10 Δεκεμβρίου, 2012
Μπεκιάρης = Εργένης
ΚΕΦΑΛΛΟΝΗΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Αβαδέ ( το ) =
Συνάντηση, ραντεβού
Αβαλίδος = Άμυαλος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
Αγγειό = Δοχείο
( Και δοχείο νυκτός )
Αγγειοπλήτης
= Πανί καθαρισμού αγγειών ( Σφουγγάρι )
Αγιόπαιδο
= Παιδί του δρόμου
Αγλιά = Αλίμονο
Αγλοίμονος
= Πλεονέκτης
Αδράχτη & (
Σφοντύλι ) = Ξύλινο εργαλείο για γνέσιμο μαλλιού (
Αντίβαρο αδραχτιού )
Αϊπάνου = Επάνω
Αλαξοΐτερο
= Ζευγάρι με το ένα διαφορετικό
από το άλλο
Αλάργου – Αλάργα
= Μακριά
Αμπαδάρω = Λαβαίνω υπ΄ όψη- Υπολογίζω
Αμποδάω = Εμποδίζω
Αμποτες = Μακάρι
Αμπώνω = Σπρώχνω
Ανάσβολα = Άβολα - Ανάποδα - Στραβά – Δύσκολα
Ανεμορπή = Ριπή
ανέμου
Αντένω = Μπλέκω κάπου – Πιάνομαι
Αντζες = Γάμπες
Αντιστέλι
= Υποστήριγμα – Πουντέλι
Ανώρως = Ενωρίς – Έγκαιρα
Ανώφλι = Το πάνω μέρος στο κούφωμα της πόρτας
Αξαίνω = Μεγαλώνω
Απανταίνω
= Συναντώ
Απίκουπα = Ανάποδα
Απλάδενα = Μεγάλη πήλινη βαθιά πιατέλα
Άπλερο = Αδύναμο
Αποδιαλεούρια
= Τα υπόλοιπα της διαλογής
Αρκουμαίνομαι
= Αφουγκράζομαι – Κρυφακούω –
Ακούω προσεκτικά
Αρμάρι = Ντουλάπι
Ασκινοκάρα
= Είδος φυτού με βολβό
Ατζάρδο = Επικίνδυνο – Ριψοκίνδυνο – Θαρραλέο
τόλμημα
Ατούρες = Οι οργανικές διαταραχές λόγω εγκυμοσύνης
Αφιδεύομαι
= Εμπιστεύομαι
Αφριά = Αφρός
Βάζο = Ανθοδοχείο
Βαϊζω = Λυγίζω από βάρος – Κάνω κοιλιά
Βαντάκα = Μπόγος από ρούχα
Βασιλοκουτσούνα
= Ασκινοκάρα σαν γούρι
πρωτοχρονιάς
Βατσέλι = Μονάδα μετρήσεως αγροτικών προϊόντων
Βεγγέρα = Γιορτή - Δεξίωση
Βελέσι = Φουστάνι μακρύ – Μακριά φούστα
Βελινολόγος
= Θήκη βελονιών ραψίματος
Βερβελίθρες
= Περιττώματα της γίδας
Βεργολυγάει
= Λυγίζει εύκολα – Ευλύγιστο
Βέσβελο = Νήπιο – Μικρό παιδί
Βολυμόπεννα = Μολύβι
Βουτσί = Βαρέλι ( Ξύλινο κρασοβάρελο )
Βρακοζώνι ( το )
= Ζωνάρι
Βυζικατώρι
= Κατάπλασμα - Έμπλαστρο
Γαζόνι = Γυάλινος βόλος
Γαμπάς = Χοντρό σακάκι, παλτό
Γατσούλι = Μικρό γατάκι
Γιακέτα = Ζακέτα - Σακάκι
Γιωμένος = Κακός – Αιμοβόρος – Δύστροπος
Γιώνω = Αλλάζω χρώμα από το κακό μου -
Πρασινίζω
Γκαινιάζομαι
= Αποκτώ – Προμηθεύομαι
Γκιάζω =
Αγγίζω
Γκιώνης = Μεγάλη κουκουβάγια
Γκρούζω = Γουργουρίζω
Γλίδα = Βρωμιά
Γλιδιασμένος
= Βρώμικος - Λερωμένος
