηγηταί του Πανεπιστημίου Αθηνών ήσαν Κεφαλλήνες.  Αλλά και στην εποχή μας ξεχώρισαν καθηγηταί, όπως οι Γερουλάνος, Ζακυθηνός, Καβαζαράκης, Καβαλλιεράτος, Λιβιεράτος, Λορεντζάτος, Μαρινάτος, Πατρίκιος και άλλοι πολλοί.

Επίσης μεγάλοι οικονομικοί εγκέφαλοι σαν τους αδελφούς Σπύρον και Διονύσιον Λοβέρδον, τους ιδρυτάς της Λαϊκής Τραπέζης που πάταξε την τοκογλυφίαν.

Στην πολιτική οι Κεφαλλήνες ανέδειξαν από τη μια πλευρά προσωπικότητες σαν τον αλησμόνητο ένδοξο Κυβερνήτη του ΟΧΙ Ιωάννη Μεταξά και από την άλλη σοσιαλιστικούς πολιτευτάς προδρόμους, σαν τον Αντύπα, τον Δρακούλη, τον Μαζαράκη  κ.α.

Στην επαγγελματική περιοχή, οι Κεφαλλήνες προτίμησαν το εμπόριο.  Ηταν φυσικό, απ’ όλες τις εμπορικές απασχολήσεις, να τους θέλξη περισσότερο η ναυτιλία, που συνεδύαζε την αγάπη για τη θάλασσα της πατρίδας τους και τη διάθεσι προς την περιπέτεια του χαρακτήρα τους.  Ετσι έχουμε πολλούς μεγάλους οίκους Κεφαλλήνων εφοπλιστών στο Εξωτερικό, που σήμερα έχουν αναλάβει την ανοικοδόμησι της ιδιαιτέρας τους πατρίδος, όπως οι Βεργωτήδες ( Κουρκουμελάτα ), οι Λυκιαρδόπουλοι ( Κεραμιές ), οι Μαρκεσίνηδες ( Προκοπάτα ), οι Ροσόλυμοι ( Λιβαθώ ), αλλά ασφαλώς το πολυτελέστερο και πλουσιώτερο χωριό της Ευρώπης είναι το νέο χωριό των Βεργωτήδων – γι’ αυτό το τυχερό χωριό, τα άλλα χωριά της περιφέρειας  λένε ότι ο μεγάλος σεισμός υπήρξε μεγάλος … σωσμός !

Η μεσογειακή ακτοπλοΐα βρίσκεται σήμερα σχεδόν εξ  ολοκλήρου στα χέρια γνωστοτάτων Κεφαλλήνων : οι Γιαννουλάτοι κατάγονται από την Ασσο, οι Ποταμιάνοι από την Πύλαρο και οι Τυπάλδοι από το Ληξούρι.

Επίσης παλαιότερον είναι γνωστόν ότι σχεδόν όλο το διακομιστικόν εμπόριον των σλεπίων του Δούναβη ήτο είς χείρας Κεφαλλήνων όπως οι Βαλλιάνοι, οι Κατσίγερα και οι Τσιγάντε.

Αλλά και το εκπολιτιστικό έργο των Κεφαλλήνων δεν σταματά σε κανένα σημείο του κόσμου.  Κεφαλλήν ήταν ο ποντοπόρος Φωκάς, Κεφαλλήν και ο Μαρκόπουλος ή Μάρκο - Πόλο των Ενετών.  Κεφαλλήν και ο πολύς Αντιβασιλεύς του Σιάμ Γεράκης και Κεφαλλήνες είναι και πλείστοι μεγαλέμποροι του Σουδάν, του Κογκό, της Αβησσυνίας και της Μαντζουρίας και τόσων άλλων σημείων της υδρογείου, όπως ο περίφημος σύγχρονός μας Πασάς του Χαρτούμ, Γεράσιμος Κοντομίχαλος.

Στη λογοτεχνία, η Κεφαλληνία είναι γνωστή για τους σατυρικούς της ποιητάς, όπως ο Λασκαράτος, ο Άβλιχος, ο Μολφέτας.  Μπορούμε δε κάλλιστα να παρομοιάσωμε το σκώμμα των Κεφαλλήνων με το αρχαίο αττικό άλας, γιατί και τα δύο εξυπηρετούσαν την ίδια διάθεσι.  Η διάθεσι αυτή ίσως να προέρχεται από την ανάγκη να ξεχωρίζουν με την ευφυΐα τους σ’ οποιοδήποτε τομέα επιδίδονται.  Αυτό απετέλεσε τη βάσι για εκείνο που οι ίδιοι οι Κεφαλλήνες ονομάζουν « λόξα » τους.  Για τη «λόξα » των Κεφαλλήνων χαρακτηριστικό είναι αυτό που έλεγαν οι ίδιοι οι Αργοστολιώτες, όταν ο Πλάτων Βέγιας άφησε διαθήκη για την ίδρυσι « Ασύλου φρενοβλαβών» : - Γιατί να πάνε άδικα τα λεφτά σε κτίριο μικρό ;  Θα ήταν καλύτερα με μια μάντρα να περικλείσουμε όλη την Κεφαλονιά…

Μια άλλη χαριτωμένη μαρτυρία είναι όσα έγραψε η « Corriere della Serra », όταν, κατά τη διάρκεια του κινήματος του Γουδιού του 1909, ένας υποπλοίαρχος, της αρχοντικής οικογένειας των Αλφονσάτων Τυπάλδων, εβύθισε δύο μικρά πολεμικά πλοία που ήσαν αντίθετα στο κίνημα : « Questo Typaldo e natto a Cefalonia, un paese dove la pazzia e una malattia relativamente commune ! »

Άλλο περιστατικό, γνωστό στους παλιούς Αθηναίους, είναι όσα έγραψε  ο Κεφαλλωνίτης καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχ. Λιβαδάς στον τόμο που είχε εκδόσει το Πανεπιστήμιο, επ’ ευκαιρία της Εκατονταετηρίδος του, που περιελάμβανε και βιογραφικά σημειώματα όλων των καθηγητών.  Εκεί, αφού περιέγραψε τη ζωή του και τις επιστημονικές του επιδόσεις, εθεώρησε σκόπιμο ν’ αναφέρη τις εμπειρίες του ιδιωτικού του βίου και να γράψη : « … ην δε ηγαγόμην γυναίκα και τον βίον αβίωτον καταστήσασαν, απέλυσα.  Νύν δε δεν δύναμαι ει μη να αναφωνήσω το του Σοφοκλέους, ότι ουδέν δεινόν ως η γυνή κακόν » ! …

Ακόμη και σήμερα συναντάμε τακτικά ιδιόρρυθμους Κεφαλλήνες, σαν τον Χρήστο Βουνά τον γνωστό συντάκτη του σατυρικού « Φανού » του Αργοστολίου και ιδίως τον γνωστότατο γραμματέα της Ενώσεως των Κεφαλλήνων και συγγραφέα του πρωτοτύπου « Λεξικού των ορθών εννοιών » Δημήτριον Σκούρην, που σε μια γιορτή υπέρ των σεισμοπαθών της Κεφαλληνίας κατώρθωσε, πάνω στον ενθουσιασμό του, να ανεβάση επί της σκηνής του Θεάτρου Μουσούρη, που ο τόσον συμπαθής Κεφαλλήν ιδιοκτήτης του είχε παραχωρήσει για τον σκοπό αυτό, τον σεβαστό καθηγητή του Πανεπιστημίου Κεφαλλήνα Μαρίνο Γερουλάνο, τον Κεφαλλήνα … Μητροπολίτην Ζακύνθου Αλέξιον και τον γράφοντα ως αντιπρόεδρο των Φίλων της Κεφαλονιάς !