Γλυκί = Υπερβολικός θυμός μέχρι παραλογισμού
Γλυκοσαλιάζω =
Ευχαριστιέμαι - Νιώθω ευτυχής
Γνέθω ( μαλλί )
= Φτιάχνω νήμα από μαλλί
Γνέμα = Νήμα
Γόμπος = Καμπούρης
Γρουμπανιά
= Γροθιά
Γρουμπούλι
= Σκληρός όγκος
Δελέγκου = Γρήγορα
Δεούτελο = Άχρηστος - Βλάκας - Ανίκανος
Διακονιάρης
= Ζητιάνος
Διάσονας = Καλόγερος - Δοθιήνας
Δικάει ( Δεν δικάει
) = Φτάνει - Είναι αρκετό ( Δεν είναι αρκετό )
Εδεκεί - Εδεκειπέρα
= Εκεί
Εδεπά = Εδώ
Ζαβό = Λοξό
Ζαγκουλισμένο
= Στραβωμένο
Ζόρκος = Γυμνός
Ζούδι – Ζούδιο
= Ζώο
Ζουρλός ( ή ) =
Τρελός - Παλαβός ( ή )
Ζυφολεμονιέρα
= Λεμονοστύφτης
Ζυφολέμονο
= Στυμμένο λεμόνι
Ζυφτάρι = Μούσκεμα
Ητονε = Ήταν
Θυληκώνω = Συναρμολογώ, δένω, κουμπώνω
Ικόμοδα = Τα άβολα
( Οι ταλαιπωρίες )
Ιχιά = Πολύ λίγο - Πολύ μικρό κομμάτι
Κάβολε = Κουνουπίδι
Καθίκι = Δοχείο νυκτός
Καθίκλα = Καρέκλα
Καϊδός ( ή ) =
Αλλήθωρος ( η )
Καϊνέλο = Λεκάνη
Κακιώνω = Κακίζω
Κακόκρανη ( ος )
= Άσχημη ( ος )
Καλαθούρι
= Καλάθι
Καλαμαντάνα
= Ψηλή και αδύνατη γυναίκα
Καμιζόλα = Βαμβακερό, κοντό ανδρικό σακάκι
Καντινάτσος
= Σύρτης
Καντινέλα
= Πήχης πού κρατάει ανοικτά τα
παραθυρόφυλλα
Καντούνι = Σοκάκι, μικρό δρομάκι, στενό
Καούνι =
Πεπόνι
Καπέτα = Χτένισμα ανδρικό με χωρίστρα και φράντζα
Καραμπάνα
= Το κουτσό ( Παιχνίδι )
Καραπατάλια
= Μεγάλη φασαρία
Καρατάρω = Υπολογίζω - Εκτιμώ μία κατάσταση, έναν
χαρακτήρα
Καρμανιόλα
= Μπαστούνι από κορμό με
πλεγμένα κλαδιά
Καρμανιόλα
= Κρεμάλα
Καρονιάζω = Στεγνώνει το στόμα μου
Καρονιάζω = Στεγνώνει το στόμα μου
Καροτσάμπελη
= Αυτοκινητάδα
Κάρπης = Κατεργάρης, ψεύτικος
Κασσέλα = Μικρό μπαούλο για φύλαξη ειδών
Κατακλείδι
= Το σαγόνι
Καταράχτης
= Καταπακτή από την κατοικία
στο κατώι
Καταριχώματα
= Θεμέλια
Κατζέλο = Συρτάρι
Κατράμι = Πίσσα
Κατσαπρόκος
= Ζουμπάς για καρφιά
Κατσούλι = Σκουφί
Κατώϊ = Αποθήκη κάτω από την κατοικία
Κατώφλι = Το κάτω μέρος στο κούφωμα της πόρτας
Καυκιά = Πέτρινο γουδί
Καυτρίλα = Η καμένη, καρβουνιασμένη άκρη του φυτιλιού
Καυτρίλες
= Οι αναμμένες σπίθες από ξύλα
ή κάρβουνα
Κάψα = Ζέστη
Καψιώνω = Ζεσταίνομαι
Κενώνω = Σερβίρω
Κήφακας = Κηφήνας
Κιάκια = Σπίρτα
Κιαλάρω = Παρατηρώ προσεκτικά
Κιντινάρι
= Εκατοντάδα
Κιπησίρι = Κιμωλία
Κλανιόλα = Συσκευή
για διοχέτευση των σωματικών αερίων έξω
Κλήρα = Τα θορυβώδη παιδιά ( Άτακτα )
Κλινάρι = Κρεβάτι ( Κλίνη )
Κλινάρης = Κλινήρης
Κλιτσινάρια
= Μακριά και πολύ αδύνατα
πόδια
Κλωνά = Κλωστή
Κλωνί = Κόκκος
Κλωσσίδι – Γλωσσίδι
= Καμπανιστήρι ( Το χερούλι της καμπάνας )
Κλώστης = Μεταλλικό εργαλείο για γνέσιμο μαλλιού
Κογιονάρω
= Κοροϊδεύω
Κοιλίδι =
Αφαλός
Κοκκινοπήλι
= Κοκκινόχωμα
Κολέτο = Γραβάτα - Παπιγιόν
Κομιντόρο
= Ντομάτα
Κομό = Έπιπλο με συρτάρια
Κόμοδα = Τα βολικά - Τα έπιπλα του σπιτιού
Κοντεζίνι – Μπικερίνι
= Ποτήρι του λικέρ
Κοντζά μου ( άντρας )
= Μεγάλος ( Μεγάλωσες - Έγινες άντρας )
Κόρδα = Ρίζα φυτού
Κορέλι = Χάντρα
Κόριζας (Βγάλε τον
κόριζα) = Ασθένεια λαιμού πουλερικών ( Σκάσε )
Κορκοσούρα
= Κουτσομπόλα
Κόρο = Χορωδία
Κόρπος ( Έπαθε
κόρπο ) = Αποπληξία – Εγκεφαλικό - Συμφόρηση
Κουάδρο = Κάδρο
Κουγιάμπαλο
= Αποβλακωμένος γέρος
Κούδα = Κιλότα
Κουκαρίτσα
= Κατσαρίδα
Κουλιμέντα
= Κομπλιμέντα
Κουλούμι = Σωρός
Κούπωμα = Πώμα
Κουπώνω = Σκεπάζω - Βάζω πώμα - καπάκι
Κουρβουλιασμένο
= Ξερό – Δύσκαμπτο –
Καμένο
Κούρβουλο
= Κλήμα αμπελιού - Κούτσουρο
Κουρλαμάδα
= Τρέλα
Κουρλός ( ή ) =
Τρελός ( ή )
Κούρνια = Χώρος που κοιμούνται κότες ή πτηνά
Κουρούπα = Καραφλή
Κουρούπι = Πήλινο δοχείο χωρίς χερούλια
Κουρουπώνω
= Κλαδεύω
Κουρταλάω
= Κροταλίζω – Ταράζω
Κούρτη = Περίφραγμα
Κουσουνέλο
= Επιτοίχεια θήκη για υλικά
ραψίματος
Κουτάω = Τολμώ
Κουτούμανος
= Παιδοβούβαλος
Κουτουπώνω
= Αρπάζω
Κουτουρού
= Τυχαία - Βγαλμένο από το
μυαλό
Κούτρα = Κεφάλι
Κουτρούλα
= Κουρεμένος με την ψιλή μηχανή
Κούτσαυλος ( η
) = Κουτσός ( η )
Κουτσούνα
= Κούκλα
Κούχτιο = Ανθρώπινο ερείπιο
Κόφα = Μεγάλο, ψηλό κοφίνι
Λαγγεύω = Σαλεύω
Λαγουρέντες
= Βοηθός χτίστη – τεχνίτη
Λαμπικάρω
= Καθαρίζω – Ραφινάρω
Λαμπίκος = Πεντακάθαρος
Λαμπουτσάρω =
Πατάω ( τσαλαβουτάω ) σε νερά
Λαστικιέρα
= Σφεντόνα
Λάτα = Τενεκεδένιο δοχείο
Λατινιέρης
= Λευκοσιδηρουργός
Λατός = Λευκοσίδηρος ( Τενεκές )
Λιαρίζω = Τεμπελιάζω ( Στον ήλιο )
Λιγκόνι = Μερμήγκι
Λιγκονοφωλιά =
Μερμηγκοφωλιά
Λιθιά = Τοίχος λιθόκτιστος – Μάντρα – Ξερολιθιά
Λινός = Δεξαμενή για πάτημα σταφυλιών
Λιοστάσι = Ελαιώνας
Λόμπος = Λακκούβα με νερό
Λουβί = Σκελίδα σκόρδου
Λύχνος = Λυχνάρι
Μαγάρα – Μαγαρέλο
= Διαολοθήλυκο - Πονηρή