Υπάρχουν άπειρα ανέκδοτα που χαρακτηρίζουν την ιδιορρυθμία των Κεφαλλήνων.  Όμως αυτό δεν είναι παράδοξο :  Ένας τόπος που παρουσίασε πάντα γεωλογικές εκπλήξεις, επηρέασε φυσικά και τους κατοίκους του.  Ενώ σ’ όλα τα μέρη του κόσμου τα ποτάμια εκβάλλουν στη θάλασσα, ενώ στην Κεφαλληνία η θάλασσα … εμβάλλει στην ξηρά.  Επίσης στην Κεφαλονιά, ακόμη σήμερα, αποκαλούν τους ανθρώπους με διπλά ή τριπλά ονόματα και δεν είναι λίγοι οι Σπυροβαγγέληδες, Σιμοσπυράγγελοι, οι Σπυροδιονύσηδες κ.α., που θα το θεωρούσαν προσβολή να τους φωνάξη κανείς μόνο με το ένα όνομά τους.  Στα επίθετα, η κατάληξι –ατος είναι χαρακτηριστικά κεφαλληνιακή και αναφαίρετη.

Η κοινωνική ζωή της Κεφαλληνίας, σε σχέση με την κοινωνική ζωή της Ζακύνθου και της Κέρκυρας, είναι διαφορετική :  Οι Κεφαλλήνες, λόγω του υπερατομισμού τους, δεν δημιουργούσαν εύκολα σχέσεις.  Αλλά οι σχέσεις των τάξεων είναι δημοκρατικώτερες.  Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Κεφαλλήνες σε οποιαδήποτε περίστασι δεν εφοβόντουσαν να πουν τη γνώμη τους.  Έτσι, όταν ο Όθων Τετενές ( θείος του σημερινού μεγαλοεπιχειρηματίου κ. Όθωνος Λέφα – Τετενέ ) διεφώνησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίου ήταν βουλευτής και προσωπικός φίλος, επί του « καθεστωτικού ζητήματος », δεν εδίστασε να του πή ξεκάθαρα τη γνώμη του για τη στραβή πολιτική που ακολουθούσε και, εν συνεχεία, να παραιτηθή από το αξίωμα του βουλευτού και ιδίως του προέδρου της Λέσχης Φιλελευθέρων.

Υπήρχαν βέβαια τα μεγάλα αριστοκρατικά τζάκια που εξακολουθούν να έχουν σήμερα τους απογόνους τους.  Τέτοια είναι : ΄Αννινος, Βαλσαμάκης, Γκεντελίνης, Δελλαδέτσιμας, Δελλαπόρτας, Ζερβός, Ιγγλέσης, Καβαλλιεράτος, Καλλιγάς, Καρούσος, Λοβέρδος, Μεταξάς, Μπλέσσας, Μομφεράτος, Πανάς, Πινιατώρος, Τυπάλδος – Μπασιάς, Φωκάς, Χωραφάς κ.α.

Για τις οικογένειες αυτές πολλά έχουν γραφή από τον σοφό Κεφαλλήνα Ηλία Τζιτζέλη στο πολύτιμο βιβλίο του « Κεφαλληνιακά σύμμικτα ».  Απλώς παραθέτω εδώ μερικά επεισόδια, που έρχονται στη μνήμη μου και που αφορούν επιφανείς οικογένειες της Κεφαλληνίας.

Το ένα αφορά τους τρείς αδελφούς Τυπάλδους – Ιακωβάτους.  Τον Γεώργιο ( επονομαζόμενο Γεωργαντάρα λόγω του μεγέθους του ), τον Νικόλαο και τον Χαράλαμπο.  Οι τρείς Τυπάλδοι – Ιακωβάτοι ήσαν και οι τρείς βουλευταί Κεφαλληνίας στη Βουλή των Αθηνών από της Ενώσεως της Επτανήσου μέχρι το 1880.  Οι παλιότεροι Αθηναίοι της εποχής θυμούνται την ομοιομορφία που παρουσίαζαν πάντοτε στην εμφάνισι, στις κινήσεις, στην ομιλία και στα φρονήματα.  Φορούσαν και οι τρείς απαράλλακτες φορεσιές και όμοια ψηλα καπέλλα.  Ανέβαιναν συγχρόνως τα σκαλιά της παληάς Βουλής σε οριζόντια σειρά και ποτέ ο ένας δεν έκανε κάτι που να μην το ακολουθή ο άλλος.  Έτσι, όταν επήγαιναν στο εστιατόριο και ο μεγαλύτερος, ο Γεωργαντάρας, που ήταν κι’ αρχηγός της τριάδας, παρήγγελλε π.χ. σούπα, το γκαρσόνι, χωρίς να ρωτήση τους δύο άλλους, έλεγε αυτομάτως στο μάγειρα :  « Τρείς σούπες ! »

Ο Γεωργαντάρας, μετά την Ένωσι, ήταν ο υπαρχηγός των Επτανησίων βουλευτών που ήλθαν στην Αθήνα, με αρχηγό τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.  Κάποτε μάλιστα σε μια συνεδρίασι της Βουλής έλαβε τον λόγο και είπε τα εξής χαρακτηριστικά :  « Κύριοι συνάδελφοι, είμαι πολύ ευτυχής, ότι εκπροσωπώ σήμερον την εύανδρον πατρίδα μου, μετά την Ένωσιν της Ελλάδος με τα Επτάνησά μας !!! ».

Επίσης οι παλιοί βουλευταί διηγούντο ότι, όταν κάποτε εψηφίσθη από τους τρείς μόνον ο Γεωργαντάρας, ο εκλεγείς το εθεώρησε προσβολή προς την τριάδα και παρητήθη αμέσως.  Άλλωστε, όταν ένας από τους τρείς Τυπάλδους – Ιακωβάτους μιλούσε, είτε στο δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό του βίο, χρησιμοποιούσε πάντοτε πληθυντικό, εννοώντας τον τρισυπόστατο άριστο σύνδεσμο με τους αδελφούς του.

Οι άλλες αναμνήσεις μου πηγαίνουν σ’ έναν άλλο κλάδο της οικογενείας Τυπάλδου :  τους Τυπάλδους – Μπασιά.

Στην αρχοντική αυτή οικογένεια, περί τα τέλη του προηγουμένου αιώνος, υπήρχε ένας άγιος : ο παπα – Μπασιάς, όπως τον έλεγαν στην Κεφαλονιά.  Δεν έχει δυστυχώς ακόμη αναγνωρισθή επίσημα ως άγιος από την Εκκλησία μας, αλλά όλοι οι Κεφαλλήνες πιστεύουν ότι η αγαθότητά του άφθανε την αγιωσύνη.  Η παράδοσι αναφέρει ότι περπατούσε στη βροχή χωρίς να βρέχεται κι ότι ανακάλυπτε από μακρυά στα καλάθια των χωρικών πράγματα που είχαν κλέψει και τους εμάθαινε έτσι να είναι τίμιοι.