γυναίκα
Μαγαρισμένο
= Πειραγμένο φαγητό από
ποντικό - Μολυσμένο
Μαγερειό = Κουζίνα
Μαγκάδα και Μάγκος =
Χοντροφτιαγμένο ξύλινο τραπέζι
Μαζώνω = Μαζεύω - Συλλέγω
Μαϊτζέβελο
= Ευκολοχείριστο
Μαλαφουρίζω =
Μαλάζω
Μαλίνο = Κακιά αρρώστια ( Κακό μαλίνο να σε φάει )
Μάμος =
Γιατρός γυναικολόγος
Μαμούρα = Δούλα - Υπηρέτρια
Μαμουριό = Οι βαριές και βρόμικες δουλειές του
σπιτιού
Μάνταλο = Πετούγια
Μαντραούρα
= Μανιτάρι
Μάπα = Λάχανο
Μαστέλο = Στρογγυλή σκάφη πλυσίματος
Ματίζω = Ενώνω
Μελίδια = Μικρά κομματάκια ( Έγινε μελίδια )
Μεντέρι = Καναπές πού χρησιμοποιείτε για
κρεβάτι
Μερλί = Σπάγκος ψαρέματος
Μέσπολα = Μούσμουλο
Μεσσάλι = Τραπεζομάντιλο
Μετζάο = Βοηθητικός χώρος ισόγειος ή υπόγειος
Μικιάρω = Σημαδεύω
Μολέτα = Γάντζος ασφαλείας
Μόλος = Προκυμαία
Μορόπουλο
= Κολοκύθι
Μοσκαρία = Μασκαράτα
Μουσκεύω – Μόσκιο
= Υγραίνω ( Βάζω μέσα σε νερό
)
Μουσκίδι = Μούσκεμα
Μουμούδι = Ψίχα των ξηρών καρπών
Μουντί = Βούρτσα
στρογγυλή ( Υδροχρωματισμού )
Μουντίζω = Χρωματίζω με μουντί
Μουρδουλιά
= Ακαταστασία - Βρωμιά -
Ατσαλιά
Μουρτάρι = Μπρούτζινο γουδί
Μουρταρόχερο
= Γουδοχέρι
Μουσκλωμένος
= Θυμωμένος ( Πεισματωμένος
και αμίλητος )
Μουτσουτσούνια
= Νάζια
Μπαγιασόν
= Ανδρικό ψάθινο σκληρό καπέλο
Μπάλος = Λοστός
Μπαμπάϊ = Μικρό έντομο
Μπαμπάουλας =
Μπαμπούλας
Μπαμπαφίοι
= Δυσνόητο σχέδιο – Σκίτσο
Μπαμπόγρια
= Κακάσχημη ρυτιδιασμένη γριά
Μπαμπόνι = Καρούμπαλο - Εξόγκωμα
Μπαμπού = Θηλυκός μπαμπούλας
Μπαρμπούτα
= Μάσκα
Μπασιά = Είσοδος
Μπαστελάμενος - η – ο
= Καλοστεκούμενος - Όμορφος
Μπαταρισμένο
= Γερμένο ( Έχει πάρει κλήση )
Μπατάρω = Γέρνω
Μπεκιάρης = Εργένης
Μπεμπεούρι
= Παιδικό παιχνίδι
Μπισκαρία
= Ψαραγορά
Μπιστικός
= Έμπιστος βοσκός
Μπιστιού = Βερεσέ
Μπλάτσο = Εξοστρακισμός ( αντικειμένου )
Μποδιακό = Ποδαρικό
Μπόκολα = Μπούκλες
Μπόλια = Πετσέτα
Μπομπόδανο
= Μικροκαμωμένος άνθρωπος
Μπομποφάνειες
= Πράξεις ή λόγοι για προβολή
Μπονώρα = Νωρίς
Μπότης = Στάμνα
Μπότσα = Μεγάλη μπουκάλα
Μπουγαρίνι
= Φούλι διπλό
Μπουγιανάρια = Μπατζάκια
Μπουγιάρω
= Εκνευρίζομαι - Θυμώνω -
Φούσκωμα καιρού
Μπούγιο = Μεγάλος όγκος
Μπουζαδώρος
= Τρύπα στην πόρτα για να
μπαιζοβγαίνει η γάτα
Μπούζι = Πολύ κρύο - Ψυχρό
Μπουζουνάρα -
Πουσνάρα = Τσέπη
Μπουθρακλάς =
Βάτραχος
Μπουκούνι
= Μικρό κομμάτι
Μπουλετί = Απόδειξη πληρωμής – Έγγραφο με κακά
μαντάτα
Μπούρδινο
= Φτηνό ύφασμα
Μπούρι = Ούρηση
Μπουρίκι = Μπρίκι
Μπουρλιάζω ( τα κορδόνια ) =
Περνάω ( τα κορδόνια )
Μπουστίνα – Μασουρέττα
= Θήκη μέσης για στερέωμα
βελόνας πλεξίματος
Μπροστέλα
= Ποδιά
Μυρούδια = Μυρωδικά - Αρώματα
Μυρσίνα = Μυρτιά
Μυστόππιτα
= Μουσταλευριά
Νιβέλλο = Αλφάδι
Νίβω – Νίβομαι
= Πλένομαι
Νικόμοδα = Αρρώστιες - Ταλαιπωρίες - Βάσανα
Νιμπιλαίος
= Κακόγουστος – Ακαλαίσθητος
Νιονιό = Μυαλό
Νόνα = Γιαγιά
Νόνος = Παππούς
Νταντανίζω
= Τραντάζω
Ντεμέλα = Μαξιλαροθήκη
Ντερίνα = Σουπιέρα - Γαβάθα
Ξαϊτεριασμένο =
Ζευγάρι από δύο διαφορετικά ομοειδή αντικείμενα
Ξαλλοιώς = Αλλιώς
Ξαμώνω = Σηκώνω το χέρι με σκοπό να κτυπήσω ( Να
επιτεθώ )
Ξασηκώνω = Αντιγράφω
Ξεμπάχαλο
= Χαστούκι
Ξεμπουζακώνω
= Αντικαθιστώ φθαρμένο κομμάτι
Ξεμπουρίζω
= Ξεμυαλίζω
Ξεμποχειλιάζω
= Ξεχειλώνω
Ξεμποχειλιασμένο
= Ξεχειλωμένο
Ξενούρα = Επισκέπτες - Φιλοξενούμενοι
Ξεντρέλιαστος
= Αποσυντονισμένος – Πλήρως
απορυθμισμένος
Ξεπατικώνω
= Αντιγράφω πάνω σε διάφανο
χαρτί
Ξεπυρίζω = Βγάζω τον πύρο
Ξεραθυμάω
= Επιθυμώ ( Τρώγω με
ευχαρίστηση κάτι που είχα επιθυμήσει )
Ξεσκλίζω – Ξεσκλάω
= Ξεσχίζω
Ξεστελιάζω = Αποσυναρμολογώ -
Διαλύω
Ξεσφαΐζομαι
= Στραβολαιμιάζω
Ξετιμώνω = Καθορίζω τιμή – αξία
Ξετιμωτής
= Εκτιμητής
Ξυλάρμενος
= Αρμενίζει χωρίς πανιά – Ολομόναχος
– Παντέρημος
Ξυλίζω =
Δέρνω με βέργα ή με το χέρι
Ολόρτος ( ο ) =
Όρθιος ( ο )
Οντες = Όταν
Οξάκι = Σκασιαρχείο από το σχολείο
Οργιό = Πολύ κρύο – Τσουχτερό κρύο
Ορμηνεύω = Συμβουλεύω
Ορμήνια = Συμβουλή
Ούρτο = Εμετός ( Μούρτε να κάμω ούρτο )
Παδέλα = Πήλινο σκεύος μαγειρέματος
Παδέλι = Μικρό πήλινο σκεύος
Πακιό = Αδύναμος χαρακτήρας – Χωρίς ζωντάνια
Παντόφολες
= Παντούφλες
Παπάουλα = Όρχεις
Παραζούζουλο
= Ακανόνιστο - Σωματικά ατελές
Παραλέκατο ( ος )
= Άσχημο - Βλαμμένο ( ος ) - Ελλιπές
Παραμπαστός
= Ο ξένος που μένει στο σπίτι,
ο φιλοξενούμενος
Παραργατάρω
= Συναγωνίζομαι
Πάστρα = Καθαριότης
Πατικωμένο
= Πατημένο - Πιεσμένο
Πατσαβούρα
= Πανί καθαρισμού - Παλιόπανο - Παλιογυναίκα
Πατσανάτσα
= Παλαβομάρα, αστείο
Περγουλιά
= Κληματαριά
Πέρονας = Μεγάλο τετράγωνο καρφί