Οι Τυπάλδοι – Μπασιά διέπρεψαν όμως και αλλού.  Έτσι έχομε το πρόσφατο παράδειγμα του Θάνου Τυπάλδου – Μπασιά, που είχε ευρεία δράσι στην πολιτική της χώρας του, όπου εξελέγετο επί είκοσι έτη βουλευτής και είχε χρηματίσει υπουργός Εθνικής Οικονομίας και αργότερα αντιπρόεδρος της Βουλής, αλλά και στα γράμματα είχε διαπρέψει, αφού ήταν διδάκτωρ γαλλικού Πανεπιστημίου και είχε συγγράψει γαλλικά διάφορα νομικά και λογοτεχνικά βιβλία.

Ο Θάνος Τυπάλδος – Μπασιάς είναι επίσης ο πρώτος Έλλην πολιτευτής, που ενδιαφέρθηκε για την ψήφο των γυναικών.  Κάποτε όμως που ο εκλεκτός πολιτευτής το πρότεινε στη Βουλή, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών.  Ο Γεώργιος Πώτ, που ήταν τότε βουλευτής Ψαρών και ιδιοκτήτης της εφημερίδος « Αθήνα ι», έγραψε την επομένη στον « Καθημερινόν διάλογον » της πρώτης σελίδος :  « Λένε ότι αι γυναίκες θα στήσουν  στον Μπασιά ανδριάντα ! » - « Λάθος κάμετε, γυναικάνδρα ! ». Αυτά συνέβαιναν γύρω στα 1920.

Τη λαμπρή παράδοσι της οικογενείας εξακολούθησε μετά το θάνατό του η αείμνηστος χήρα του, που χρηματοδότησε εις μνήμην του τον ηλεκτροφωτισμό του Ληξουρίου.  Ο δε γυιός του Βαγγέλης, που ως μικρανιψιός του παπά – Μπασιά έχει ευεργετήσει όλες τις κεφαλονίτικες εκκλησίες, έχει προσφέρει πολλά για την ανοικοδόμησι της νήσου.  Τέτοια είναι η αγάπη κι η εκτίμησι με την οποία τον περιβάλλουν οι συντοπίτες του, ώστε σήμερα, όταν κτυπούν μανιωδώς οι καμπάνες των εκκλησιών του Ληξουριού, οι ντόπιοι φωνάζουν :  « Έρχεται από τα Παρίσια ο Μπασιάς ! » - και στρώνουν τα χαλιά τους για να περάση ο καλός αφέντης, γιατί ο ίδιος και οι πρόγονοί του δεν έπαυσαν ποτέ να ευεργετούν τον τόπο τους.

Επίσης μεταξύ των παλαιών αρχοντικών οικογενειών της Κεφαλληνίας είναι και η οικογένεια του Παναγάκη Μπλέσσα.  Η καταγωγή της φθάνει μέχρι τον 15ον αιώνα και οι απόγονοί της διεκρίθησαν πάντοτε δια τάς προσφερθείσας εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα υπηρεσίας, το ήθος και την εξέχουσα προσωπικότητά των.  Μεταξύ τους είναι και ο ηρωϊκώς πεσών Κυβερνήτης του θρυλικού αντιτορπιλικού « Βασίλισσα Όλγα » στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Γεώργιος Μπλέσσας.  Επίσης και ο ηρωϊκός συνταγματάρχης Γ. Τσιγάντες που εσκότωσαν κατόπιν προδοσίας οι Ιταλοί κατά την κατοχήν ήτο Κεφαλλήν.

Πάντως, χαρακτηριστικό όλων των ευγενών οικογενειών της Κεφαλληνίας είναι η λατρεία και η αφοσίωσίς τους προς κάθε τι που αφορά την Κεφαλληνιακήν παράδοσιν.

Παράλειψις θα ήταν να μην αναφέρω άλλη μία κεφαλονίτικη διακεκριμένη οικογένεια, στενά συνδεδεμένη με την Αθήνα.  Η οικογένεια Καλλιγά απέδωκε στον ένα κλάδο της τον γνωστόν Μητροπολίτην Αθηνών Γερμανόν Καλλιγάν, που τόσο συνέδεσε το όνομά του με την  πόλι μας, ( Αθήνα ) στον άλλο δε κλάδο της τον σοφό καθηγητή του Πανεπιστημίου Παύλο Καλλιγά, που διτέλεσε επί έτη διοικητής της Εθνικής Τραπέζης.

Απόδειξι ότι στη φλέβα των Κεφαλλήνων ρέει και η φιλοδοξία των μεγάλων ευεργετών, δεν είναι μόνον τα περιστατικά που ανέφερα παραπάνω, αλλά και η ζωή και το έργο δύο Κεφαλλήνων γνωστών στο πανελλήνιο :  Όλοι οι Έλληνες έχουν ακούσει για τον Κοργιαλένιο, από την Κοργιαλένειο χολή Σπετσών, την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, την Κοργιαλένειο πτέρυγα του Ε.Ε.Σ., καθώς και τον Βαλλιάνο, από την Βαλλιάνειο Εθνική Βιβλιοθήκη, την Βαλλιάνειο Εμποροναυτική Σχολή Αργοστολίου, το Βαλλιάνειο Νοσοκομείο, ασφαλώς δε κι’ άλλα ιδρύματα που διαφεύγουν τον γράφοντα και αποδεικνύουν συνεχώς την δι’ ευργεσιών ευγενή υπεροχή των Κεφαλλήνων.

Οι σημερινοί ευεργέται του νησιού αποδεικνύουν μία φορά ακόμη, ότι πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει στην ωραία τους πατρίδα, αλλά, όπως συμβαίνει και με την Αθήνα, η αγάπη των ανθρώπων της, έστω κι αν έχουν φύγει από δύο και τρεις γενεές, εξακολουθεί αναλλοίωτη και αποδεικνύεται εμπράκτως.
……………………………………………………….
Επιμέλεια :  Διονύσης Χριστοφοράτος
========================================================================

6 Οκτωβρίου, 2012

ΕΠΩΝΥΜΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ

Ιστορική έρευνα του Διονυσίου Π. Μαντέλλη, μέλους του Συλλόγου.