Περπέρο ( η )
= Πολυλογού – Ζωηρή
Πετουρίνα
= Πέτο σακακιού
Πεύκι = Κουρελού
Πιγκιόνι – Μπικιόνι
= Κύπελλο
Πίγκος = Κασμάς
Πιθώνω = Αφήνω - Ακουμπάω κάτι κάπου
Πικατάρατος
= Δαίμονας
Πινιάτα = Χάλκινη κατσαρόλα με σφαιρική βάση
Πινομή ( Για
πινομή σου ) = Χάρη - Χατίρι ( Για χάρη σου )
Πίργια = Χωνί
Πιτίζω = Καταβρέχω
Πιτιτέλια
= Νόστιμα μεζεδάκια - Ορεκτικά
Πλιθάρι = Πιθάρι
Ποδεμή = Υπόδηση
Ποδένομαι ( Ποδένω )
= Φοράω παπούτσια
Ποδόχι = Δεξαμενή υποδοχής ζωμού σταφυλιών
Πομπές = Ντροπές
( Απορρέουν από κακοήθεις / άτιμες πράξεις )
Πορταδέλα
= Το κομμάτι του μεντεσέ πού
βιδώνετε στην πόρτα
Πορτοθούρο ( ης
) = Αυτή ( ός ) πού πηγαίνει από πόρτα σε
πόρτα ( Κουτσομπόλα )
Πορτόνι = Πόρτα αυλής
Ποστιάζω = Τακτοποιώ
Πουλακίδα
= Μικρή κότα - Πουλάδα
Πούλιο / Πουλιότερο
= Καλύτερα ( Πούλιο ναι … = Είναι καλύτερα … )
Πούντα = Κρυολόγημα
Πουντέλι = Στήριγμα
Πούπετα = Πουθενά
Πούρβερη = Πούδρα
Πρεβεράτζιο
= Φιλοδώρημα – Πουρμπουάρ
Πρετσεσιό
= Έξοδος για βόλτα
Πρισκάλια
= Αμυγδαλές
Πρόκα = Καρφί
Προκάνω = Προλαβαίνω
Προστελεύω ( -εται )
= Μένει - Περισσεύει ( Δέν τσή
προστελεύεται τίποτα )
Προσφάϊ – Προσμπούκι
= Το συνοδευτικό του ψωμιού
στο κολατσιό
Προσφόλι = Φόλι
Πρωτολούβι
= Ο πρώτος ώριμος καρπός
Πυρί ( Τον πήγε
πυρί ) = Ευκοιλιότητα
Πυροστιά = Στήριγμα μαγειρικού σκεύους στη φωτιά
Ραμολιμέντο
= Αδύναμος ( η ) – Ευαίσθητος
Ραμπαούνι
= Τριπλός γάντζος
Ρεβεράντσα
= Υπόκλιση
Ρεβερίρω = Υποκλίνομαι
Ρεγάλο =
Δώρο - Φιλοδώρημα
Ρεκλάμα = Διαφημιστική πινακίδα ( Διαφήμιση )
Ρέμπελος = Ανεξάρτητος ( Παρεμφερές του αλήτη )
Ρεμπούλιο
= Χοντρό χαλίκι - Σκύρο -
Απάσβεστα – Μπάζα
Ρεντίκολο
= Ρεζίλι
Ρεουλίζει
= Στάζει ( Ρεουλίζουνε τά σάλια του )
Ρέου-ρέου
= Λίγο-λίγο ( Σιγά-σιγά )
Ρεπετάλια
= Σμπαράλια - Διαλυμένο -
Κομματιασμένο
Ρεπόσο = Ανάπαυση
( Με το ρεπόσο του = Με το πάσο
του )
Ρεστέλο = Πρόχειρη πόρτα αυλής η φράχτη
Ρετσέτα = Συνταγή
Ριπίζω = Χύνω - Διασκορπίζω υγρό
Ροΐ = Επιτραπέζιο δοχείο λαδιού
Ροϊνάτσα = Μπάζα οικοδομής
Ρόκα = Κοντάρι σε σχήμα Φ για
στερέωμα μαλλιού για γνέσιμο
Ροκέλο = Κουβαρίστρα
Ρομαντζίνα
= Επίπληξη – Κατσάδα
Ροσοπίλια
= Ανεμοπύρωμα ( Ερυθρά )
Ρούγκλα = Μύξα
Ρουμάνα = Μεγάλο μαρούλι
Ρουμπουλιά
= Πτύελο – το φτύσιμο
Ρουτζουκλάω
= Πιτσιλίζω
Ρουφίχτρα
= Δύνη θαλάσσης
Ρούφουλας
= Ανεμοστρόβιλος
Σαγιαδόρος
= Πετούγια πόρτας
Σαλαβρίχα
= Σαμιαμίδι
Σαλαγάω = Καθοδηγώ ζώα
Σαλιαρίζω
= Ερωτοτροπώ
Σαμάκι =
Ρουκέτα ( Βεγγαλικό )
Σαμούτσα = Μικρό σφυρί
Σάψαλο = Σαράβαλο
– Άχρηστος – Πολύ γέρος
Σβιλάδα = Λιποθυμία – Απότομη πνοή ανέμου
Σγούρνα = Γούρνα πέτρινη
Σέκιο ( ≈ 20
Πίντες ) = Μονάδα μέτρησης λαδιού-κρασιού
Σέμπρος = Καλλιεργητής κτήματος με ποσοστά
Σίκλος = Κουβάς
Σινί = Είδος ταψιού
Σιόρα = Γεροντοκόρη από Σόι
Σκαλούνι = Σκαλί
Σκαμπέλο = Κομοδίνο
Σκανταλέτο
= Σκεύος μεταφοράς αναμμένων
κάρβουνων
Σκαρτσούνια
= Κάλτσες
Σκατζιά = Ράφι τοίχου
Σκάτουλα = Κουτί
Σκαφίδι = Σκάφη ξύλινη για ζύμωμα
Σκιάζομαι
= Φοβάμαι
Σκλήθρα = Αγκάθι - Ακίδα
Σκλιτσέτο
= Κλύσμα
Σκορπέτσα – Σκορπετσαρία =
Βρωμοπαρέα – Θορυβώδης νεολαία
Σκούβα – Σάρωμα
= Σκούπα
Σκουληκουνιά
= Τα πολλά παιδιά ( Παιδομάνι )
Σκουρδουμπέλια
= Τούμπες
Σκουτέλι = Μεγάλο μπολ
Σκουτί = Ρούχο- Σακάκι
Σκρώξιμο = Τσίμπημα - Κέντρισμα εντόμων
Σμπακιά -
Πετριά = Πέταγμα πέτρας
Σοτοβέλεσο
= Κομπινεζόν
Σουράμενο
= Αυτός που ακολουθεί τον
άλλον σερνάμενος - Ζιζάνιο
Σουρτούκο
= Χονδρό σακάκι - Αμπέχονο -
Επενδύτης
Σπαβεντάρω
= Τρομάζω
Σπαβέντο = Τρομάρα
Σπαλέτα = Εσάρπα - Σάλι
Σπετσιέρης
= Φαρμακοποιός (
Φαρμακοτρίφτης )
Σπιτάτο = Σπιτικό
Στανιό ( Με το
στανιό ) = Υποχρεωτικά ( Με το ζόρι )
Σταφυλιώνας
= Επιγλωττίδα
Στουβάζω = Στοιβάζω - Πιέζω
Στουβιά = Θάμνος, αγκαθωτός
Στράτσα = Πανί καθαρισμού ( Πατσαβούρα )
Στρίφτουλας
= Σβούρα
Συλίντρεχος
= Πολύ γρήγορος - Τρεχάτος
Συμπονεμάρα
= Άσχημη – αηδιαστική μυρουδιά
Σύξυλος = Άφωνος
Συρταρέλια
= Τσόκαρα
Συφτάνω (Να μην
συφτάσεις) = Προλαβαίνω να φτάσω ( Κατάρα = Να μην
προφτάσεις )
Σφαή ( η )
= Αυχένας - Σβέρκος
Σφαλάγγι = Αράχνη
Σφαλαγγουνιά =
Ιστός αράχνης
Σφάχτης = Πολύ δυνατός πόνος
Σφίγκλα = Καρφίτσα
Σφογγίζω – Σφουγγίζω
= Καθαρίζω
Ταπολιώρα
= Πριν από λίγο
Τάραμα ( το )
= Υπερβολικός θυμός
Ταταλιά = Φοινικόδεντρο
Τάταλο = Χουρμάς
Ταύλα = Σανίδα
Ταφιάζω = Σκοτώνω και θάβω
Τεγκλώνω ( τά
) = Πεθαίνω
Τεζάκι = Πάγκος - Πάσο
Τεζάρω = Τεντώνω
Τελώνιο = Πονηρός δαίμονας - Πονηρό πειραχτήρι
Τζατζαμίνι
= Γιασεμί
Τζιέρα = Όψης του προσώπου