…………………………………………………………………………………………

Επί τῶν ἐπωνύμων τῶν κατοίκων τῆς Κεφαλληνίας παρατηρεῖται ὃτι το τέταρτον περίπου τοῦ ἀριθμού αὐτῶν λήγει εἰς   ᾶτος  και ὂτι μέγας ἀριθμός τῶν μή φερόντων τήν κατάληξιν ταύτην σχετίζεται πρός τά ὀνόματα τῶν χωρίων τῆς νήσου τα λήγοντα είς  ᾶτα, τῶν ὀποίων χρησιμεύουσι καί ὡς ἐθνικά.  ’Αμφότεραι δ’ αί καταλήξεις αὗται εἶναι λείψανον τῆς ἐπί της νήσου ἐπί πολλάς ἑκατονταετηρίδας ἀπό τῆς πτώσεως τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ξενικῆς κυριαρχίας και ἐγκαταστάσεως ἐν αὐτῇ οἰκογενειῶν ἐξ ’Ιταλίας.
Παρατηρητέον δέ ὡς πρός τά ἐπώνυμα ὃτι ἐν Κεφαλληνίᾳ ὡς ἐκ τῆς ὑπάρξεως πολυαρίθμων κατοίκων φερόντων τό αὐτό ἐπώνυμον ὡς εἶναι τα Τιπάλδος, Μεταξᾶς, Αντίπας, Ζερβός, Σβορῶνος, ῍Αννινος, Καλλιγᾶς κτλ. προστίθεται καί παρεπώνυμον πρός διάκρισιν τῶν ὁμωνύμων κατά το ἐπώνυμον οἰκογενειών. Οὕτω πολλοί Τιπάλδοι διακρίνονται διά τῆς προσεπωνυμίας Πρετεντέρης, Φορέστης, Ποβερέτος, Κοζάκης, πολλοί ῎Αννινοι δια της προσεπωνυμίας Πετρᾶτος, Θεοτοκᾶτος, Φράγκος, ‘Ροδοθεᾶτος, πολλοί Ζερβοί διά τῆς ’Ιακωβᾶτος, Κοψαχείλης, κτλ.  Πολλά τῶν προσεπωνύμων τούτων σύν τῷ χρόνῳ κατήντησαν κύρια ἐπώνυμα καί ὑπό ταῦτα και μόνον ὀνομάζονται οι φέροντες ταῦτα και ὑπογράφουσι.  Τῶν προσεπωνύμων τούτων τά πλεῖστα φέρουσι τύπον ἑλληνικόν ὡς Βοργιᾶς, ’Οκρωρᾶς, Στραβόλαιμος, Λιανός, Γενατᾶς, Καλός, ‘Ροδοθεᾶτος κτλ. ἄλλα δέ καί ταῦτα εἰσι τά ὀλιγώτερα, τύπον ξενικόν ὡς Λοβέρδος, Δανελᾶτος, Πρετεντέρης, Ποβερέτος, Μαρκαντωνᾶτος, Λουρεντζᾶτος, Φορέστης κτλ.
‘Η τοιαύτη πληθύς τῶν προσεπωνύμων ἀπαντᾷ καί ἐν ’Ιθάκῃ.
Τά ἐν τῷ κατωτέρῳ ὀνομαστικῷ καταλόγῳ ἐντός παρενθέσεως ἐπώνυμα ἐξέλιπον τῆς νήσου, τῶν φερόντων ταῦτα ἤ ἐκλιπόντων ἐντελῶς ἤ ἀποδημησάντων ἀλλαχοῦ.

Κατάλογος  ἐπωνύμων.



Α                                 ’Αβάσταγος                ’Αβλάμης                    ῎Αβλιχος
’Αγγελᾶτος                  ’Αγγελῆς                     ’Αγγούριας                 ’Αγούδημας 
’Αγραπίδης                  ’Αδαμόπουλος            ’Αδηλίνης                   ’Αθανασᾶτος
’Αθανάσιος                 ’Αθανασούλης            ’Αλαβεντοῦρος           ’Αλεξανδρᾶτος
’Αλεξανδρόπουλος     ’Αλεξᾶτος                   ’Αλέπορος                   ’Αλιφόνσος
’Αλιβιζᾶτος                 ’Αλιπράντης                ’Αλισανδρᾶτος           ’Αλισαφᾶτος
’Αλοϊζᾶτος                  ’Αλύπιος                     ’Αλφονσᾶτος              ’Αλφόνσος
’Αμαραντίνης             ’Αμιραλῆς                   ’Αμίτσης                     ’Αμούργης
’Αμπάτης                    ’Αμπατιέλος                ’Αναγνωστᾶτος          ’Αναλυτής
’Αναστασᾶτος             ’Ανδρεᾶτος                 ’Ανδρεοδίτης               ’Ανδρίτσης
’Ανδρουτσᾶτος           ’Ανδροῦτσος               ’Ανδρωνᾶς                  ’Ανεμογιάννης
῎Ανθης                        ’Αννέτης                     ’Αννιᾶς                       ῎Αννινος
’Αντζουλακᾶτος         ’Αντζουλᾶτος             ’Αντίπας                      ’Αντωνακᾶτος
’Αντωνάκος                ’Αντωνᾶτος                 ’Αντωνελᾶτος             ’Αντωνέλλος
’Ανυφαντής                ’Απέργης                     ’Απολλωνᾶτος            ’Αποστολᾶτος
’Αραβαντινός              ’Αρακλεισιᾶνος          ’Αρβανιτάκης             ’Αρβανίτης
’Αργυρᾶτος                 ’Αργυρός                    ’Αρδαβάνης                ’Αρετᾶτος
’Αρκαδιανός               ’Αρμοδότος                 ’Αρσένης                     ’Αρτελάρης
’Αρτινός                      ’Ασάνης                      ’Ασκητής                    ’Ασπρογέρακας
’Ατσάρος                    Αὐγερινός                   ’Αυγουστᾶτος             Αὐγουστινιᾶτος
’Αφάντος

Β                                 Βαβάσης                     Βαγγελᾶτος                 Βαζίγος
Βαϊονίτης                    Βαλᾶτος                      ( Βαλδέζης )                Βαλδεσέρας
Βαλεντῆς                    Βαλέντος                     Βαλερής                      Βαλεριᾶνος
Βαλιανᾶτος                 Βαλιάνης                     Βαλιᾶνος                    Βαλλιέρης
Βαλσαμάκης               Βαλσαμῆς                   Βάλσαμος                   Βαλτιτιάρης
Βανδῶρος                   Βαπτιστᾶτος                Βαρδαραμᾶτος           Βαρθολομᾶτος
Βαρθολόμος                Βάρλας                       Βάρος                          Βαρούχας
Βαρτελᾶτος                 Βασιλᾶτος                   Βασιλιᾶς                     Βασιλόπουλος 
Βέγιας                         Βεδές                           Βεκατὼρος  *              Βελάρδος
Βελεντῆς                     Βελιανίτης                   Βελισσαρᾶτος             Βενιερᾶτος 
Βενιέρης                     Βεντουρᾶτος               Βεντουργιέρης             Βεντοῦρας
Βεργᾶτος                     Βεργωτῆς                    Βερέτας                       Βερναδᾶτος 
Βερονίκης                   Βερτεούρης                 Βερτζῶτος                   Βικᾶτος
Βιλάνδος                     Βιολαντῆς                   Βιολᾶτος                     Βιτσεντσᾶτος 
Βιτωρᾶτος                   Βλαντῆς                      ( Βλαστός )                 Βλαχογιαννᾶτος
Βλάχος                        Βλαχούλης                  Βόγκας                        Βοθρωντός 
Βολτέρας                    Βόντας                         Βοντιτσιᾶτος               Βοργιᾶς
Βουῆς                          Βουλισμᾶς                  Βουνιτσᾶνος               Βούρβαχης 
Βούλτεψης                  Βουτσινᾶς                   Βρανᾶς                        Βρετός
Βρυσούλης                  Βρυώνης                     Βυζάντιος                    Βυζίρης
Βῶρος
*και  Μπεκατώρος

Γ                                 Γαβριελᾶτος               Γαβρίλης                     Γαζῆς
Γαλᾶνος                      Γαλάτης                      Γαλιατσᾶτος               Γαλιατσῆς
Γαρμπῆς                      Γασπαρᾶτος                Γασπαρινᾶτος             Γέμος
Γεννατᾶς                     Γερακάρης                  Γεράκης                      Γερασιμᾶτος
Γερμενῆς                     Γερολυμᾶτος              Γεροντῆς                     Γερουλᾶνος
Γεωργᾶνος                  Γεωργαντήρης            Γεωργᾶτος                  Γεωργίνης
Γεωργίτσης                 Γεωργόπουλος            Γεωργουλῆς                Γιακουμᾶτος
Γιαμπανᾶς                   Γιαννάκης                   Γιαννᾶς                       Γιαννᾶτος
Γιαννελῆς                    Γιαννικάκης                Γιαννικώστας              Γιαννουλᾶτος
Γιαννούλης                  Γιουλᾶτος                   Γκελάρδος                  Γκελές
Γκεντίλης                    Γκεντιλίνης                 (Γκιόστρος)                Γκιόλμας
Γκολφινόπουλος         Γλοσκώφ                     (Γόμπος)                     Γονατᾶς
Γονῆς                          Γοργορίνης                  Γουζῆς                        Γουλιμῆς
Γραικούσης                 Γρατσιᾶτος                  Γρέζης                        Γρηγορᾶτος
(Γρηγορίνης)               Γρηγορόπουλος          (Γρίλης)                      Γρίντας
Γρουζῆς                      (Γρύλλος)

Δ                                 Δαβενέζιας                  Δαλμανιέρος               Δαμουλιὰνος 
(Δαμωδός)                  Δαναλᾶτος                  Δανάλης                      Δανᾶτος
Δάνδολος                    Δανελᾶτος                  Δαρᾶτος                      Δαριᾶτος
Δαούσης                     Δαυῆς                          Δεγαλλέτος                 Δελλακᾶς
Δελάλης                      Δελλαδέτσιμας            Δελλαπόρτας              Δεμουτσάντος
Δεμπονέρος                Δενδρινός                    Δεπούντης                   Δερβίζης
Δερές                          Δεσαλέρνος                 Δεσάντης                    Δεσίλας
Δεστούνης                   Δετορέλης                   Δευτεραῖος                  Δευτερᾶτος
Δεφαράνας                  Δημᾶτος                      Δημησιᾶνος                Δημητρᾶς
Δημητρᾶτος                Δημουλᾶς                    Διακᾶτος                     Διακρούσης
Διαμαντᾶτος               Διαμαντῆς                   Διατσεντᾶτος              Διβάρης
Δίλαλος                       Διονᾶτος                     Διονυζᾶτος                  Διονύζης
Διονυσᾶτος                 Δίπλας                         Δόβας                          Δοκορός
Δομένικας                   Δοναδᾶτος                   Δορᾶτος                      Δόριζας
Δοτορᾶτος                  Δραγκονόρης               Δραγόνας                    Δρακᾶτος
Δρακοντοειδής            Δρακόπουλος               Δροσόπουλος             Δρόσος

Ε                                 ’Ερνικός                      ῞Έρτσος                      Εὐαγγελᾶτος
Εὐθυμιᾶτος                

Ζ                                  Ζαγορίτης                   Ζακυνθινός                 Ζαμάνης
Ζαμπάφτης                  Ζαμπέλης                    Ζαπάντης                    Ζαφειρᾶτος
Ζαφείρης                     Ζαχαρᾶτος                  Ζαχαρίας                     Ζάχος
Ζεππᾶτος                     Ζερβός                        Ζευγιός                        Ζησιμᾶτος
Ζιμπιλάκης                  Ζόλος                          Ζούλας                        Ζύγουρας

Θ                                 Θεοδοσᾶτος                Θεοδόσης                    Θεοδωρακᾶτος
Θεοδωρᾶτος                Θεοπεντᾶτος               Θεοτοκᾶτος                 Θεοφανᾶτος
Θεοφιλᾶτος                 Θεοχαρᾶτος                 Θηνιάτης                     Θιακός *
Θωμᾶς                         Θωμᾶτος
*εξ Ιθάκης

Ι                                   Ιακωβᾶτος                 ’Ιγγλέσης                    ’Ιωαννᾶτος

Κ                                 Καβαλλιερᾶτος           Καββαδίας                  Καγκάδης
Κάγκας                       Καγκελλάρης              Κακαρούμπας             Κάκιας
Κακονύκτης                Κακουρᾶτος                Κακούρης                   Καλαβίτης
Καλάβριας                  Καλαμποκᾶς               (Καλαποδιάρης)         Καλαφάτης
(Καλέργης)                 Καλιακούδης              Καλιβοκᾶς                  Καλιμάνης
Καλίτσης                     Καλλιγᾶς                    Καλλινακᾶτος             Καλλίνικος
Καλογερόπουλος        Καλογηρᾶς                 Καλογηρᾶτος              Καλόγηρος
Καλομαρᾶς                 Καλομοίρης                Καλός                         Καλούκας
Καλούρης                   Καμινάρης                  Καμηλιέρης                 Καμπίτσης*
Καμήλος                     Κάμπαλος                   Καμπανός                   Κανάκης
Καναλᾶτος                  Κανατσέλης                Κανέλης                      Κανονᾶς
Κανταρέλας                Καούρης                     Καπαγιαννᾶτος           Καπᾶτος
Καπατσόρης               Καπέλλης                    Καπιτσῆς                     Καπιτσόλης
Καπόνης                      Καραβᾶς                     Καραβέλας                 Καραβίας
Καράλης                     Καραμπᾶτος               Καραμπουρνιώτης      Καρανδινός
Καραντζᾶς                  Καρᾶς                         Καρδάκης                   Καρδαρᾶς
Καρκαβέλας               Καρλῆς                       Κάρλος                       Καρναβᾶς
Καρούζας                    Καρουσᾶτος               Καροῦσος                   Καρύδης
Κασιμάτης                  Κασκάνης                   Κασσανδρινός            Καστελλιᾶνος
Καστρινός                   Καταιβάτης                Κατάνιας                     Καταρέλος     
Κατηφόρης                 Κατραβᾶς                   Κατσαΐτης                   Κατσαμάνης
Κατσαμπούρης           Κατσούνης                  Κατσαρός                   Κάτσενος
Κατσιάλος                  Κατσιβέλης                 Κατσίγερας                 Κατσικογιάννης
Κατσιλίνης                  Κατσινᾶτος                 Κατσούρης                  Καψάλης
Καψαμπέλης               Καψοκώλης                Καψονόρης                 Κεκᾶτος
Κεμπερῆς                    Κεφαλᾶς                     Κιντιλίνης                   Κίτσαλης
Κλαδᾶς                       Κλαουδᾶτος                Κλήμης                       Κληρονόμος
Κλοζορῆς                    Κλονῆς                        Κλουδάκης                  Κόγκος
Κοζάκης                      Κοζανιτᾶς                   Κοζάτσας                    Κόκκαλης
Κοκκινᾶτος                 Κοκκίνης                     Κόκκινος                     Κοκκολᾶτος
Κοκκόλης                    Κοκκόσης                   Κολαΐτης                     Κολέντης
Κολιαντώνης               Κολοκοτσᾶς                Κολόμβος                   Κολόνιας
Κολόρης                      Κολυβᾶς                     Κολλύρης                    Κόμης
Κόμητας                      Κομητόπουλος            Κομινᾶτος                   Κομινός
Κομποθέκρας              Κονιδάρης                   Κονταρᾶς                    Κονταρίνης
Κοντογιαννᾶτος          Κοντογιώργης             Κοντογούρης              Κοντολέων
Κοντομίχαλος             Κοπελίτσης                 Κορέσης                      Κοριαλένιος
Κορισιᾶνος                 Κορκός                        Κορνελᾶτος                Κορνέλος
Κορονάκης                  Κορονιός                     Κοσμᾶτος                   Κοσμετᾶτος
Κοτσιφῆς                    Κοτσομύτης                Κουβάτσος                  Κουγιανός
Κουκουρᾶτος              Κουλάτσος                  Κουλουμπαρίτσης      Κουλουμπῆς
Κουλούρης                  Κουμαριώτης              Κουμᾶτος                    Κουμεντέρης
Κουμοῦδος                  Κουνάδης                    Κουντούρης                Κούπας
Κουρᾶτος                    Κουρβισιᾶνος             Κουρῆς                        Κουρκουμέλης
Κουρκουσάκης           Κούρνιλης                   Κουρούκλης                Κούρτελης
Κούρτσουλας              Κουσουμπρῆς             Κουστουμπάρδης        Κουταβᾶς
Κουταλᾶς                    Κουτουφᾶς                 Κουτροκόης                Κουτρούλης
Κουτσᾶτος                  Κουτσαύτης                Κούτσης                      Κουτσουμπῆς
Κοψίνης                      Κρασσᾶς                     Κρεμμύδης                  Κρητικός
Κροῦσος                     Κυπριώτης                  Κυράγγελος                Κυριακᾶτος
Κυριακόπουλος          Κυρίτσης                     Κύτικας                       Κωνσταντακᾶτος
Κωνσταντάκης            Κωνσταντάτας           Κωνσταντᾶτος             Κώπας
Κώστας                       Κωστᾶτος                   Κωστῆς                       Κωστόπουλος
*και Καμβίσης

Λ                                 Λαγάκης                     Λαγγούσης                 Λαδᾶς
Λαδικός                      Λαζαρᾶτος                  Λαζαρῆς                     Λάλης
Λάλιας                        Λάμαρης                     Λαμπᾶτος                   Λαμπίρης
Λαμπρινᾶτος              Λαμπρινός                  Λάμπρος                     Λάντος
Λαπάκης                     Λασκαρᾶτος               Λάσκαρης                   Λαυράγκας
Λεβαδίτης                   Λεβενιώτης                 Λέβης                          Λεγᾶτος
Λεκατσᾶς                    Λέλος                          Λέντσης                      Λευκαδίτης
Λευκόκοιλος               Λευκόπουλος              Λευτερᾶτος                 Ληξουργιωτᾶτος
Λιᾶτος                         Λιβαδᾶς                      Λιβαθηνόπουλος        Λίβανος
Λιβιερᾶτος                  Λιβιέρης                      Λικιαρδόπουλος *      Λιμπερᾶτος
Λιμπίδης                     Λιναρδᾶτος                 Λινάρδος                     Λιόκης
Λιονᾶτος                     Λιοσᾶτος                    Λιοπύρης                    Λοβέρδος
Λογαρᾶς                     Λοΐζος                         Λορεντζᾶτος               Λουβερδῆς
Λουβέρδος                  Λούζης                        Λουκάκης                   Λουκᾶτος
Λουκέρης                    Λουκίσσας                  Λουράντος                  Λουρδᾶς
Λουρεντζᾶτος             Λουριώτης                  Λυγκούρης                  Λυκούδης
Λυπιᾶτος
*και ‘Ρικιαρδόπουλος

Μ                                Μαγγίνας                    Μαγδαλινός                Μαγκλαβέρας
Μαγουλᾶς                   Μαζαράκης                 Μάζης                         Μαθεᾶτος
Μακῆς                         Μακρῆς                       Μαλάκης                    Μαλασπίνας
Μαλαταρᾶς                 Μαλιαγρός                  Μαλιόρης                    Μαλισιᾶνος *
Μανδαλβᾶνος             Μανέντης                    Μάνεσης                     Μανέτας
Μανιᾶς                        Μανουβέλος               Μαντᾶς                       Μαντελένης
Μαντέλλης                  Μάντζαρης                 Μαντζουρᾶτος            Μαντζαβινᾶτος
Μαντζαβίνος               Μαντίνης                    Μάντουκας                 Μανωλᾶτος
Μαραβέγιας                Μαρᾶτος                     Μαργαρίτης                Μαργέτης
Μαρέντος                    Μαρινάκης                  Μαρινᾶτος                  Μαρίνης
Μαρῖνος                      Μαρκαντωνᾶτος         Μαρκαντώνης             Μαρκᾶτος
Μαρκεσίνης                Μαρκέτος                   Μαρκόπουλος             Μαρκότος
Μαρμαρᾶς                  Μαρούλης                   Μαρτσέλος                 Μάσσας
Μαστρόκαλος             Ματαράγκας               Ματθαῖος                    Ματιᾶτος
Ματιός                        Μάτουκας                   Ματσούκης                 Μαυρίκης
Μαυρογιάννης            Μαυροειδής                Μαυροκέφαλος          Μαυρομμάτης
Μαῦρος                       Μεγαδούκας               Μεγαλογένης              Μέγκουλας
Μέης                           Μελᾶς                         Μελέτης                      Μελιδόνης
Μελισσαρᾶτος            Μελισσηνός                Μελισσιᾶνος               Μενάγιας
Μενεγᾶτος                  Μενεγῆς                      Μέντες                        Μεντῶρος
Μέργιανος                  Μερκούρης                 Μεσάρης                     Νεσήρης
Μεσολουρᾶς               Μεσσήνης                   Μεταξᾶς                     Μεταξᾶτος
Μήλας                         Μηλᾶτος                     Μηλιαρέσης                Μηλιόνης
Μηλιόρης                    Μηνᾶς                         Μηνετᾶτος                  Μηνέτος
Μηνιάτης                    Μήντζης                      Μητάκης                     Μιγκάρδος
Μικελᾶτος                  Μίνης                          Μινῶτος                      Μισελουρᾶς
Μιχαλᾶτος                  Μιχαλίτσης                 Μιχαλιτσιᾶνος             Μιχελῆς
Μοθωνιός                   Μοκανιᾶς                    Μολεζίνης                   Μολφέτας
Μομφερρᾶτος             Μονιᾶς                        Μονοκροῦσος             Μονόπολης
Μοντεγιάννης             Μόντες                        Μοντεσάντος              Μόρδος
Μορέζης                      Μορτσέας                   Μοσχονᾶς                   Μοσχόπουλος
Μουδῆλος                   Μουλτρεζῖνος             Μουργέλης                 Μουρελᾶτος
Μουρίκης                    (Μουσουλιάρης)         Μουσμούτης               Μουσούρης
Μουστάκης                 Μουτζούλης                Μουτουβός                 Μπαζᾶς
Μπαζίγος                    Μπαζίνος                    Μπαλαρῆς                  Μπάλας
Μπαλδεσέρας             Μπάλδος                     Μπαλτσαβιᾶς             Μπαμπούρης
Μπάξας                       Μπαξιβάνης                Μπαράκος                  Μπαρδῆς
Μπαρμπάτης               Μπαρτῆς                     Μπαρτσούκας             Μπασιᾶς
Μπάτας                       Μπατιστάκης              Μπατιστᾶτος               Μπάτσης
Μπεβερᾶτος                Μπεκατῶρος               Μπελέλης                    Μπελίτσης
Μπελόνιος                  Μπενᾶτος                    Μπενέζης                    Μπενετᾶτος
Μπένος                       Μπέουλας                   Μπερβεράκης              Μπέργιος
Μπερδεμπές                Μπερδούσης               Μπέρης                       Μπερλάκης
Μπετσάκης                 Μπέτσης                     Μπιάζος                       Μπικῆς
Μπίνης                        Μπίρης                        Μπλέσας                     Μπογιές
Μποζᾶς                       Μποζίκης                    Μπόκιος                      Μπονᾶνος
Μπονᾶς                       Μπονίκος                    Μπόνος                       Μποντεγίνης
Μπορτολᾶτος             Μποῦζος                      Μπουμπούλης             Μπουρδέτος
Μπούρης                     Μπουρκᾶς                   Μποῦρος                     Μπούτσικας
Μποῦσκος                   Μπούχειλος                Μπριάμος                    Μπρούμης
Μυλωρᾶς                    Μυρτίλλος                   Μωραίτης                   Μωρᾶτος
Μωϋσῆς               
*εξ ‘Ομαλῶν

Ν                                 Ναστᾶτος                    Νεόφυτος                    Νεοχωρίτης
Νεστωρᾶτος                Νέτης                          Νικᾶτος                       Νικολᾶτος
Νικολετᾶτος                Νικολοβιένης              Νίκος                           Νιφορᾶτος
Νοβόγιας                     Νοδαρᾶτος                  Νοδάρος                      Νόμπολης
Ντελᾶτος                     Ντίνος                         Ντονάδος                    Ντούνης

Ξ                                 Ξένος                          Ξενόφιλος                   Ξηδάκτυλος
Ξυγκάκης                    Ξυδιᾶς

Ο                                 ’Οκτωρᾶτος                ’Ολιβιέρης                   ‘Ορκουλᾶς
’Ορλαντᾶνος               ’Ορτέγας                     ’Ορτεντζᾶτος              ’Ορφανός

Π                                 Παβιέλος                     Παγγέφας                    Πάγκαλης
Παγκόης                      Παγουλᾶτος                Παγώνης                     Παζίγος
Παλιατσάρας              Παλιμέρης                   Παλιός                        Παλιτραμῆς
Παλούμπης                 Παναγᾶτος                  Παναγιωτᾶτος             Πανᾶς
Πανόριος                     Πανούρης                    Πανταζᾶτος                Πανταζῆς
Παντελᾶτος                 Παντελέως                  Παντελιός                   Παντούλης
Παντρουβής                Παξινόπουλος             Παπαγεωργόπουλος   Παπαγιαννᾶτος
Παπαγρηγορᾶτος        Παπαδᾶτος                  Παπαδημᾶτος             Παπαδημητρᾶτος
Παπαζαφειρᾶτος         Παπαθερόπουλος        Παπαθοδωρᾶτος         Παπαθωμᾶτος
Παπαλασκαρᾶτος       Παπαλάρδος               Παπαλεξανδρᾶτος      Παπαλεξᾶτος
Παπαμαρκᾶτος           Παπανελόπουλος        Παπασπυρᾶτος           Παπαναστασᾶτος
Παπανικολᾶτος           Παπαντωνᾶτος            Παπασταματᾶτος       Παπαστελλᾶτος
Παπαστεφανᾶτος        Παπαφλωρᾶτος          Παπούρης                   Παπύρης
Παραμερίτης               Παραμπαστιᾶς            Παρασκευᾶς              Παρασκευᾶτος
Παργινός                     Παρέντης                    Παρηγόρης                 Παρθενᾶτος
Παρίσης                      Παρτίδος                     Πασαλιμανιώτης         Πασαρᾶς
Πάστρας                      Πασχάλης                   Πάσχος                       Πατρίκιος
Πάτσαρης                   Παυλᾶτος                    Παυλῆς                       Παυλογεωργᾶτος
(Πέζαρος)                   Πεκατῶρος                  Πελεγρῖνος                  Πελεκούδας
Πεντόγαλλος               Περαρῆς                      Περάτης                      Περδικάρης
Περδίκης                     Περιβολάρης               Περιστιάνος                Περλιγῆς
Πεστάνας                    Πεταλούδης                Πετεινᾶτος                  Πετρᾶτος
Πετρίτσης                    Πετροῦτσος                 Πετσάλης                    Πεφάνης
Πήλικας                      Πιερρᾶτος                   Πικόνης                       Πιλάλης
Πινιατόρος                  Πιτσαμᾶνος                Πιτσινᾶς                      Πιτσινίγος
Πνευματικᾶτος           Ποβερέτος                   Πόγγης                        Ποδαρᾶς
Ποδηματᾶς                  Πολάκης                     Πόλης                          Πολίτσης
Πολλάνης                    Πολλᾶτος                    Πολύδωρος                 Πολυκαλᾶς
Πολυμέρης                  Πολυχρονᾶτος            Πομόνης                      Πόπορος
Ποταμιᾶνος                 Πουλάκης                   Πουλαρᾶς                    Ποῦλος
Πρεβεζιᾶνος                Πρεντᾶνος                  Πρετεντέρης                Προβολισιᾶνος
Προλόπης                    Πρόντζας                    Πρωτολάτης                Πρωτομάστορας
Πυλαρινός                   Πυργιώτης                  Πῶλος

Ρ                                  Ραζᾶτος                       Ραζῆς                          Ραΐσης
Ραλλᾶτος                     Ράλλης                        Ρασιᾶς                         Ρατσιᾶτος
Ραυτόπουλος               Ρεγγίνης                      Ρεμούντης                   Ρεμοῦντος
Ρένεσης                       Ρεπάρος                      Ρεπούσης                     Ρηγᾶτος
Ρηγγίνης *                   Ρίκος                           Ρισιάνος                       Ριφιώτης
Ροδοθεᾶτος                 Ρόζας                           Ροκανᾶς                       Ρόκος
Ροσόλυμος                  Ροτιάνης                      Ρουμαντζᾶς                  Ρουμανός
Ρουμελιώτης               Ρουμπᾶτος                   Ροῦσος                         Ρουχωτᾶς
Ρωμάνος
*και Ρεγγίνης

Σ                                 Σάββας                        Σαβράμης                   Σαγκβινᾶτζος
Σακκᾶτος                    Σαλβατῶρος               Σαμικός                       Σαμόλης
Σαμούρης                    Σανσόνιος                   Σαούλης                      Σαρλῆς
Σάρλος                        Σβέτσος                       Σβορῶνος                    Σγοῦρος
Σδρίν                           Σεμιτέκολος                Σεντῆς                         Σεντονᾶς
Σέρβος                        Σεργιᾶτος                    Σερδῆς                         Σερεμέτης
Σικελιανός                  Σιλιβέρδης                   Σιμᾶτος                       Σιμεγιᾶτος
Σιμωνέτος                   Σιμωνετᾶτος               Σιμωτᾶς                      Σκαλλιώτης
Σκαλτσούνης              Σκαρλᾶτος                  Σκατουλιαρᾶτος         Σκαφιδᾶς
Σκελισιᾶνος                Σκηνιωτᾶτος               Σκιαδαρέσης               Σκιαδᾶς
Σκλάβος                      Σκλαβουνάκης            Σκλαβοῦνος                Σκλῆνος
Σκλήτσης                    Σκόλας                         Σκούρης                      Σκούταρης
Σκουτελᾶς                   Σκουτέρης                   Σμυρναῖος                   Σολδᾶτος
Σολομός                      Σούλης                        Σουπιονᾶς                   Σουρβᾶνος *
Σουργιάννης               Σοφιανᾶτος                 Σπάθας                        Σπαθῆς
Σπαθώνης                   Σπανός                        Σπάτας                         Σπετσιέρης
Σπηλιώτης                  Σπινέλης                      Σπυρακᾶτος                Σπυρᾶτος
Στάβερης                    Σταθακᾶτος                 Σταθᾶτος                     Σταθουλᾶτος
Σταθούλης                  Σταματᾶτος                 Σταματελᾶτος             Σταμένης
Σταμούλης                  Στανίτσας                    Στασινός                     (Στεκούλης)
Στελλιανέσης              Στελλακᾶτος               Στελλᾶτος                   Στέλλος
Στέντσης                     Στεφανᾶτος                 Στεφανίτσης                Στεφάτας
Στεφᾶτος                     Στίβας                         Στραβόλαιμος             Στράκος
Στράτης                       Στρίντζης                    Συνοδινός                    Συριᾶτος
Σφαέλος                      Σώκαρης                     Σωτήρας                      Σωτηρᾶτος
*και Σουρμπάνος

Τ                                 Ταβιανᾶτος                 Ταβιᾶς                         Ταγκούνης
Ταμβάκης                   Ταραζῆς                       Ταρκασᾶτος                Ταρκάσης
Ταρούκας                    Τετενές                        Τζαβάρας                    Τζαγκαμίλης
Τζάκης                        Τζαμάνης                     Τζαμαρέλος                Τζαμαρίας
Τζαννᾶτος                   Τζαννετᾶτος                Τζαννίκος                    Τζάννος
Τζάσης                        Τζενιέρης                     Τζιβρᾶς                       Τζιώτης
Τζιφωνᾶς                     Τζορτζᾶτος                  Τζουγανᾶτος               Τζουγάνης
Τηβέτσης                     Τηλέμαχος                   Τιμοθεᾶτος                 Τιπάλδος
Τονιάλος                      Τότολος                      Τουλιᾶτος                    Τούλιος
Τουμαζᾶτος                 Τουμάσης                   Τουρκάκης                   Τουρκογιάννης
Τραυλός                      Τρέκας                        Τριγώνης                     Τρίτσης
Τροΐζος                       Τρουμπέτης                 Τρωγιάνος                   Τσαγκαράκης
Τσαγκαρᾶτος              Τσαγκάρης                  Τσαγκαρόλας              Τσαγκαρισιᾶνος
Τσαούσης                   Τσεκουρᾶτος               Τσελέντης                   Τσεντσερῆς
Τσερνατᾶς                  Τσετούλης                   Τσετσέλης                   Τσηλιμιδός
Τσηρίγος                     Τσηριγώτης                 Τσίγκανος                   Τσιγκέλος
Τσιγώνης                     Τσίκλης                       Τσικολιᾶς                    Τσιλιᾶτος
Τσιμάγκας                   Τσιμάρας                    Τσιμαρᾶτος                 Τσιμᾶς
Τσιμπούρης                 Τσιμπουρλᾶς              Τσιντίλος                    Τσιτσῆς          
Τσούδης                      Τσουκαλᾶς                 (Τσουλάτης)               Τσουρούφλης

Φ                                 Φαββατᾶς                   Φάβρος                       Φαζιόλης
Φακηνέας                    Φακοῦντος                  (Φάλαρις)                   Φαμπιᾶτος
Φάμπιος                      Φαμπρίτζης                 Φανός                         Φάντης
Φαρακλός                   Φαραντᾶτος                Φαραντούρης              Φαρσινός
Φασόης                       Φέγγος                        Φερδερίγος                  Φερδινάλης
Φερεντῖνος                  Φερνάνδης                  Φιλιππάκης                 Φιλιππᾶτος
Φιλιππίδης                   Φιοραβάντες               Φιορᾶτος                    Φιόρος
Φλαμιᾶτος                  Φλαμπουριάρης          Φλεντζᾶς                     Φλώκας
Φλωρᾶτος                   Φλωριᾶς                      Φοῆς                           Φολιός
Φοντάνας                    Φορέστης                    Φόρτος                        Φοσκαρᾶτος
Φοσκαρινᾶτος            Φοσκαρίνης                Φουρνᾶτος                  Φουρνιώτης
Φουρφουρῆς               Φραγκᾶτος                  Φραγκιᾶς                    Φραγκισκᾶτος
Φραγκόπουλος           Φράγκος                     Φραγκούδης                (Φραντζῆς)
Φραντζιός                   Φωκᾶς                         Φωτεινᾶτος                 Φωτεινόπουλος

Χ                                 Χαϊδεμένος                 Χάλδας                       Χαλικερῆς
Χαλικιᾶς                     Χαλικόπουλος             Χαλιώτης                    Χαλκωματᾶς
Χαμοσφακίδης            Χαράκτης                   Χαραλαμπᾶτος           (Χαρβούρης)
Χαρερᾶς                      Χαριτᾶτος                   Χαρίτος                       Χαροκόπος
Χαρτουλιάρης             Χειλᾶς                         Χέλμης                        Χιόνης
Χιώτης                        Χοϊδᾶς                         Χοῦνος                        Χρηστᾶτος
Χρηστοδουλᾶτος        Χρηστοφορᾶτος          Χρυσάφης                   Χρυσικός
Χωραφᾶς

Ψ                                 Ψαρός                         Ψημενᾶτος                  (Ψημένος)
Ψυχογιός



…………………………………………………………………………………………..

Απόσπασμα από το βιβλίο  “ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΝΕΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ”  του Αντ. Μηλιαράκη, έκδοση 1890.

Σημείωση :

Ο Αντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905), επισκοπεί επίσης τη διοικητική διαίρεση με αναλυτικούς στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού (κατά την απογραφή του 1889 καθώς και με βάση τις βενετικές απογραφές του 1583, του Πέτρου Καστροφύλακα, και του 1766-1770) κατά δήμους, επαρχίες και κοινότητες, την κοινωνική κατάσταση των νησιών με τα επαγγέλματα, τη ναυτιλία, τις οδικές συγκοινωνίες, τις αποδημίες, την εκπαίδευση, την εθνογραφία (τους Έλληνες, τους Φράγκους και τους Αλβανούς) και τα επώνυμα των κατοίκων.  Οι πληροφορίες του Μηλιαράκη έρχονται εν μέρει να συμπληρώσουν τα στατιστικά στοιχεία του Marino Salomon (αρ. 145 της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών)
 
Τα αναφερόμενα επεξηγητικά στοιχεία προσδοκώ να είναι το έναυσμα για τον εμπλουτισμό του καταλόγου καθώς και σχολίων επ΄αυτού.
Τέλος ανάλογοι κατάλογοι για τα άλλα Επτάνησα θα βοηθούσε στην καλύτερη γνωριμία των μελών του συλλόγου.
Διονύσης Π. Μαντέλλης