Τότενες = Τότε
Τουβαέλι = Πετσέτα φαγητού
Τούμπουλα
= Τούμπα
Τραγάτα = Καλύβι από κλαδιά πάνω σε δέντρο
Τραταμέντο
= Κέρασμα
Τρατάρω = Κερνώ
Τρίτσα = Ψάθινο καπέλο
Τσάκα = Παγίδα – Φάκα – Δόκανο
Τσακουμάκι
= Αναπτήρας
Τσακώνω = Αρπάζω – Πιάνω
Τσαλαφός = Απρόσεκτος – Άτσαλος
Τσαπερδόνα
= Τσαχπίνα - Ζωηρή, έξυπνη
κοπέλα
Τσαρκαδώρος
= Αυτός πού ψάχνει
Τσαρκαρεύω
= Ψάχνω
Τσάσκα = Κύπελλο
Τσατσάρα = Χτένα
Τσάφος = Άγριος - Επιθετικός
Τσάχαλο = Σκουπίδι
Τσερέπα = Είδος φούρνου ψησίματος φαγητού
Τσιγκράω – Τσιγκρίζω
= Πειράζω - Ενοχλώ
Τσιριμόνιες
= Σκέρτσα - Υπερβολικές /
Υποκριτικές ευγένειες
Τσιριτζάντζουλες
= Νάζια – Καμώματα
Τσιρλιό = Διάρροια
Τσουράπια
= Πλεκτές κάλτσες
Τσουρδέλα – Τσουρδέλι
= Πεταχτή - Ζωηρή κοπέλα -
Τσαχπίνα
Τσουρούνα
= Άκρη - Μύτη ακρωτηρίου
Τσώπα = Μη μιλάς
Τσωπαίνω = Σωπαίνω
Φακιόλι = Μαντήλι κεφαλής για τις δουλειές
Φασινέλα ( ες )
= Μικρό δέμα από σχισμένα ξύλα
- Σχίζες
Φάσκελο = Μούντζα
Φαστίδιο = Λιποθυμία
Φίντα = Ρεμπάρτα
Φιοριτούρα
= Ανθοστολισμός – Διανθήσεις –
Υπερβολικός καλλωπισμός
Φιόρο = Λουλούδι
Φιρίδα = Χαραμάδα
Φλαούνα = Λαγάνα
Φλάρης = Καθολικός παπάς
Φλάτα = Πτύελα
Φορτσέρι = Μπαούλο
Φούζος = Το κέντρο της ρόδας του κάρου ( Άξονας )
Φουμάδες = Εξάψεις
Φούμπια = Η υποδοχή της ποτραδέλας στον τοίχο
Φουντάκι = Κατακάθι του καφέ
Φουντραδώρος
= Στήριγμα του κλειστού φύλλου
δίφυλλης πόρτας
Φούρια = Βιασύνη
Φουριόζος (
α) = Βιαστικός
( ή )
Φούρκα = Μανία
Φουρκαδέλα
= Φουρκέτα
Φουρκί =
Πιθαμή
Φουρκισμένος
= Μανιασμένος
Φουρνεζία
= Πυρετός
Φτιασίδια
= Καλλυντικά
Φύσουνας = Αετός
( Κερώνω φύσουνα = Πετάω αετό )
Φώτολο = Φεγγίτης
Χαλαλοή = Φασαρία - Οχλαγωγία
Χαλέπεδο = Ερειπωμένο σπίτι
Χειμωνικό
= Καρπούζι
Χολιάζω = Πεισμώνω - Θυμώνω
Χουμάω = Ορμάω - Επιτίθεμαι
Χρεία = Ανάγκη
Χρίζω = Λερώνω
Χτικιό = Φυματίωση
Χώρα = Πόλη – Η πρωτεύουσα
Ψάνα = Στάχυ ( σιταριού )
Ψαχουλέυω
= Ψάχνω
Ψήστης = Σκεύος για καβούρδισμα καφέ η άλλων κόκκων
Ψυχούδι = Πρόσφορο στην εκκλησία για το συχώριο των
πεθαμένων
’Ανασκαλεύοντας στί
θύμισες καί μέ
τήν ỏρμήνεια φίλων
καρδιακών
ό Διονύσης
Χριστοφορατος τού Γεράσιμου
από τη χώρα, συνέταξε το
παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου