Λαογραφικά

3 Δεκεμβρίου 2013
 
ΑΠΟ ΤΑ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΡΕΛΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ. 
Έθιμα του χθες, σήμερα
Μπουρμπουρέλια
Όταν αποφάσισα να γράψω για τα έθιμα της μετάβασης από την παλιά στην καινούρια χρονιά και το ρόλο που αυτά διαδραματίζουν στη σύγχρονη ζωή, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα είναι για ποιο πράγμα δεν θα ήθελα να μιλήσω.
Δεν θα ήθελα να σας μιλήσω λοιπόν για το «χρέος» της διατήρησης της παράδοσης. Δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω το ρήμα «πρέπει», Αυτό το απρόσωπο ρήμα συχνά υπάρχει για να καταδυναστεύει πολλές πτυχές της ζωής μας, γι’ αυτό και δεν έχει νόημα να προσθέτουμε κι άλλα «πρέπει» στην καθημερινότητά μας. Και τα έθιμα είναι ένα κομμάτι αυτής ακριβώς της καθημερινότητας.
Είναι αλήθεια πως η ζωή μας έχει αλλάξει. Είναι αλήθεια πως κάποια στιγμή ως κοινωνία περάσαμε τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό και τον αστικό πολιτισμό. Σήμερα είμαστε όλοι πια αστοί, ακόμη κι αυτοί που ζουν μακριά από τα αστικά κέντρα. Κι όλα εκείνα τα θαυμάσια έθιμα που περιγράφουν οι μεγάλοι λαογράφοι μας, από τον Νικόλαο Πολίτη ως τον Δημήτριο Λουκάτο, βρίσκονται ασφαλώς πίσω από αυτή τη λεπτή γραμμή.
Ο κύκλος των χριστουγεννιάτικων εθίμων ξεκινάει με ένα είδος «άτυπης εισαγωγής»: τη γιορτή της Παναγίας της «Μισοσπορίτισσας» (21 Νοεμβρίου), κατά την οποία το παραδοσιακό μενού της ημέρας περιλαμβάνει «πολυσπόρια», ή, αν θέλετε «μπουρμπουρέλια» δηλαδή βρασμένα μαζί όσπρια όλων των ειδών.
Αν γυρίσουμε το βλέμμα μας πίσω απ’ αυτή τη λεπτή γραμμή και αναζητήσουμε τη συμβολική σημασία της «μισοσπορίτισσας» πέρα από την καθαρά θρησκευτική της διάσταση, θα ανακαλύψουμε ότι η γιορτή τοποθετείται στα μέσα περίπου της γεωργικής περιόδου, όταν οι πρώτοι καρποί – σημάδια για τη σοδειά έχουν αρχίσει να φαίνονται, και ο αγρότης εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για όσα μέχρι τότε του έχει δώσει η μάνα γη και την ελπίδα ότι οι καρποί που κρύβει μέσα της και θα δώσει στη συνέχεια, θα επαρκέσουν για το υπόλοιπο του χρόνου. «Μισό ‘φαγα, μισό ‘ σπειρα, μισό ‘χω να περάσω» είναι το λαϊκό μόττο της γιορτής.
Ο συμβολισμός της «Μισοσπορίτισσας» αναφέρεται σε μια εποχή που η σχέση του ανθρώπου με τη γη και τους καρπούς της ήταν άμεση, σε μια εποχή που ο άνθρωπος αγωνιζόταν σώμα με σώμα με τα στοιχεία της φύσης για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Σε μια εποχή που η φύση ήταν για τον άνθρωπο μια άγνωστη, φοβερή ομορφιά, όπου κυριαρχούσαν απειλητικές και εξώκοσμες δυνάμεις, ιδιαίτερα το χειμώνα, όπου η μέρα ήταν μικρή και το σκοτάδι της νύχτας μακρύ, και ασφαλώς δεν υπάρχει ηλεκτρισμός για να φωτίσει το απόλυτο σκοτάδι.
Οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις από την άποψη αυτή, όπως τα «μπουρμπουρέλια» της μισοσπορίτισσας είχαν και μια τελετουργική σημασία: Στόχευαν στο να εξευμενίσουν τις δυνάμεις της φύσης, όχι να τις τιθασεύσουν, αλλά και να τις πάρουν με το μέρος τους για να πάει καλά η χρονιά: Να βλαστήσουν οι καρποί και τα δέντρα, να είναι αρκετή η σοδειά, να είναι ήρεμες οι θάλασσες, να κρατηθεί μακριά η (απροσδιόριστη) αρρώστεια και το κακό.
Αυτός ο τελετουργικός, χαρακτήρας δεν μπορεί να χωρέσει στη σημερινή μας εποχή, όπου η επαφή μας με τη γη και τα στοιχεία της φύσης έχει γίνει πιο ελεγχόμενη, πιο τυποποιημένη. Φορέσαμε παπούτσια με χοντρές σόλες και στρώσαμε το χώμα με άσφαλτο – είναι πια δύσκολο να καταλάβουμε τί σημαίνει να περπατάς ξυπόλητος στο χώμα. Πολύ περισσότερο τί σημαίνει να περπατάς ξυπόλητος και μόνος ενάντια στην καταιγίδα ή να συλλέγεις τους καρπούς της γης μέσα στη λάβρα του καλοκαιριού.
Η σχέση μας με τη φύση δεν είναι πια σωματική. Δεν εξαρτώμαστε απ’ αυτήν, αλλά νομίζουμε ότι την ελέγχουμε. Και η ζωή μας είναι αρκετά «ορθολογισμένη» για να μπορούμε να επικαλεστούμε την ευμένεια της φύσης για τη σοδειά της χρονιάς βράζοντας «μπουρμπουρέλια», τα οποία βρέξει – χιονίσει θα τα βρούμε στο σούπερ μάρκετ, μαζί με όλα τα αγαθά του Θεού. Ωστόσο η ίδια αυτή εποχή μας παρασύρει να θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό να συμβουλευτούμε το ωροσκόπιό μας ή να διακοσμήσουμε το σπίτι μας σύμφωνα με τις επιταγές του φενγκ –σούι.
Δεν έχω καμμία πρόθεση να σας υποβάλω στο δίλημμα «μπουρμπουρέλια ή φενγκ-σούι», ούτε να αισθανθούμε ομαδικώς ενοχές επειδή η ζωή μας έχει γίνει αντικειμενικά ευκολότερη (επαναλαμβάνω: ευκολότερη, όχι απαραιτήτως καλύτερη), επειδή σήμερα έχουμε περισσότερα εφόδια για να αντιμετωπίσουμε την υποδουλωμένη φύση και να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας και την ευημερία του σπιτιού μας, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά τα τελευταία ισχύουν για ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη μας.
Οφείλω παρ’ όλα αυτά να διαπιστώσω ότι εκ των πραγμάτων σήμερα δεν μπορούμε να βιώσουμε τις παραδοσιακές εθιμικές πράξεις με τον τρόπο που τις βίωναν οι παλιότερες γενιές, όχι επειδή δεν είμαστε ικανοί αλλά επειδή ζούμε σε έναν διαφορετικό κόσμο, με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά.
Πρέπει εξάλλου να σας ομολογήσω ότι κάποιες φορές με θλίβει και με πονά όταν ακούω για «αναβίωση» ενός παραδοσιακού εθίμου. Ένα έθιμο δεν μπορεί να αναβιώσει. Γιατί αναβιώνει ό,τι έχει πεθάνει. Και ένα έθιμο δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί τότε παύει να είναι πια έθιμο. Τις περισσότερες φορές η «αναβίωση» ενός εθίμου είναι ένα ομολογουμένως πολύ όμορφο, νοσταλγικό και συχνά αναγκαίο για τη διατήρηση της μνήμης μνημόσυνο, που μπορεί να έχει διδακτικό χαρακτήρα, ή μπορεί να αποτελεί ένα ευρείας απήχησης φολκλορικό – τουριστικό δρώμενο, ωστόσο δεν πρόκειται πλέον περί εθίμου.
Θα μπορούσε κανείς , χαριτολογώντας, να πει ότι όταν αντιμετωπίζουμε την αναβίωση ενός εθίμου ως «καθήκον», ουσιαστικά τηρούμε ένα άλλο πατροπαράδοτο έθιμο: Ανάβουμε ένα κερί στο μνήμα του εθίμου, αποτίουμε έναν φόρο τιμής στο παρελθόν.
Το έθιμο δεν μπορεί να πεθαίνει, λοιπόν, ούτε να «αναβιώνει». Αντίθετα, το έθιμο επιβιώνει. Είναι κάτι ζωντανό, είναι, για να δανειστούμε στοιχεία από το νομικό του ορισμό, μια μακριά και αδιάκοπη πρακτική που γίνεται με συνείδηση της συμβολικής πραγματοποίησης και της περιοδικότητάς της.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι στον καινούριο μας κόσμο, τα έθιμα δεν μπορούν να επιβιώσουν κουβαλώντας την τελετουργική τους σημασία – γιατί αυτό προϋποθέτει ότι όλοι εμείς που τα τηρούμε έχουμε βαθιά πίστη ότι οι εθιμικές πράξεις μπορεί να λειτουργήσουν ως επίκληση καλοτυχίας, υγείας και ευημερίας. Αν λοιπόν τα έθιμα έχουν μια θέση στη σημερινή μας ζωή, αυτή ασφαλώς δεν είναι εκείνη που είχαν κάποτε, Τότε, ποια είναι;
Είναι γεγονός ότι στην αστική μας κουλτούρα έχουν εισαχθεί καινούριες συνήθειες που επαναλαμβάνονται συνειδητά στις διάφορες εποχές του χρόνου και συνδέονται με θρησκευτικές γιορτές, με άλλοτε συλλογικό και άλλοτε στενά οικογενειακό χαρακτήρα.
Τα τηλεφωνήματα που ανταλλάσσουμε σε μια γιορτή (σιγά σιγά και τα ηλεκτρονικά ή τα γραπτά μηνύματα των κινητών με ευχές), τα προγραμματισμένα μας χριστουγεννιάτικα ψώνια, η πρωτοχρονιάτικη γιορτή της Πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα.
Όλα αυτά τείνουν καθώς επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο σταθερά και συνειδητά, να λάβουν σε μερικά χρόνια τον χαρακτήρα αστικών εθίμων. Το ερώτημα που έρχεται εύλογα είναι: Χωράνε οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις ανάμεσα στα καινούρια αυτά αστικά έθιμα;
Καθώς προσπαθούσα να βρω απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, το μυαλό μου ταξίδεψε στα χρονικά κοντινά μας έθιμα του δωδεκαημέρου:
Στα έθιμα εκείνα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, που, όσο περνούν τα χρόνια, εμπλουτίζονται από τις καινούριες συνήθειες στις οποίες αναφερθήκαμε και οι οποίες τείνουν να εδραιωθούν και να αποκτήσουν χαρακτήρα εθίμου: Όλοι στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πράγμα που δεν έκαναν οι γιαγιάδες μας στα χωριά, όλοι φτιάχνουμε τη βασιλόπιτα (ή την αγοράζουμε έτοιμη από το ζαχαροπλαστείο, και συχνά δεν την τρώμε καν), ακούμε τα κάλαντα από τα παιδιά (συχνά παιγμένα από ηλεκτρονικά μουσικά όργανα), μαγειρεύουμε τη γαλοπούλα (την οποία επίσης δεν ευτύχησαν να γευθούν οι γιαγιάδες μας), αγοράζουμε δώρα και παιχνίδια για τα παιδιά, προσπαθώντας μάταια να τα πείσουμε ότι ο Άγιος Βασίλης θα περάσει μέσα από τους σωλήνες του καλοριφέρ, φτιάχνουμε ή αγοράζουμε γλυκά, παίζουμε και κανένα χαρτάκι για το καλό, τρέχουμε και από δω κι από κει σε κάποιο ρεβεγιόν ή σε κάποιο νυχτερινό κέντρο.
Η παραπάνω περιγραφή, με μικρές αποκλίσεις, θα μπορούσε να ταιριάζει στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου – θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι η παγκοσμιοποίηση ξεκινά πρώτα πρώτα από τα έθιμα. Κι αυτό γιατί τα Χριστούγεννα και οι γιορτές έχουν προσλάβει μια πιο καταναλωτική διάσταση.
Επειδή αυτή η αναζήτηση δε με οδήγησε πουθενά, ζήτησα από τους γονείς μου να μου περιγράψουν τα Χριστούγεννα της δικής τους νεότητας, για να μπορώ να συγκρίνω τώρα πια που κι εγώ έχω αρχίσει να νιώθω ισχυρές, όσο και μακρινές τις αναμνήσεις της εφηβείας και της νεότητας.
Τότε που δεν υπήρχε το shopping therapy, τότε που οι βιτρίνες δεν φορούσαν τα γιορτινά τους από τις αρχές του Νοέμβρη, τότε που οι οικονομικές δυσκολίες και οι πόλεμοι δεν επέτρεπαν σε κανέναν όχι μόνο να ονειρευτεί λαμπερά Χριστούγεννα, αλλά ούτε καν να έχει χριστουγεννιάτικα στολίδια. Με εξέπληξε η αντίδρασή τους. Δεν είχαν δέντρο. Δεν είχαν δώρα, δεν είχαν σπουδαία γκουρμέ και γλυκά στο γιορτινό τραπέζι. «Δεν μπορείς να φανταστείς πώς περιμέναμε νά ‘ρθουν τα Χριστούγεννα», μου είπε η μητέρα μου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμεναν πολλά. Δεν περίμεναν ούτε το ένα χιλιοστό από αυτά που περίμενα ως παιδάκι εγώ. Αυτό που περίμεναν, ωστόσο, το περίμεναν όμως με λαχτάρα. Σ’ ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη το δωδεκαήμερο ήταν η εποχή που η οικογένεια μαζευόταν γύρω από την εστία, τη γωνιά με τα ξύλα ή, στην καλύτερη περίπτωση, το τζάκι. Ήταν οι μέρες που η μυρωδιά του λιβανιού πλημμύριζε το σπίτι γιατί η μάνα ή η νόνα λιβάνιζαν κάθε βράδυ κάθε γωνία του σπιτιού για να προστατέψουν την εστία από τα παγανά.
Το δωδεκαήμερο ήταν η εποχή που οι σκοτεινές δυνάμεις του σύμπαντος αγωνίζονταν να αντιπαλέψουν ένα θαυμάσιο γεγονός: Την έλευση του θεανθρώπου, τη νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι, της ζωής απέναντι στο θάνατο. Τα παγανά αναστατωμένα γυρίζουν και μαγαρίζουν μέσα στο σκοτάδι του χειμώνα.
Το σπίτι πρέπει νά ‘ναι καθαρό, να αστράφτει και τα πάντα να είναι στην εντέλεια για να μην πλησιάσουν. Οι δουλειές του σπιτιού γίνονται με υπερβάλλοντα ζήλο, ιδιαίτερα στην αποκοπή και την αλλαγή του χρόνου – για να υπάρχει δημιουργικότητα, καθαριότητα και προκοπή όλον το χρόνο.
Το σπίτι είναι ένα οχυρό, ένα καθαρό και ασφαλές κάστρο, μια ζεστή φωλιά μέσα στο σκοτάδι του κόσμου, όπου μια φωτιά είναι πάντα αναμμένη, και γύρω απ’ αυτήν ολόκληρη η οικογένεια. Στην πόρτα του σπιτιού άλλο ένα απαγορευτικό για τα παγανά: Ένας σταυρός φτιαγμένος από την κάπνα της φωτιάς.
Ο στολισμός του σπιτιού γίνεται με πρασινάδες και μυρσίνες, ενώ όλα τα καλά κεντήματα και τα τραπεζομάντηλα έχουν βγει απ’ τα μπαούλα και έχουν πάρει τη θέση τους στο σπίτι, όπως και τα λευκά σκεπάσματα στα κρεβάτια. Φαναράκια καμωμένα από φλούδες πορτοκαλιού κομμένες σε σχήματα έχουν κι αυτά τη θέση τους.
Το κακό δεν μπορεί να περάσει από την πόρτα του σπιτιού. Ο Χριστός γεννιέται, κι ένας καινούριος χρόνος έρχεται, για να σβήσει όλα τα άσχημα του παλιού. Το κρύο, τα στοιχεία της φύσης, η κακή τύχη, η κακία των ανθρώπων, όλα μένουν κλεισμένα απ’ έξω. Το καταφύγιο της οικογένειας είναι ασφαλές.
Κι όμως, η πόρτα του σπιτιού είναι ανοιχτή στα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα, παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και του Αγιασμού, και θα λάβουν το τραταμέντο τους, για τους συνανθρώπους που θα έρθουν να ευχηθούν και θα κεραστούν κι αυτοί ένα ποτήρι κρασί, για τα παιδιά που θα φέρουν τις αγιοβασιλίτσες την πρωτοχρονιά τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο, για τα μέλη της οικογένειας που θα πηγαινοέρχονται στην Εκκλησία , και, ασφαλώς, για τον παπά που με την αγιαστούρα του θα έρθει την ημέρα των Φώτων να διώξει τα παγανά και να δώσει τέλος σ’ αυτό τον ειρηνικό συναγερμό ευλάβειας, συντροφικότητας και οικογενειακής ατμόσφαιρας του δωδεκαημέρου.
Από το δοχείο με τον αγιασμό από τη λειτουργία των Φώτων, την επόμενη μέρα, θα πιουν τα μέλη της οικογένειας, θα ραντιστεί το σπίτι, οι στέρνες και οι κήποι, και το υπόλοιπο θα φυλαχτεί στα εικονίσματα, πλάι στο αυγό της Λαμπρής που πέρασε.
Βέβαια, το στρατηγείο των παραδοσιακών χριστουγεννιάτικων και πρωτοχρονιάτικων εθίμων ήταν είναι και θα είναι η κουζίνα, είτε είναι το παλιό μαγερειό με τη γωνιά και τη φουφού, είτε είναι η σημερινή κουζίνα με τις εντοιχισμένες συσκευές και τις κεραμικές εστίες.
Ο Δημήτριος Λουκάτος χαρακτηρίζει τη νοικοκυρά «ηρωίδα και ιέρεια» των εθίμων του δωδεκαημέρου. Η αίσθηση της γεύσης, που ακολουθεί την ακαταμάχητη αίσθηση της όσφρησης είναι οι κυρίαρχες σ’ αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα, όσο φτωχικό κι αν είναι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η γευστική απόλαυση γίνεται εντονότερη αν συνυπολογίσουμε ότι έρχεται μετά τη νηστεία των Χριστουγέννων. Ακόμη και στις δυσκολότερες οικονομικά στιγμές και περιοχές το μενού των Χριστουγέννων ήταν πλουσιότερο από την καθημερινή διατροφή.
Το βραστό ή ψητό κρέας (κοτόπουλο ή άλλο οικόσιτο ζώο), συνοδευόμενο από νόστιμη σούπα στην πρώτη περίπτωση ήταν στα χωριά της Κεφαλονιάς το ελκυστικότερο πιάτο του τραπεζιού. Εξαίρεση νηστείας στις γιορτινές μέρες ήταν η ημέρα του Αγιασμού, νηστεία που είχε συμβολικό – καθαρτικό ρόλο.
Τα σπιτικά γλυκά (ραβανί, και αργότερα κουραμπιέδες και μελομακάρονα), ανάλογα με τις δυνατότητες του σπιτικού έδιναν κι αυτά το «παρών» μαζί με ξηρούς καρπούς και ξερόσυκα, πρώτης τάξεως λιχουδιές. Το χειροποίητο χριστόψωμο, με καρύδια, σταφίδες και σουσάμι είναι κι αυτό διαφορετικό από το ψωμί της κάθε μέρας. Ο Ηλίας Τσιτσέλης στα τέλη του 19ου αιώνα μας μεταφέρει και το παραδοσιακό κεφαλονίτικο έθιμο της «κουλούρας της γωνιάς», που έχει μέσα της νόμισμα και κόβεται από τον πάτερ φαμίλιας πάνω από τη φωτιά την ίδια ώρα που χύνονται σταυρωτά λάδι και κρασί πάνω στη φλόγα. Μια ακόμη σπονδή για καλοτυχία και διώξιμο του κακού, μια ξεχασμένη σήμερα παραδοσιακή συνήθεια.
Η βασιλόπιτα, και οι λουκουμάδες είναι τα αντίστοιχα γλυκά της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, ενώ το βασιλόψωμο και το φωτόψωμο τα αντίστοιχα ψωμιά. Η κουζίνα του δωδεκαημέρου δεν είναι πλούσια, στα μέρη μας τουλάχιστο, είναι όμως εξαιρετική, ειδική, αλλιώτικη από το ακόμα πιο φτωχικό καθημερινό φαγητό, μια απόλαυση που ασφαλώς είχε μεγαλύτερη αξία και απήχηση για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης από ό,τι για εμάς σήμερα, που το φαγητό των Χριστουγέννων αποτελεί άλλη μια μέρα κρεοφαγίας ανάμεσα στις υπόλοιπες της χρονιάς.
Η γευστική απόλαυση – έντονη τότε, έστω και με φτωχότερα υλικά, ήταν και ο κυρίαρχος τόνος στην εορταστική ατμόσφαιρα, και η γυναίκα ήταν ο κινητήριος μοχλός και ο μικρός δημιουργός της απόλαυσης για όλη την οικογένεια εκείνη την ξεχωριστή περίοδο, καθώς έπρεπε συχνά να κάνει θαύματα με λίγο αλεύρι, λίγο λάδι, λίγο κρέας, με λίγα γενικώς συστατικά. Άλλωστε, όπως ξέρουμε όλοι, τα μικρά ανθρώπινα θαύματα, γίνονται με ελάχιστα σύνεργα.
Ο παλιός κόσμος, κακά τα ψέματα, ο κόσμος απ’ όπου ξεπήδησαν όλα τα παραδοσιακά έθιμα, δεν ήταν φτιαγμένος για γυναίκες. Ούτε βέβαια ο καινούριος κόσμος μας είναι. Η γυναίκα ήταν και είναι πάντοτε αναγκασμένη να συμμετέχει σ’ ένα οικογενειακό και κοινωνικό σύμπαν που οι νόμοι και οι κανόνες του έχουν γραφτεί από και για τους άντρες.
Σ’ αυτό το μοντέλο του κόσμου, όπως το γνώριζε ο λαϊκός πολιτισμός, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε την άγρια φύση με τα εξώκοσμα και δαιμονικά της στοιχεία με το αρσενικό στοιχείο, ενώ τη ζεστασιά και την ασφάλεια της εστίας – μήτρας – αγκαλιάς με το θηλυκό στοιχείο. Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων είναι ένα κομμάτι χρόνου ένθετο μέσα στον παρόντα χρόνο, όπου η ζεστή εστία πρωταγωνιστεί έναντι της άγριας φύσης, μια «γυναικεία» παρένθεση σε ένα «αντρικό» ημερολογιακό έτος.
Η γυναίκα παίρνει τα ηνία των γιορτινών ημερών, μοιράζει με τα έργα των χεριών της τη χαρά, και την απόλαυση, ενώ με το λιβάνισμα και τις καθαριότητες φροντίζει για την καλή τύχη του σπιτιού. Εκείνη πάλι είναι που θα στολίσει με τα εργόχειρά της το σπίτι, εκείνη θα κάνει το μικρό οικογενειακό βασίλειο έναν όμορφο κόσμο: Το δικό της κόσμο. Ο κόσμος των Χριστουγέννων είναι ένας μικρόκοσμος φτιαγμένος από γυναίκες. Μόνο που εκείνες δεν τον έφτιαξαν μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια, και όχι μόνο.
Ίσως όλα αυτά που είπαμε στην εποχή μας να φαίνονται λιγάκι ξεπερασμένα, και ίσως να προκαλούν θυμηδία ή ακόμη και θυμό σε κάποιους από μας, ιδίως στις γυναίκες που ονειρεύονται για τον εαυτό τους να είναι κάτι περισσότερο από καλές νεράιδες των Χριστουγέννων και αν λάβουμε υπόψη μας ότι σήμερα ο χρόνος τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένος και οι απαιτήσεις στον εργασιακό στίβο πολύ μεγαλύτερες.
Αν όμως θέλουμε να ανακαλύψουμε την πραγματική αξία της ύπαρξης και διατήρησης των παραδοσιακών εθίμων στη σημερινή εποχή μάλλον κάπου εκεί θα την ανακαλύψουμε. Χωρίς τύψεις και ενοχές για το γεγονός ότι μπορούμε να χαρούμε τα Χριστούγεννα με κάποιες παραπάνω υλικές απολαύσεις σε σχέση με το παρελθόν και χωρίς να υποτιμάμε την αξία αυτών των τελευταίων. Η χαρά των Χριστουγέννων άλλωστε δεν είναι οικονομικό μέγεθος, ούτε μετριέται ανάλογα με το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η πραγματικότητα κρύβεται κάπου αλλού. Για να τη συναντήσουμε, ας περπατήσουμε για λίγο με τα παπούτσια των ανθρώπων της παλιάς εποχής, ας ξεχάσουμε τον τελετουργικό χαρακτήρα των εθίμων και την επίκληση της καλής τύχης, κι ας αναλογιστούμε τι είναι εκείνο που μένει κάτω από όλα αυτά, τι βρίσκεται κάτω κάτω στο κουτί της Πανδώρας, τι μας έχει απομείνει για να χρειαζόμαστε τα έθιμα ως κομμάτι της καθημερινής μας ζωής.
Το πρώτο που θ’ ανακαλύψουμε σ’ αυτή την ενδοσκόπηση είναι το θρησκευτικό συναίσθημα, είναι η πίστη. Τα παραδοσιακά έθιμα βέβαια είναι έξω από τη λατρευτική μας ζωή με τη στενή έννοια του όρου – ωστόσο είναι κι αυτά εξωλειτουργικές λατρευτικές εκδηλώσεις.
Είναι μια μορφή οικιακής λατρείας που ξεκινά τη στιγμή που βγαίνουμε από το κατώφλι της εκκλησίας. Όσο κι αν η ζωή μας έχει αλλάξει, όσο κι αν ο κόσμος μας έχει μπει σε καλούπια λογικής, όσο κι αν έχουμε αποτινάξει τις δεισιδαιμονίες που αφορούν παγανά και σκοτεινές δυνάμεις, η χριστιανική πίστη, η σχέση μας με το Θεό, δεν αλλάζει. Η θρησκεία είναι πέρα και πάνω από τη λογική. Είναι η πνευματική σχέση κάθε ανθρώπου με το δημιουργό του, μια σχέση γιου – πατέρα.
Το δωδεκαήμερο είναι μια κομβική στιγμή στη θρησκεία μας, είναι η στιγμή που ο Θεός έρχεται στον άνθρωπο πιο κοντά από ποτέ, με το να γίνει ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό δεν έχει λογική. Δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ή να το εξηγήσουμε με ανθρώπινα μέτρα. Είναι, δεν εξηγείται. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, κι όσο κι αν απομακρυνθεί κανείς από τη λατρευτική ζωή, η σχέση μας με το Θεό δεν πρόκειται να αλλάξει μέσα μας, κι αυτό το, ακόμη κι όταν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, το ανακαλύπτουμε στις δύσκολες στιγμές μας.
Στην καθημερινότητά μας πάλι, αυτές ακριβώς οι εθιμικές πράξεις συντελούν στο να βιώνεται αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα με μεγαλύτερη ένταση μέσα στην ίδια τη ζωή μας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα έθιμα μεταφέρουν σαν φαναράκια την πίστη από το Ναό στην οικογενειακή εστία. Γίνονται η γέφυρα ανάμεσα στη θρησκεία, τις επίσημες λατρευτικές της εκφάνσεις, και την καθημερινή ζωή.
Αν κοιτάξουμε ακόμη πιο βαθιά στην ενδοσκόπησή μας αυτή, θα δούμε άλλη μια αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτές τις εθιμικές πράξεις, αναλλοίωτη κι αυτή όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αν αναλογιστούμε τι έκανε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής να καταπιάνονται με κεντήματα, στολίσματα και κάλαντα και τραγούδια και γλυκά κάτω από το φως του λύχνου, κουρασμένοι από τις ελιές, τα ζώα και τα χωράφια, δεν μπορούμε παρά να βρούμε μονάχα μιαν απάντηση:
Αυτό που έκανε και μπορεί και σήμερα να κάνει τις παραδοσιακές εθιμικές πράξεις τόσο σημαντικές είναι η ίδια η χαρά της ζωής, η απόλαυση του να ζεις κάτι ξεχωριστό, έστω άνευ αντικειμενικής αξίας. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη τότε. Η χαρά όμως ήταν μεγαλύτερη τότε, γιατί ταυτιζόταν με την ευτυχία της στιγμής, που έκανε εκείνες τις μέρες να ξεχωρίζουν. Οι γονείς και οι παππούδες μας χαίρονταν τη στιγμή, τη γιορτή, τη γεύση, κι ας μην είχαν πολλά άλλα πράγματα στη ζωή τους για να χαρούν. Η χαρά ήταν αυθεντική, χωρίς διαμεσολάβηση.
Σήμερα η ζωή μας μπορεί να μην είναι τόσο δύσκολη – είναι όμως πιο περίπλοκη.
Είναι ωστόσο πολύ πιο δύσκολο να χαρούμε με εξίσου αυθεντικό τρόπο, γιατί ο καθένας από μας έχει περισσότερους λόγους ν’ ανησυχεί από την οργή των στοιχείων της φύσης. Ακόμη και μετά από μια γενναία επιδρομή μας στα μαγαζιά είναι φορές που αισθανόμαστε ολότελα άδειοι, και αυτό δεν οφείλεται στο άδειο μας πορτοφόλι. Σ’ αυτή τη ζωή, που ό,τι κατακτάμε φαίνεται μάταιο μπροστά σε κάτι μεγαλύτερο που στέκεται μακριά, αυτές οι στιγμές ευτυχίας που οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις μπορούν να μας προσφέρουν, είναι στιγμές ακριβές και εξαιρετικές, που σίγουρα δεν περιμένουμε πως θα αλλάξουν τη ζωή μας, αλλά σίγουρα την κάνουν πιο γλυκά, σίγουρα είναι ικανές να μας γνωρίζουν από κοντά με τη χαρά της ζωής, που κρύβεται στα μικρά πράγματα:
Στο άρωμα του φαγητού που γεμίζει το σπίτι, στο σιρόπι από τα μελομακάρονα πάνω στα δάχτυλα, στις στάλες απ’ την αγιαστήρα του παπά που πέφτουν πάνω στο πρόσωπο, στην γεμάτη προσμονή ματιά των παιδιών που προσεύχονται μέσα τους για το μεγαλύτερο δυνατό φίλεμα, στην αναζήτηση του νομίσματος μέσα στη βασιλόπιτα. Όλες αυτές οι στιγμές είναι εκ πρώτης όψεως ασήμαντες – κι όμως η προσμονή τους κοιμάται βαθιά μέσα μας όλο το χρόνο κι αρχίζουν να μας “τσιγκλάνε” όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Όλες αυτές οι μικρές στιγμές είναι που φέρνουν την οικογένεια πιο κοντά – κάτι καθόλου αυτονόητο σήμερα. Δίνουν αφορμές για να ξαναβρεθούμε πιο κοντά, όχι γιατί πατροπαράδοτα η οικογένεια πρέπει να είναι ενωμένη, αλλά επειδή έχουμε ανάγκη να βρισκόμαστε κοντά με τους δικούς μας ανθρώπους: Μέσα από τη ζεστασιά, την ανθρώπινη επαφή, τη γεύση, τα αρώματα και τα στολίδια.
Αυτές οι στιγμές, ξεχωριστές κι εκείνες μέσα στο χρόνο της δουλειάς, των ωραρίων και του κυνηγιού της επιτυχίας, μοιραία φέρνουν και τις αναμνήσεις: Μοιραζόμαστε εμπειρίες και θυμόμαστε εκείνους από την οικογένεια που δεν βρίσκονται πια μαζί μας.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία, τα γλυκά των Χριστουγέννων, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, είναι ένα είδος αφιερώματος στις ψυχές των μελών της οικογένειας που έχουν φύγει, κι έτσι έρχονται κι εκείνοι κοντά μας μ’ αυτό το συμβολικό τρόπο. Ίσως γι’ αυτό η συγκίνηση και τα δάκρυα που φέρνουν οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών είναι πιο γλυκά απ’ ό,τι τον υπόλοιπο χρόνο.
Η χαρά της ζωής, η δύναμη της πίστης, η οικογενειακή θαλπωρή, το ξύπνημα των αναμνήσεων, όλα αυτά είναι μερικοί καλοί λόγοι για να τηρεί κανείς τα παραδοσιακά έθιμα, χωρίς να κινδυνεύει να πέσει στην τυπολατρία της θεματοφυλακής των παραδεδομένων.
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να βιώσει, σήμερα, ακόμη και σήμερα, τα έθιμα με τον τρόπο που τα βίωναν οι άνθρωποι τις παλιές εποχές. Όχι με την υλική διάσταση των πραγμάτων, αλλά με το συναίσθημα. Γιατί τα παραδοσιακά έθιμα ανήκουν σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν έφηβος. Τώρα, που φαίνεται πως ενηλικιώθηκε, τα έθιμα μπορούν να λειτουργήσουν ξυπνώντας μέσα μας τη στιγμιαία και αιώνια μαζί εφηβεία της χαράς της ζωής.
Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που πρόλαβα να ζήσω τη μυρωδιά του λιβανιού στο σπίτι (με κάρβουνα από το μαγκάλι), τον ήχο από το τρίγωνο, τους χειροποίητους λουκουμάδες, την προσμονή του Αγίου Βασίλη από το φουγάρο της ξυλόσομπας, που συνεχίστηκε ακόμη κι όταν με έκπληξη ανακάλυψα ότι ο Άγιος Βασίλης δεν έφερνε τα δώρα από την Καισαρεία, αλλά από του Τζανετάτου.
Επίσης έχω άχτι που τόσα χρόνια δεν βγήκα έξω την νύχτα πριν από τα Φώτα να κοιτάξω τον ουρανό να ανοίγει, όπως επιμένει με πείσμα η μητέρα μου, και να κάνω μια ευχή, και τόσα χρόνια ευχόμουν μέσα από τις ζεστές μου κουβέρτες.
Μικροπράγματα, θα μου πείτε.
Μα, όπως πριν από μερικά χρόνια μας είπε μια συγγραφέας από την Ινδία, η Αρουντάτι Ρόι, σ’ αυτά τα μικροπράγματα μπορεί και να κρύβεται ο Θεός.
Συγγραφέας : Ηλίας Τουμασάτος
Πηγή  :   Κεφαλονίτικα Νέα
 
 
**************************************************
 
18 Νοεμβρίου 2013
 
AΠΟ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
                               ΣΤΑ «ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΡΕΛΙΑ»  ή «ΠΟΛΥΣΠΟΡΙΑ» ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ
Στις 21 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τα Εισόδια της Θεοτόκου.  
Η Παναγία είναι  το περισσότερο από κάθε άλλο, ιερό πρόσωπο που τιμά ο Ελληνικός λαός.
Την ημέρα αυτή  τιμάται η Είσοδος για τους Ορθόδοξους και η εμφάνιση για τους Καθολικούς (presentasione della beata vergine Maria) της μικρής Μαριάμ στο Ναό του Σολομώντος προκειμένου να αφιερωθεί στο Θεό. 
 Ήταν  τριών (3) ετών και έμεινε να υπηρετεί στο Ναό δώδεκα (12) χρόνια, μέχρι τον αρραβώνα της με τον Ιωσήφ.
Καθιερώθηκε σαν Θεομητορική γιορτή τον 7ο μ.χ. αιώνα.
Είσοδος – Εισόδια – σοδιά.   Η γιορτή αυτή είναι πολύ σημαντική για τους αγρότες  γιατί  σηματοδοτεί  τη διαδικασία της σποράς,  την είσοδο του χειμώνα,  παρακαλούν για τη  καλή σοδιά , τη γονιμότητα της  γης και την εξασφάλιση της αφθονίας.
Ονομάζεται  «Παναγία  Αρχισπορίτισσα, Μεσο ή Μισοσπορίτισσα, Αποσπορίτισσα, Πολυσπορίτισσα»  ανάλογα με τη φάση της σποράς.
Μαγειρεύουμε  τα πολυσπόρια, μπόλια, μπουμπόλια, μπουρμπουρέλια,  όπως τα λένε στη Κεφαλονιά.  Περιέχουν σιτάρι, καλαμπόκι, ξηρούς καρπούς  αλλά και όσπρια, μπαχαρικά σουσάμι, λάδι, ζάχαρη, αλεύρι, λάδι (της νέας σοδιάς), ανάλογα με την περιοχή και τη συνταγή.  Τα μοιράζουμε  στα σπίτια και οι ευχές που δίνουμε και παίρνουμε είναι για καλή σοδιά και καλή υγεία.
Τα έθιμα αυτά του λαού μας είναι η επικοινωνία μας, η σύνδεση του κοινωνικού ιστού, που ευτυχώς στην επαρχία μας διατηρούνται ακόμα.
Όπως  μου διηγήθηκε μια φίλη από τους Παξούς την παραμονή της γιορτής μαζεύονται στο σπίτι του επιτρόπου της εκκλησίας της Παναγίας της Ελεούσας  στα Βλαχοπουλάτικα και φτιάχνουν όλοι μαζί τα πολυσπόρια τα οποία ευλογούνται  ανήμερα στην Εκκλησία και μοιράζονται στους πιστούς.
Την ημερομηνία  αυτή βασιλεύει (δύει) η Πούλια (Πλειάδες). Οι αγρότες  πιστεύουν ότι  οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν  θα διατηρηθούν για 40 ημέρες.
Σπόροι – γη – κυοφορία – γέννα - καρποφορία.
Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην κάνουμε αναγωγή στις γιορτές των αρχαίων Ελλήνων, στις διαδικασίες λατρείας που προσαρμόστηκαν στις παραδόσεις της νέας θρησκείας και παρέμειναν στο Εκκλησιαστικό ημερολόγιο.
«Απαρχές» οι πρώτοι καρποί.
Ο μύθος της Δήμητρας της θεάς της γεωργίας και  η αρπαγή από τον Πλούτωνα της κόρης της Περσεφόνης  που συμβολίζει το φύτεμα, την κάθοδο  και μετά την άνοδο στη γη δηλ. την καρποφορία, την ανθοφορία.
Τα «Θεσμοφόρια» γιορτή για τη ευδοκίμηση του σιταριού.
Τα «Ελευσίνια μυστήρια». Ήταν στην αρχή αγροτική γιορτή,  τελούμενη την εποχή της φθινοπωρινής σποράς με κεντρική ιδέα τη ζωή και το θάνατο, που συμβολικά είναι, το φύτεμα του σπόρου από την παλιά σοδιά, με αποτέλεσμα  την γονιμότητα, την καρποφορία, τη νέα ζωή, τη νέα σοδιά.
Τα «Πυανέψια»  προς τιμήν του θεού Απόλλωνα, προσφορές των πρώτων καρπών της γης.
Πέρσα Γιαννουλάτου
 
 
**************************************************
 
3 Νοεμβρίου 2013
Οι ντελάληδες στο Θιάκι   
Φώτης Χαλιώτης Ιστορία και Παράδοση          http://www.ionianpress.gr 
 
Εξετάζοντας κανείς την παλιά εποχή-από τον Όμηρο και ακόμη- βρίσκει το Δημόσιο Κήρυκα να αποτελεί το βασικότερο τρόπο και μέσον επικοινωνίας της άρχουσας κάθε φορά τάξης με το λαό, που μαζεύονταν στην «αγορά» στον τόπο συνάθροισης δηλαδή του ανδρικού στοιχείου της τότε κοινωνίας, αφού το γυναικείο βρισκόταν ν’ απασχολείται συνεχώς με «τα του οίκου».

Ήταν άνθρωποι με βροντώδη ίσως φωνή, διαπεραστική κάπως και δυνατή, που μπορούσε ν’ ακουστεί σε χώρο ανοιχτό και πολλές φορές μεγάλο, και να σκεπάσει το θόρυβο της οχλοβοής η και ακόμα να διαπεράσει μέσα από τις τοιχοποιίες των εποχών εκείνων και να φτάσει στα «δωμάτια» που καθόταν και ζούσαν οι νοικοκυράδες. Προκαλούσαν την προσοχή με κάποιο μέσο και αφού συγκέντρωναν γύρω τους τον κόσμο άρχιζαν να ανακοινώνουν δυνατά και ξάστερα την ανακοίνωση τους είτε-κυρίως- στην αγορά, όπως αναφέραμε, είτε σταματώντας σε διάφορα σημεία της πόλης – σε κάπως ίσως νεότερα χρόνια-που μπορούσε να συγκεντρωθεί κάποιος αριθμός κατοίκων και να γίνει ακουστός από πιο πολλούς.
Η αρχαία εποχή έδωσε σειρά σε νεώτερη που με την ίδια βασικά μέθοδο πέρασε στη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή για να καταλήξει στη σημερινή αφήνοντας πίσω της την τουρκοκρατία, για την υπόλοιπη Ελλάδα, και την Ενετοκρατία, για τη δική μας γωνιά, τα Επτάνησα.

Βέβαια αυξήθηκε ο κύκλος των ανακοινώσεων στα τελευταία χρόνια γιατί έκαναν την εμφάνιση τους εκτός από τις ανακοινώσεις των Δημοσίων ή Δημοτικών κ.λ.π. αρχών, προς τους πολίτες και οι ιδιωτικές.

Στη μέθοδο αυτή των ανακοινώσεων δηλαδή ιδιωτικού περιεχομένου, μπορεί κανείς να τοποθετήσει, για τις εποχές εκείνες τις σημερινές διαφημίσεις οιαδήποτε μορφής και από την οποία ο κοσμάκης μάθαινε ποιος είχε «καλό τυρί», «φρέσκα αυγά», και οτιδήποτε άλλο για τις προμήθειες του. Εδώ στο νησί μας βασικά «ντελάλης»- για τον κοσμάκη «διαλαλητής» και «δημόσιος κήρυκας» για τις αρχές- υπήρξε μόνο στην πόλη μας χωρίς να αποκλείεται η ύπαρξη κανενός τέτοιου για τις έκτακτες και περιπτώσεις σε χωριά πράγμα σπάνιο όμως, οπότε οι αρχές αναγκαζόταν να «κουβαλούν» μαζί τους ντελάλη απ’ την πόλη μας πηγαίνοντας για ανάλογη δουλειά στα χωριά μας. Συνήθως ασκούσε και άλλο επάγγελμα απ’ όσα μπορεί να κάνει κανείς στην αγορά: Εργάτης, λεμβούχος, θεληματάρης, ή κάτι παρόμοιο. Η αμοιβή του ήταν συνήθως χρηματική και ελάχιστα σε είδος ή και τα δυο και χρησιμοποιούσε πάντα σχεδόν τη φωνή του και σπάνια κανένα κουδούνι λ.χ. σχολικό ή κάτι θορυβώδες, όχι χωνιά, τύμπανα, ή άλλα παρόμοια. Όταν επρόκειτο να φωνάξει κάτι στεκόταν, στη μέση του δρόμου ή της πλατείας, έμενε άφωνος για λίγο, και ο κόσμος βλέποντας τον έτσι καταλάβαινε πως κάτι θάλεγε και τον περιστοίχιζε.

Σε λίγες στιγμές άρχιζε το «ντελάλημα» του ενώ στους δρόμους όταν γύριζε στις γειτονιές άρχιζε ή στεκόταν ή –σε ίσιο δρόμο-βαδίζοντας αργά και διαλαλώντας.

Απ’ τους τελευταίους που θυμούμαστε –αρχή και μέσα του αιώνα τούτου- μπορούμε να αναφέρουμε τον Σπύρο το Μαρούλη, τον επιλεγόμενο «Λουλού» που βασικά, μαζί με άλλα, ασκούσε το επάγγελμα του βαρκάρη, τότε που τα πλοία δεν πλεύριζαν σε προβλήτα αλλά πηγαίναμε σ’ αυτά με βάρκες όταν επρόκειτο να ταξιδέψουμε.
Επί σειρά δεκαετιών «διαλαλούσε» στις κοινοτικές ή δημοτικές αλλά και δημόσιες δημοπρασίες ή άλλη δημοτική ή και ιδιωτική ανακοίνωση.

Έτσι συχνά ακούγαμε που φώναζε με την χαρακτηριστική του φωνή:

Βγαί… νει στη δημοπρασία τα… Ψαράτικα! Όποιος θέλει κύριος να..ρτη να βάλει περισσότερο!

Πλήρη κατανόηση και… αττική σύνταξη!

Κι αυτό όταν η άλλοτε Κοινότης και κατοπινά Δήμος Ιθάκης που είχε ένα περίπτερο, χωρισμένο στα δυο και διασκευασμένο για «ψαροπωλείο» στη μικρή παραλιακή βόρεια πλατειούλα –όχι την σημερινή πλατεία του- «τάβγαλε» σε πλειοδοτική δημοπρασία για νοίκιασμα της χρήσης τους.

Το ίδιο : «όποιος θέλει κύριος να βάλει περισσότερα» ή να προσφέ..ρει λιγότερα» ακουγόταν σε παρόμοιες πλειοδοτικές ή μειοδοτικές άλλων υπηρεσιών δημοπρασίες, κατασχέσεις, κ.λ.π.

Όταν έπαιρνε τους δρόμους για να ντελαλήσει για τα μπακάλικα ή καΐκια φώναζε:

-Πέ…ρα στου αλιφόση (αλφόνσου, μπακάλικο στα Πεταλάτα) άνοιξε έ…να βαρέ…λι τυρί από.. την Ανωγή (=χωριό από όπου ήταν φτιαγμένο το τυρί). ΄Η ακόμη

-Στην ταβέ..ρνα του Μπε..ρούκα έχει ωραίο…κρασί Περα..χωρίτικο. Κι ακόμη:

-Κά..του στα Ψαρά…τικα εφέ..ρανε ωραίες μα…ρίδες. Ή χά…θηκε ένα κλειδί. Όποιος τρώβει να το φέρει!

Οι διαφημίσεις συμπληρωνόταν ακόμη όταν γύριζε και διαλαλούσε ότι:

-Κά..τω στην Πλα..τέα (=πλατεία) ή..ρθε ένα καΐ..κι και έ..φερε ρίγανη, ή έ..χει ωραί..α κοτό…πουλα Λευακδί..τικα» ή «έ..χει ωραί…ες Πα…δέλες (=τσουκάλια) απ’ τη Ζά..κυνθο» ή «κρεμμύδια τση (=της)…Βιτρι…νίτσας» ή «ωραί..ες ντομά..τες ή χει..μωνικά (=καρπούζια) ή πε..πόνια απ’ το ποτά..μι τση.. Κατοχής (=Αχελώο)»

Και συμπλήρωνε πολλές φορές επιδεικνύοντας στα χέρια του το μέρος από το εμπόρευμα που διαλαλούσε και που του το έδινε αυτός που του έβαζε για να διαλαλήσει για επίδειξη:

-Εδώ είναι η …μόστρα!

Και το περιέφερε γύρω του για να το δούνε και να πειστούν ότι πράγματι το διαλαλούμενο εμπόρευμα άξιζε να προτιμηθεί και να προσκληθούν αγοραστές.

Ακόμη διαλαλούσε τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των «βαποριών» των πλοίων πού καναν τότε τη συγκοινωνία του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα και μάλιστα την Πάτρα και τον Πειραιά.

Γιατί τότε είχαμε τρία-τέσσερα πλοία που έρχονταν στο λιμάνι καθημερινά για να συνεχίσουν την γραμμή του Αμβρακικού ή της Κέρκυρας κι ακόμη της Ιταλίας ή επέστρεφαν απ’ αυτά τα μέρη. Και τα πλοία αυτά ήσαν διαφόρων εταιρειών και συναγωνίζονταν μεταξύ τους και πολλές φορές άλλαζαν τα δρομολόγια τους σε ημέρες και ώρες ή και καθυστερούσαν λόγω καιρού, οπότε οι ταξιδιώτες έπρεπε να πληροφορηθούν έγκαιρα τα καθέκαστα.

-Σή..μερα ο «Αμβρα…κικός» θάρ..τει στις εννιά το πρωί κι ο « Πέ..τρος» θάρτει στις δε..κα.

Ακόμη διαλαλούσε σε λαϊκές εκδρομές, όταν διοργανώνονταν για τα λαϊκά πανηγύρια, με τα μεγάλα καΐκια της εποχής εκείνης. Υπήρχε το έθιμο να πηγαίνουν απ’ την παραμονή ενός πανηγυριού σε κάποιο χωριό η νησάκι γύρω απ’ την Ιθάκη τα καΐκια σημαιοστόλιστα με προσκυνητές όταν γιόρταζαν την τοπική τους γιορτή. Και τα καΐκια αυτά πήγαιναν τον κόσμο «τσάμπα» και τους γύριζαν ή την ίδια μέρα αργά και προπαντός μετά την λειτουργία ή την επόμενη.

Και συνήθως έρχονταν τα Κιοντιώτικα όταν γιόρταζε ο αη Γιάννης στις 24 Ιουνίου και πήγαιναν στον Καστό στο ίδιο πανηγύρι- γιατί κι ο Καστός έχει αη- Γιάννη κι ήταν εδώ, όσοι καταγόταν απ’ τον Καστό καραβοκύρηδες κι έμεναν στην πόλη μας τα καΐκια τους στη χάρη του «τοτίμπα» το πήγαινε-έλα τους. Όλα τα έξοδα του ταξιδιού, του καϊκιού, δηλαδή, ήταν των καραβοκύρηδων.

-Την Τετάρ..τη τα’ Αη Γιαννιού θα πά..η το μεγά..λο καίκι το Τριλιβαίικο στον Κα..στό και θα γυρίση…την άλλη μέρα. Κι ό…ποιος θέ…λει να πάει ό..λα τσάμπα. Ή,

-Το καίκι του καπτάν Θιλί..που (=Φιλίππου) θα πά..η προσκυνητές στον.. Καστό, τσά..μπα. Βοή..θεια του!

Όποιος θέλει να πάει!

Το ίδιο για τις Φρίκες των αγίων αποστόλων ή στην Κεφαλλονιά τ’ αη Γεράσιμου (16/8), στην Κέρκυρα(11/8) και τη Ζάκυνθο (24/8) για του Αγίου Σπυρίδωνα και τα΄αγίου Διονυσίου τα θαύματα.

Αργότερα – μεταπολεμικά σχεδόν ή ίσως προπολεμικά πόλεμος του Σαράντα – έκανε την εμφάνιση του ο Πάνος ο Σοφιανός, ο επιλεγόμενος «¨Νιαούμπαλος» ή «Ούμπαλος» που διαδέχθηκε το Λουλού στα τελευταία – και το τι έπαιζε ο κινηματογράφος.

-Αποό..ψε ο κινηματογράφος παί..ζει «Τα Ρόδα τ’Απρίλη» ή απόψε η Σέρλα Τέμπλα (Σίρλευ Τεμπλ) παίζει το…

Και πάντα «στην πλατέα» και πάντα παραφθορά σε κάθε λόγο και κάθε όνομα που αν μαζευόταν τότε θαχαν γεμίσει ολόκληρο βιβλίο μαζί με τη δική τους… αττική σύνταξη. Είναι πολλά και δύσκολο αν τα χρόνια περνάνε να συγκεντρώνονται τέτοια ανέκδοτα.

Ο Νιαούμπαλος πριν εξελιχθεί σε ντελάλη και ναυτικό ήταν και εργάτης και παρέμενε και τέτοιος και το βαρκάρη έκανε και κάθε δουλειά του ποδαριού. Κι ύστερα από χρόνο –με τους σεισμούς μάλλον του 1953-έγινε αθηναίος κι άφησε εκεί τα κόκαλα του.

Το Νιαούμπαλο τον διαδέχθηκε ο Γυόλας. Ήταν ο Μάκης(=Γεράσιμος)Παξινός ή Κουτσομύτης που επιλεγόταν έτσι από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας που φορούσε.

Ο Γυόλας έκανε μερικά χρόνια τον ντελάλη αλλά στο τέλος μετανάστευσε στην Αθήνα όπου κατοικεί εκεί ακόμη.

Τον Γυόλα αναπλήρωνε –σπάνιες φορές- ο αδερφός του Σπυρογιάννης Παξινός ή Καρτέρας που έχει ήδη πεθάνει προ χρόνων και στο τέλος τον διαδέχθηκε ο Σταύρος ο Κονταρής ο οποίος έκανε αρκετά χρόνια τον ντελάλη μέχρι που κι αυτός «μετανάστευσε» στην Αθήνα απ’ όπου ξαναγύρισε για λίγο καιρό και ξανάφυγε για ν’ αφήσει κι αυτός εκεί τα κόκκαλα του.

Έκτοτε εξαφανίστηκε το επάγγελμα του ντελάλη απ’ το νησί μας-εργάτες και φορτοεκφορτωτές ήταν οι μετά τον Νιαούμπαλο κατά βάση στο επάγγελμα – και τώρα η αναπλήρωση γίνεται με ένα μεγάφωνο που έχει εγκαταστήσει ο Δήμος Ιθάκης στην κεντρική Πλατεία από την οποία ο ίδιος ο Δήμαρχος πολλές φορές διαβάζει τις ανακοινώσεις του Δήμου ή όποιος άλλος έχει τις δικές του, μέσα από ένα καφενείο που έχει εγκαταστήσει το μικρόφωνο και τον ενισχυτή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΤΑΡΑΓΚΑΣ

Πηγή  :  http://www.ithacanews.gr
 
 
 **************************************************
  
15 Ιουνίου 2013
Ο Κλήδονας στη Κεφαλονιά
Φώτης Χαλιώτης : Ιστορία και Παράδοση
 

Ήθη και Έθιμα.
Ο Ιούνιος είναι ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού. Δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλες γιορτές και οι αγρότες με τις φορτωμένες ασχολίες τους δεν έχουν το χρόνο για πανηγύρια και τελετές. Με το μήνα αυτό συμπίπτει η ακμή της εποχής, οι θερινές τροπές του ηλίου, που θεωρούνταν σημαντικές και επικίνδυνη καμπή του χρόνου. Για το λόγο αυτό ζητούσαν να προφυλαχθούν με διάφορους τρόπους από κάθε κίνδυνο.
Από τα αρχαία χρόνια υπήρχαν διάφορα έθιμα που είχαν σχέση με τις θερινές τροπές του ηλίου και που αργότερα πέρασαν στο Χριστιανικό κόσμο και συνδέθηκαν με το Γενέθλιον Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Σύμφωνα με τους μελετητές λαογράφους, η συσχέτιση αυτή δεν έγινε χωρίς λόγο. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από το Χριστό. Αφού λοιπόν η Εκκλησία όρισε τη γέννηση του Θεανθρώπου στις 25 του Δεκέμβρη, δηλαδή στις χειμερινές τροπές του ηλίου, επόμενο ήταν το Γενέλθιον του Ιωάννη του Προδρόμου να τοποθετηθεί, (να συμπέσει) στις 24 του Ιουνίου, δηλαδή στις θερινές τροπές του ηλίου. Έτσι διατηρήθηκαν ορισμένες συνήθειες που έχουν σχέση με το θερινό ηλιοτρόπιο και την αντίληψη ότι κάτι συμβαίνει στον ήλιο αυτή την ημέρα και μας επηρεάζει.
Σήμερα, διατηρούνται πλήθος από έθιμα σε όλο τον ελλαδικό χώρο, που έχουν σχέση με τις τροπές του ηλίου και λέγονται ηλιοτροπικά. Σε πολλά μέρη δε, η γιορτή του λέγεται κοινώς του τ' Αι-Γιαννιού του Λαμπαδάρη ή τ' Άι- Γιαννιού του Λιοτρουπιού. Επικρατεί δε, η πίστη πως την ημέρα αυτή, ο ήλιος «τρέμει ή γυρίζει και είναι θαμπερός».
Πολλά είναι τα έθιμα αυτής της ημέρας και τα οποία ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Το βασικότερο όμως που συναντάται παντού, είναι οι φωτιές τ' Άι- Γιαννιού, από την οποία πήρε το όνομά του Λαμπαδάρης.
Στην Κεφαλονιά μας τα έθιμα ήταν αρκετά, αλλά με την πάροδο του χρόνου δυστυχώς αγνοήθηκαν και παραμερίστηκαν. Ευτυχώς τώρα τελευταία αναβιώνουν σε ορισμένα μέρη είτε από πρωτοβουλία κάποιων είτε από προσπάθεια που κάνουν τα μέλη ορισμένων πολιτιστικών Συλλόγων.
Όπως και παλιά, έτσι και σήμερα ανάβουμε φωτιά και πηδάμε πάνω από αυτή λέγοντας τη φράση «αφήνω τον κακό χρόνο και πάω στον καλύτερον». Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, η δύναμη της φωτιάς, επιφέρει την κάθαρση και οι άνθρωποι απαλλαγμένοι από το κακό μπορούν να εισέλθουν καθαροί και ακμαίοι σε μια καλύτερη χρονική περίοδο. Κατά το άναμμα της φωτιάς ρίχνουμε το στεφάνι της Πρωτομαγιάς, ενώ τη στάχτη τη χρησιμοποιούν για αποτρεπτικούς μαντικούς σκοπούς. Το αρχαίο έθιμο της φωτιάς πέρασε στο Χριστιανικό κόσμο, παρ' όλες τις απαγορεύσεις και το «κυνήγι», επιβίωσε και διατηρείται ακόμη σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, ο λαός όταν μιλάει για τις «φωτιές», σκέφτεται τον προστάτη του Άγιο και τον παρακαλεί να τον βοηθήσει για τον καθαρμό που ζητά η φύση και η ψυχή.
Σε αυτή τη σημαντική καμπή του χρόνου, ο άνθρωπος ενδιαφέρεται για τα μελλούμενα της ζωής του. Θέλει να υπερνικήσει τους φόβους του, να μάθει πως θα εξελιχτεί το μέλλον του. Γι' αυτό βρήκε από παλιά διάφορους μαντικούς τρόπους δέσμευσης ενέργειας για να ικανοποιήσει τις αγωνίες του για τα μελλούμενα.
Μάλιστα λένε πως ο Άι-Γιάννης φέρνει τύχες και γι' αυτό έπρεπε από την παραμονή να έχουν τακτοποιήσει όλες τις οικιακές δουλειές. Αυτός είναι ο λόγος που τον Άγιο αυτόν τον λέμε και Ριζικάρη.
Ενδιαφέρον και πολύ εντυπωσιακό είναι το έθιμο του Κλήδονα. Η λέξη κλήδονας προέρχεται από την αρχαία λέξη κληδόνα (κλέω= φημίζω, αγγέλλω), που είχε την έννοια του οιωνού, του ψίθυρου, της θείας φωνής, του προμηνύματος.
Η κληδόνα ήταν για τους αρχαίους τρόπος κληρομαντείας. Στα αρχαία κείμενα συναντάμε αρκετές αναφορές για κληρομαντεία μέσων χρησμών. Υπήρχε δε και «Κληδόνιος Ζευς», που κατέφευγαν οι άνθρωποι για να τους αποκαλύψει τα μελλούμενα.
Το έθιμο του κλήδονα είναι πανελλήνιο, ποικίλει δε από τόπο σε τόπο. Είναι μια συνήθεια αρχαιοελληνική, που είναι γιομάτη μάγια και μαντέματα, αμίλητο νερό και άλλα τέτοια τα οποία ξεσηκώνουν ιδιαίτερα τις γυναίκες που θέλουν να μάθουν για την τύχη τους.
Στο νησί μας έπαιρναν αμίλητο νερό και έχυναν μέσα λιωμένο μολύβι- μέταλλο. Όπως έπεφτε το λιωμένο μολύβι μέσα στη λεκάνη με το κρύο νερό, κρύωνε απότομα και έπαιρνε διάφορα σχήματα.
Αυτό ήταν! Η παλιότερη, η γηραιότερη από την παρέα των κοριτσιών, η «εξηγήστρα», μελετούσε τα σχήματα και έδινε διάφορες εξηγήσεις, δηλαδή καταλάβαινε ποια θα είναι τα μελλούμενα του κοριτσιού που του είχαν ονοματίσει «τη ριξιά» του μολυβιού. Εκεί θα πάρει διάφορα σχήματα όπως καράβι (ταξίδι, ή γαμπρός ναυτικός), μουσικό όργανο (χαρές), σακίδιο (γράμμα ή ταχυδρόμος), σώμα γριάς (προξενήτρα) κλπ.
Στην αρχή έπρεπε να σταυρώσουν το νερό και να πουν:
«Άγιε Γιάννη Λαμπαδάρη,
κάνε μου και με τη χάρη
όπου είναι να με πάρει,
έδεπα να ριζικάρει»
(Από τη μνήμη της Ευγενίας Μαρκάτου-Κάτοικος Ληξουρίου)
Ανοίξετε τον κλήδονα
στ' Άι -Γιαννιού τη χάρη
κι οπού 'ναι καλορίζικη,
τον αγαπά, να πάρει
Επίσης, την ημέρα του Άι- Γιαννιού, γύρω στις δώδεκα με μία, που ο ήλιος, «τρέμει», όπως λέει ο λαός, στο νησί μας μαζεύονταν οι κοπέλες πάνω από ένα πηγάδι ή μέρος που είχε σε κοίλωμα νερό, χωρίς να μιλήσουν. Την ώρα αυτή που ήλιος έπεφτε μέσα στο πηγάδι, κρατούσαν και έναν καθρέπτη γερμένο λίγο που αντανακλούσε τον ήλιο. Τότε σκέπαζαν το κεφάλι τους με ένα κόκκινο πανί, κοιτούσαν μέσα στο πηγάδι και όπως έπεφτε ο ήλιος, τους παρουσιαζόταν τα σημάδια που είχε η καθεμιά στην τύχη της.
Άλλο μαντικό έθιμο ήταν και αυτό της αυγομαντείας. Έριχναν μέσα σε ένα ποτήρι νερό (προσεκτικά πάνω στην επιφάνεια του νερού) αυτή την ημέρα, ασπράδι αυγού. Προηγουμένως είχαν σταυρώσει το νερό με το ξόρκι προσευχή προς του Άγιο Ιωάννη, για να τους δείξει τη τύχη τους. Καθώς έριχναν το ασπράδι του αυγού στην επιφάνεια του νερού που είχε το ποτήρι, αυτό κατέβαινε σιγά σιγά προς τον πάτο του ποτηριού. Το ασπράδι όντας πιο ελαφρό και κολλητικό από το νερό, κατεβαίνοντας δημιουργούσε κάποιους σχηματισμούς. Αυτούς τους σχηματισμούς μελετούσαν, επί το πλείστον οι γριές γυναίκες και τους εξηγούσαν για να συμπεράνουν τα μελλούμενα.
Σε πολλά μέρη του νησιού μας και ιδιαίτερα στην Παλική, υπάρχει το ηλιοτροπικό έθιμο του «Γληγοράκη». Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια στην περιοχή της συνοικίας των Λεγατάτων στο Ληξούρι.
Ο «Γληγοράκης» είναι ένα ομοίωμα ανθρώπου με το όμορφο κουστούμι του και την τραγιάσκα του, καθισμένος σ' ένα θρόνο με τα δώρα του και το τσιγάρο του. Σκοπός αυτού του ομοιώματος, είναι η διακωμώδηση κάποιων κοινωνικών στοιχείων, η επικοινωνία και η έκφραση λόγου των δημιουργών του μέσα από ένα ποιητικό δρώμενο και πάνω από όλα το κάψιμο του ανδρείκελου για να παραχθεί η φωτιά του Αϊ -Γιάννη. Πάνω από αυτή τη φωτιά θα πηδήξουν μικροί και μεγάλοι, που με την ευλογία του Αγίου Γιαννιού θα έλθει ο καθαρμός στη φύση και στην ψυχή.
Πιθανόν το έθιμο με τον τρόπο που γίνεται, καθώς και το όνομα του, να έχει σχέση με την περιοχή της Βόνιτσας, μια και εκεί υπάρχει με το ίδιο όνομα κάτι αντίστοιχο ως έθιμο στο «κάψιμο του Ιούδα» κατά το τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας.
Η αναβίωσή του έγινε σε δραματοποιημένη μορφή, όπως γινόταν και παλιά, το 1995 στα Λεγατάτα - Ληξουρίου. Επίσης γίνεται με πολύ επιτυχία, στην περιοχή των Δεμπονεράδων στο Ληξούρι, στα πλαίσια της γειτονιάς, ενώ τώρα τελευταία αναβιώνει και σε άλλα μέρη του νησιού με επιτυχία.
Τα μαντικά έθιμα του Αγίου Γιαννιού του Λαμπαδάρη, σχολιάζονται πολλές φορές μέσα στην λογοτεχνία και ταυτόχρονα μας παρέχονται λεπτομέρειες που ζωντανεύουν την όλη εθιμική διαδικασία.
Η κεφαλονίτικη λαογραφία μπορεί να αντλήσει για το θέμα αυτών των μαντικών εθίμων του Αγίου Γιαννιού, πολλά στοιχεία από τις ποιητικές αναφορές και τους σχολιασμούς, που βρίσκονται στη σατιρική εφημερίδα του Γεώργιου Μολφέτα «Ζιζάνιον». Ωστόσο, οι σατιρογράφοι χρησιμοποίησαν τα έθιμα και τις συνήθειες αυτές που γίνονταν του Αγίου Γιαννιού του Λαμπαδάρη, και για να χτυπήσουν τα κακώς κείμενα και τους προβληματισμούς της εποχής τους. (Βλ. Ζιζάνιον, φύλλο 146, 24-6-1900, σελ.1αβ,2αβ).
«Του κληδώνου πανηγύρι
να χαρούν οι ποδογύροι
Κατέβα Μούσα μου τρελλή, πολυλογού και βρίστρα,
κατέβα γένε μάγισσα και κληδονοξηγήστρα
Εξήγα του γκοβέρνου μας τον κλήδωνα και πες,
ως πότε θα βαστάξουνε τα χάλια κι η ντροπές..
Λέγε μας καλορίζικο του κλήδωνα τραγούδι
για κάθε βεργολύγιστο κι αφράτο κοπελούδι»
Κείμενα, φωτογραφίες:  Γαλανός Σωτ. Γεράσιμος
Πηγή   :   http://www.ionianpress.gr 
 
 
**************************************************
31Μαΐου 2013
Ο Ιούνιος τση Κεφαλονιάς
Φώτης Χαλιώτης Ιστορία και Παράδοση                           http://www.ionianpress.gr 
 
Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού

Έρχεται ο Ιούνιος, ο έκτος μήνας του χρόνου και ο πρώτος του καλοκαιριού.
Βέβαια μέσα στο αρχαίο Ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν τέταρτος μήνας με 29 ημέρες, πέρασε στο Ιουλιανό ημερολόγιο ως έκτος μήνας με 30 ημέρες, όπου έτσι διατηρείται και σήμερα μετά τη γρηγοριανή μεταρρύθμιση του.
Κατά την ρωμαϊκή παράδοση, ο Ρωμύλος τον ονόμασε Junius, αφιερώνοντας τον ταυτόχρονα στη θεά Ήρα (Juno).

Ο Ιούνιος λέγεται και Θεριστής, γιατί είναι ο μήνας του θερισμού σ
ʼ όλη την Ελλάδα  Ο λαός του έχει δώσει πολλά ονόματα και τον εκτιμά πολύ λόγω, που, για την γεωργία είναι σημαντικός, επειδή μετά τον θερισμό «ελευθερώνεται η γη για νέα σοδειά».

Ακολουθεί μια μικρή «περιδιάβαση» για τις γιορτές και τα λαογραφικά χαρακτηριστικά του Ιουνίου, μέσα από τις κεφαλλονίτικες παροιμίες.( Δημ. Σ. Λουκάτου, Κεφαλονίτικα γνωμικά, Αθήνα 1952).

«Μάης –μαΐτσης μαγιανός
 και θεριστής θεριστινός» Έρισσος

Ο καθηγητής –λαογράφος, Δημήτριος Λουκάτος μας λέει πως η παραπάνω παροιμία από την Έρισσο έχει φτιαχτές λέξεις για να μας πει, πως ο Μάης έχει ομορφιές και μάγια , μα ύστερα έρχεται ο Ιούνιος (θεριστής ), που μας θερίζει από την πείνα. Εννοεί πως η νέα σοδειά δεν έγινε ακόμα.

Την ίδια σκέψη για τον Ιούνιο έχουν και στην Πύλαρο λέγοντας την παροιμία
διαφορετικά.

«Ο Μάης έχει τ
ʼ όνομα
κι ο Θεριστής την πείνα»

Στην περιοχή των Πρόννων λένε την παρακάτω παροιμία που βεβαιώνει την πράξη του θερισμού.
 
«Απʼ αρχής του Θεριστή
 του δρεπανιού μας η γιορτή»
Ο Ιούνιος έχει αρκετές «μικρογιορτές» όπως : του « Βαρθολομαίου και Βαρνάβα» τις 11 του μηνός, μέρα που πολλοί δεν δουλεύουν, ιδιαίτερα στα αμπέλια, γιατί το έχουν για κακό. Του όσιου Ονουφρίου, στις 12 του μηνός αυτού, στις 14 του Αγίου Ελισαίου, μέρα που δεν δουλεύουν οι γεωργοί με τα ζώα γιατί ο άγιος αυτός θέλει το σεβασμό του, αλλιώς τα ζωντανά τα πιάνει λύσσα, μας λέει ο λαός. Τις 15 και 16 του μηνός αντίστοιχα εορτάζουν ο προφήτης Άμως και ο άγιος Τύχωνος, ο τελευταίος είναι ο άγιος της τύχης.

Τον μήνα αυτόν έχουμε και το γενέθλιο του Άγιου Ιωάννη του Προδρόμου τις 24 και έχει ταυτιστεί η λατρεία του με το άναμμα της φωτιάς και άλλα μαντικά έθιμα που έχουν αρχαιοελληνική καταβολή, που γίνονται την παραμονή της ημέρα αυτή. Είναι η γνωστή γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδάρη και, που ο λαός μας από τόπο σε τόπο του έχει δώσει πολλά ονόματα και θεραπευτικές ιδιότητες.

Ο λαός έχει περάσει μέσα στις παροιμίες του όλη τη σοφία και την πείρα των αιώνων και έτσι οι παροιμίες λειτουργούν ως άγραφοι νόμοι που οδηγούν, διδάσκουν και συνετίζουν. Βέβαια τώρα που τις εργασίες στο χωράφι δεν τις κάνουν τα χέρια, όπως και τον θερισμό του Ιουνίου, η παροιμία πρακτικά φαίνεται να μην ισχύει. Είναι όμως αξίωμα που δε χάνεται ούτε μηδενίζεται και ,σε κάθε περίσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα στο λόγο και στη ζωή.

Γύρω από το θέρο και το θέρισμα οι παλιές παροιμίες στην Κεφαλλονιά μας λένε :

«Θέλεις θέριζε και δένε,
θέλεις δένε και κουβάλιε» Λιβαθώ

Εδώ η παροιμία θέλει να πει πως και τα δύο τον ίδιο κόπο έχουνε και μάλιστα κόπο σκληρό.
«Θέριζε γέρο γέννημα
 και παλλικάρι στάρι» Παλική και Λιβαθώ

Εννοεί πως το γέννημα (κριθάρι) πρέπει να θερίζεται γινωμένο, ενώ το στάρι να είναι νωπό για να μην τρίβεται.

Σε όλο το νησί υπάρχει η παροιμία που συνοπτικά και δυναμικά μας ενημερώνει πως ο θέρος, θέλει χέρια πολλά και να δουλεύουν συνέχεια.

«Θέρος, τρύγος,
 πόλεμος δεν περιμένουν»

Στην Παλική και στη Σάμη προσθέτουν ή λένε και το εξής: «και στις ελιές ρεμούρο», δηλαδή με πολλή γρηγοράδα για να γίνει το μάζεμα.

Υπάρχει μια άλλη παροιμία που λένε στη Λιβαθώ και μας ενημερώνει, πως, τον Ιούνιο δείχνουν οι ελιές τι καρπό θα κάμουν.


«Τον Θεριστή, ο νοικοκύρης τηράει

 την ελιά και τραβάει τα μαλλιά του»

Επειδή κάνει αρκετή ζέστη και τον Ιούνιο αρχίζουν να σκαρώνουν οι σταφίδες, μα κοντά να μπει ο επόμενος μήνας θα είναι έτοιμες. Η παροιμία μας λέει πως:


«Τ΄ άη –Γιάννη με το μαντήλι,

και τση Βλαχερνός με το καλάθι»

δηλ. στις 24 του μηνός του Άη Γιαννιού μπορεί να μαζέψεις μια μαντηλιά σταφίδες, αλλά τις 2 του Ιουλίου, της Παναγίας της Βλαχέρνας, θα χρειαστείς καλάθι.


Θέση εκλεκτή μέσα στο λαό και στην κεφαλλονίτικη παροιμία έχει η μέρα που εορτάζει ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδάρης, αφού παλιά την ημέρα αυτή την πρόσεχαν και την εκτιμούσαν με λατρείες και μαντικά έθιμα.


«Από τ
ʼ άη –Γιαννιού του Λαμπαδάρη,

 η μέρα παίρνει τα πίσω»


**************************************************

30 Μαρτίου 2013
Πασχαλινό παραμύθι


«Πάμε όλοι μαζί».
«Κοντεύει μεσάνυχτα... Θα χάσουμε την Ανάσταση, σου λέω».
«Αν συνεχίσεις να ρωτάς, θα τη χάσουμε στ' αλήθεια».
«Τι έχεις μέσα στην τσάντα;»
«Μη ρωτάς και περπάτα!».
Πήρανε το δρόμο, με βήματα βιαστικά. Ο πρώτος έτρεχε σα λαγός, κι οι άλλοι ακολουθούσαν απορημένοι, σαν μικρά, φοβισμένα λαγουδάκια. Το σκοτάδι είχε από ώρα σκεπάσει τα καντούνια του χωριού - κι ο κόσμος ακόμα δεν είχε ξεπορτίσει για τη λειτουργία της Ανάστασης.
«Σιγά που είναι αργά. Θα προλάβουμε», είπε ο πρώτος. Μονάχα οι μυρωδιές από τη μαγειρίτσα, τα τσουρέκια και τα κουλουράκια κυκλοφορούσαν στους δρόμους - κι ο σκύλος με το κουδουνάκι, που το ‘χε συνήθειο να βολτάρει τις νύχτες και τις μέρες να κοιμάται...
Καθώς βγαίνανε από το χωριό λιγοστεύανε οι μυρωδιές κι οι θόρυβοι - κι ακούγανε πιο δυνατά τις πατημασιές τους, τις ανάσες τους, μα και τις κουκουβάγιες που θαρρείς κάνανε κι εκείνες πρόβες για το «Χριστός Ανέστη».
«Μισό λεπτό ρε παιδιά, έχασα τη λαμπάδα μου από την τρεχάλα», ακούστηκε να λέει ο μικρότερος απ' όλους...
Χάθηκε η φωνούλα του μέσα στο ποδοβολητό... Μα θα ‘χανε μαζευτεί είκοσι-τριάντα παιδιά... Αυτές οι μανάδες τους να δείτε χαρά που θα κάνανε... Φορέσανε όλα τα καλά τους και φύγανε από το σπίτι μια ώρα πιο νωρίς μ' ένα ξερό «θα τα πούμε στην εκκλησία». Ούτε γκρίνιες που αργεί να σημάνει ο παπάς, ούτε καβγάδες για το τσουλούφι που δε λέει να γίνει χωρίστρα, ούτε λιγούρα για τη μαγειρίτσα μετά από τόσες μέρες νηστεία.
«Πού χαθήκανε όλα, τα σκασμένα; Κάτι ετοιμάζουνε πάλι... Πόσο ν' αντέξει ακόμα ο έρμος ο παπάς τις στρακαστρούκες; Από πέρυσι βουίζει το δεξί του αυτί... Άμα χάσει και τ' αριστερό πώς θα συνεννοείται με τον ψάλτη;»
Τρεχάλα στην τρεχάλα, φτάσανε. «Γρήγορα» είπε ο πρώτος, κι άδειασε το σακίδιό του: «φέρατε όλοι τα σύνεργα;» «Ναι!» φωνάξανε όλοι μαζί κι οι φωνές τους σαν να πέρασαν στο απέναντι βουνό και ξαναγύρισαν πίσω...
Το συνεργείο έβαλε μπροστά... Τέτοια μαεστρία, τέτοια σβελτάδα, τέτοια οργάνωση... «Μακάρι να πηγαίναμε έτσι και στην παρέλαση». «Σουτ... Γρήγορα... Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε το «Χριστός Ανέστη»...
Μόλις που είχανε τελειώσει, ακούστηκε ο πρώτος ήχος της καμπάνας... «Τρεχάτε!». Τα σύνεργα μαζεύτηκαν και μπήκαν στο σακίδιο, οι γιακάδες σουλουπώθηκαν, οι χωρίστρες ξαναφτιάχτηκαν όπως όπως - κάποιες σταλίτσες ιδρώτα σκουπίστηκαν με το μικρό μαντηλάκι... «Τρεχάτε!!!»
Μπήκαν στην εκκλησιά μόλις ο παπάς έψελνε το «Δεύτε Λάβετε Φως». Ουφ... Ανακούφιση... Όλο το χωριό σάστισε καθώς είδε τόσα παιδιά μαζί, με τα σακίδια στην πλάτη, να μπαίνουν σαν προσκοπάκια μέσα και να κάνουν το σταυρό τους... Αν ήταν άλλη μέρα οι μανάδες τους θα τους κάνανε νοήματα ότι θα εξηγηθούν αργότερα, κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια τους, μα τώρα κοιτούσαν να πάρουν το άγιο φως από τη λαμπάδα του παπά, και σε λιγάκι να ψάλουν το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών»...
Η ακολουθία τέλειωσε - όλοι έγιναν μια μεγάλη χορωδία, άλλαξαν τα φιλιά της αγάπης, κι έπειτα δεκάδες μικρά φωτάκια βγήκαν από την εκκλησιά μαζί με τους πιστούς για να γυρίσουνε στα σπίτια τους. Σκιρτούσαν τα στομάχια στην υποψία της μυρωδιάς της μαγειρίτσας, και μέλωναν τα στόματα στη γλυκιά προσμονή του φαγητού.
«Κοιτάχτε!» ακούστηκε μια σαστισμένη φωνή, που σκέπασε τα βεγγαλικά και τις στρακαστρούκες... Κοιτάξτε απάνω στη ράχη!!!
Τι να δει κανείς απάνω στη ράχη; Κάποτε, λένε, ήτανε καταπράσινη, μα κάηκε κάποιο καλοκαίρι - στάχτη γίνανε τα δέντρα και τ' άγρια ζώα. Καπνός είχανε γίνει τα πουλιά της. Και τους χειμώνες, οι βροχές παρέσυραν το λιγοστό της χώμα, κι είχε απομείνει γυμνή, όλο βράχια - φόβος και τρόμος των παιδιών. Ούτε τα φίδια δεν καταδέχονταν να ζήσουν εκεί... «Αν δε διαβάζεις, να γίνεις άνθρωπος, εκεί θα σου φτιάξω μια καλύβα. Ούτε νερό, ούτε σκιά δε θα ‘χεις», λέγανε σε κάποιους άτακτους. «Κρανίου τόπος» έλεγε ο παππούς - κι όλα τα παιδιά πίστευαν πως εκεί πάνω η γη ήτανε σπαρμένη από κρανία.
Τι να δει κανείς απάνω στη ράχη;
Σα να χαμήλωσαν όλα τα φωτάκια από τις λαμπάδες. Σαν να σβήστηκαν τα βεγγαλικά, σαν να σώπασαν οι κροτίδες. Κι οι μιλιές. Σώπασαν κι εκείνες και όλοι κοιτούσαν γεμάτοι απορία.
Κάποιοι μικροσκοπικοί γενναίοι μέσα τους καμάρωναν για το κατόρθωμά τους. Και τα χαμόγελά τους ήταν τόσο φωτεινά...
Η ράχη είχε γεμίσει από μικρά, αναμμένα κεράκια... Εκατοντάδες, χιλιάδες φλογίτσες που τρεμόπαιζαν στον αέρα της νυχτιάς είχαν σκεπάσει τη γύμνια της, την είχαν κάνει φωτεινότερη κι απ' το καμπαναριό. Άλλες άναβαν, άλλες έσβηναν, άλλες θέριευαν κι άλλες χάνονταν λίγο λίγο.... Τόσο μεγάλη πασχαλινή λαμπάδα το χωριό δεν είχε ξαναδεί...
«Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε κάποιος μεγάλος.
Μια μικρούλα, θαμπωμένη από το θέαμα, είχε προχωρήσει μπροστά από όλους τους άλλους και κοιτούσε - οι πυγολαμπίδες είχαν πάρει χαμπάρι πως έχουν ανταγωνιστή κι είχαν κυκλώσει τη ράχη πετώντας, μικρά πυροτεχνήματα της φύσης...
 «Τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε ο μεγάλος.
Η μικρούλα γύρισε πίσω να δει ποια ήταν εκείνη η φωνή και κατάλαβε πως είχε ξεμακρύνει πολύ. Φοβήθηκε, κι άρχισε να ψάχνει για την αδελφή της, φωνάζοντας δυνατά το όνομά της:
«Ελπίδα!!! Ελπίδα!!!»
«Ελπίδα!!! Ελπίδα!!!» άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί. Κι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν ξανά.
«Ελπίδα! Ελπίδα!» αντήχησαν οι φωνές στη φωτισμένη ράχη, κι όλες οι φλογίτσες τρεμόπαιξαν μεμιάς μαζί. Χτύπησαν τότε δυνατά οι καμπάνες, χαρμόσυνα.... Μόλις σώπασαν, ακούστηκε και το κουδουνάκι του σκύλου, που γυρνούσε από την πιο περίεργη βραδινή βόλτα που είχε κάνει ποτέ...
Φύγανε και τα παιδιά ευχαριστημένα, και πήγανε να κοιμηθούν, με το φως στην ψυχή κι ένα ακόμη μικρό καρδιοχτύπι.
Το άλλο πρωί, ο μικρότερος απ' όλους της παρέας ξεκίνησε να βρει τη λαμπάδα του, που είχε χάσει χτες βράδυ, στο δρόμο. Κι εκείνος, κι όσοι άλλοι ξυπνήσανε νωρίς εκείνο το πρωί σίγουρα θα είδανε πως οι πασχαλιές που είχαν φυτέψει τα παιδιά στο λιγοστό καμμένο χώμα της ράχης ήτανε κιόλας ανθισμένες.
Δημοσιεύτηκε από τον  Elias Toumasatos
Ετικέτες: ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Πηγή  :  eliaswords.blogspot.com


**************************************************

23 Μαρτίου 2013
Πάσχα στην Κέρκυρα
 
Ο εορτασμός του Πάσχα στην Κέρκυρα είναι μια εμπειρία μοναδική, τελείως διαφορετική απ’ ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα και πρωτόγνωρη για τους επισκέπτες του νησιού. Πρόκειται για μια μεγάλη γιορτή στην οποία συνυπάρχουν αρμονικά η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η ειδωλολατρική παράδοση, η καταλυτική παρουσία του Αγίου Σπυρίδωνα, η καθολική κοινότητα, η βενετσιάνικη επίδραση, το γνήσιο κερκυραϊκό χιούμορ, η μουσική των φιλαρμονικών και βέβαια η ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα.

Kυριακή των Βαΐων
H Kυριακή των Bαΐων, είναι η μέρα της σωτηρίας της Kέρκυρας από την πανούκλα χάρη στην επέμβαση του Aγ. Σπυρίδωνα το 1630. Tο σκήνωμα του Aγίου λιτανεύεται στους δρόμους με τη συνοδεία όλων των Φιλαρμονικών. H λιτανεία ξεκινά από την ομώνυμη εκκλησία στις 11 το πρωί και ακολουθεί τη γραμμή όπου κάποτε υπήρχαν τα τείχη της πόλης, πάνω από τα οποία ο Άγιος έδιωξε το “θανατικό”. Kόσμος απ’ όλο το νησί κατεβαίνει στην πόλη δίνοντας πανηγυρικό χαρακτήρα στη μέρα. Tό μεσημέρι στα σπίτια και στις ταβέρνες, σερβίρεται το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας: στακοφίσι ή μπακαλιάρος.
 
Μεγάλη Εβδομάδα
H Mεγάλη Eβδομάδα σ’ όλη την Eλλάδα κυριαρχείται από τις ακολουθίες, τη νηστεία και την αναμονή της Aνάστασης. Σας προτείνουμε να αφήσετε την πόλη και να βγείτε έξω στα χωριά. Nα κάνετε βόλτες στην ανοιξιάτικη φύση, την εποχή της γονιμοποίησης και της ανάπτυξης της. Nα μυρίσετε τα αρώματα της. Mακριά από τη χειμωνιάτικη μουντάδα της βροχής και της παγωνιάς, το φως του ήλιου αναδεικνύει τα χρώματα της φύσης. Tο λευκό, το κίτρινο, το μωβ και το πράσινο των αγριολούλουδων, το μπλε του ουρανού και της θάλασσας δένει με την πέτρα των μοναστηριών και τις δυτικότροπες τοιχογραφίες. Nα επισκεφθείτε τα μοναστήρια της Kέρκυρας και να μιλήσετε με τους καλόγερους. Nα πάτε σε χωριά με βενετσιάνικα σπίτια, με καθαρές αυλές και με ανθισμένα λουλούδια στα πιτέρια. Nα βρείτε τις ταβέρνες που έχουν βγάλει τραπεζάκια έξω και κάτω απ’ τον ήλιο να δοκιμάσετε τα πεντανόστιμα νηστήσιμα φαγητά και να πιείτε κερκυραϊκό κρασί στην καλύτερη του περίοδο. Kαι μόλις πέσει ο ήλιος και αρχίσει το κρύο, να πάτε στα καφενεία και να πιείτε καφεδάκι και λικέρ παρέα με τους ντόπιους. Kι αν είναι Mεγάλη Tρίτη, να ακούσετε το τροπάριο της Kασσιανής, κι αν είναι Mεγάλη Πέμπτη, τα Δώδεκα Eυαγγέλια στα μοναστήρια. Στον Άη Θανάση στον Aγρό, στην Kυρά Kοκκινάδα στη Λευκίμμη και σε όποιο μοναστήρι λειτουργεί, η επαφή με την ουσία της Mεγάλης Eβδομάδας είναι άμεση. Aν παρ’ όλα αυτά μείνετε στην πόλη, ας έχετε υπ’ όψη σας ότι στον Άη Γιάννη (στην Πλακάδα) ψάλλουν βυζαντινά, ενώ καλύτερη παράδοση στις ακολουθίες έχουν το μοναστήρι της Aγίας Eυφημίας στο Mon Repos, η Πλατυτέρα στο Mαντούκι, οι Άγιοι Θεόδωροι στη Γαρίτσα, και βέβαια η Mητρόπολη. Tο χαρακτηριστικό του κερκυραϊκού Πάσχα είναι η συγκινητική, πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, που ξεχύνεται από τους ναούς στα καντούνια της πόλης, πάνω στις στέγες τω χωριών, έξω από τα προαύλια των μοναστηριών. H αρμονική αυτή ψαλμωδία, μια ιδιότυπη τετραφωνία, ήρθε από την Kρήτη το 17ο αι. και είναι γνωστή σαν “κρητική μουσική”.

Μεγάλη Τετάρτη
Tη Mεγάλη Tετάρτη, στο Δημοτικό Θέατρο δίνεται συναυλία εκκλησιαστικής μουσικής από τη Δημοτική Xορωδία. Έχει καθιερωθεί από το 1989 κι έχει στόχο την προσέγγιση του Θείου Δράματος μέσα από την εκκλησιαστική μουσική, Aνατολική και Δυτική.
 
Μεγάλη Πέμπτη
Mια καλή ιδέα θα ήταν τη M. Πέμπτη, να παρακολουθήσετε τα Δώδεκα Eυαγγέλια στο Duomo, την Kαθολική Mητρόπολη της πλατείας Δημαρχείου, όπου ανάβουν 12 κεριά και σβήνουν από ένα κερί, όταν τελειώνει η ανάγνωση κάθε ευαγγελίου.

Ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει είναι το έθιμο της Mεγάλης Πέμπτης, που διατηρούνταν από τις γυναίκες της υπαίθρου μέχρι πρότινος. Πήγαιναν στην εκκλησία ν’ ακούσουν την ακολουθία και όση ώρα ο παπάς έλεγε τα δώδεκα ευαγγέλια, αυτές έπλεκαν με τα δάχτυλα τους ένα νήμα που είχαν πάρει μαζί τους. Tο γαϊτανάκι που έφτιαχναν, το φορούσαν στο χέρι των μωρών για φυλαχτό, μιας και στην πλέξη του υπήρχε η καλή ενέργεια του θεού.
 
Μεγάλη Παρασκευή
H Mεγάλη Παρασκευή, είναι η μέρα των Eπιταφίων. Σε όλο το νησί, όπως και σε όλη την Eλλάδα, κάθε εκκλησία βγάζει το δικό της Eπιτάφιο και τον περιφέρει στις γειτονιές της ενορίας της. Mόνο που εδώ η παρουσία των Φιλαρμονικών, των χορωδιών και των χιλιάδων Kερκυραίων και ξένων, δίνει άλλη διάσταση στη βαρειά τούτη μέρα. Aξίζει να θυμόσαστε ότι η “παλιά” φιλαρμονική (κόκκινη) παίζει το Adagio του Albinoni, η “Mάντζαρος” (μπλε) την Marcia Funebre του Verdi και η “Kαποδίστριας” την Elegia Funebre, την Sventura του Mariani και το πένθιμο εμβατήριο του Chopin. Oι περιφορές στην πόλη ξεκινούν από το μεσημέρι, για να προλαβαίνουν οι Φιλαρμονικές να συνοδεύσουν όλες τις εκκλησίες. Όσο περνάει η ώρα πυκνώνουν και στο τέλος πολλοί Eπιτάφιοι συμπίπτουν και ο κόσμος δεν ξέρει που να πρωτοπάει. Πρώτα βγαίνουν οι Eπιτάφιοι της Παναγίας της Σπηλιώτισσας από το Nέο Φρούριο και του Παντοκράτορα από το Kαμπιέλο στις 2 το μεσημέρι, για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες εκκλησίες μέχρι τις 10 το βράδυ, οπότε βγαίνει ο Eπιτάφιος της Mητρόπολης από τη Σπηλιά.

Μεγάλο Σάββατο
Tο Mεγάλο Σάββατο στις 6 το πρωί πραγματοποιείται στην Παναγία των Ξένων το έθιμο του σεισμού ως αναπαράσταση του σεισμού μετά την ανάσταση που περιγράφεται στο Eυαγγέλιο. Aργότερα στις 9, γίνεται η λιτανεία του Aγ. Σπυρίδωνα, που καθιερώθηκε το 1550, όταν ο Άγιος έσωσε το νησί από το λιμό. Mαζί γίνεται και η περιφορά του Eπιταφίου της εκκλησίας του Aγίου, ένα έθιμο που ξεκίνησε στα ενετικά χρόνια, όταν για λόγους ασφαλείας ήταν απαγορευμένη η περιφορά των Eπιταφίων, αλλά επιτρεπόταν η λιτάνευση του Aγίου. Oι Φιλαρμονικές παίζουν το “Calde Lacrime” του Michelli, τον “Aμλέτο” του Faccio και την “Marcia Funebre” από την Hρωική του Beethoven.

Στις 11 το πρωί, γίνεται η Πρώτη Aνάσταση και πέφτουν οι “μπότηδες”. Tο φασαριόζικο αυτό έθιμο ξεκίνησε από την πόλη, επεκτάθηκε στα χωριά και είναι επιρροή από τους Eνετούς. Oι Eνετοί συνήθιζαν την Πρωτοχρονιά (την μεγαλύτερη γιορτή των καθολικών) να πετούν από τα παράθυρα τους παλιά αντικείμενα, για να τους φέρει ο νέος χρόνος καινούργια. Oι Kερκυραίοι οικειοποιήθηκαν το έθιμο αυτό και το πραγματοποιούσαν στη μεγαλύτερη ελληνική γιορτή, το Πάσχα. Στις μέρες μας τα παλιά αντικείμενα αντικαταστάθηκαν από πήλινα κανάτια (ο μπότης είναι το κανάτι με το στενό στόμιο και τα δυο χερούλια) γεμάτα νερό, για να κάνουν μεγαλύτερο κρότο. Mια άλλη εξήγηση δίνει στο έθιμο ειδωλολατρική προέλευση. Tο Πάσχα βρίσκεται στην αρχή της νέας βλαστικής χρονιάς, η φύση ξυπνάει από το χειμωνιάτικο λήθαργο και οι καρποί συλλέγονται σε νέα δοχεία, ενώ τα παλιά πετιούνται. Mετά το σπάσιμο των κανατιών, οι Φιλαρμονικές ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης παίζοντας χαρούμενα εμβατήρια. Στην “Πίνια”, το παλιό εμπορικό κέντρο της πόλης, έχει αναβιώσει το έθιμο της “μαστέλας”. Ένα μισοβάρελο στολίζεται με μυρτιές και κορδέλες και οι περαστικοί καλούνται να ρίξουν μέσα κέρματα “για το καλό”. Mε την πρώτη καμπάνα της Aνάστασης, κάποιος βουτάει μέσα για να μαζέψει τα λεφτά. Παλιότερα ο βουτηχτής δεν ήταν εθελοντής, αλλά κάποιος ανίδεος περαστικός που τον ρίχναν με το ζόρι.

Στους Παξούς η Πρώτη Aνάσταση γίνεται πρωτότυπα και παραδοσιακά στον Άγ. Iάκωβο στη Φουντάνα όπου με το “Aνάστα ο Kύριος” το εκκλησίασμα μέσα χτυπά ρυθμικά τα στασίδια και έξω γίνεται πανζουρλισμός από κροτίδες, ντουφεκιές και βαρελότα. Στα χωριά, μετά την πρώτη Aνάσταση , σφάζουν τα πασχαλιάτικα αρνιά και με το αίμα τους κάνουν το σχήμα του σταυρού πάνω απ’ τα κατώφλια.

Tο βράδυ του Mεγάλου Σαββάτου, πριν από την Oρθόδοξη, μπορείτε να παρακολουθήσετε την Kαθολική ακολουθία της Aνάστασης στο Mητροπολιτικό Duomo. Mε τη συνοδεία του εκκλησιαστικού οργάνου, η Aνάσταση εδώ ολοκληρώνεται στις 11μ.μ., για να προλάβει το εκκλησίασμα να παραστεί και στην Oρθόδοξη. H αναστάσιμη ακολουθία σε όλη την Eλλάδα, γίνεται σε μιά εξέδρα έξω από την εκκλησία. Σε μερικά χωριά της Kέρκυρας, μάλιστα, υπάρχει το έθιμο να κλείνουν τις πόρτες της εκκλησίας και με το τελευταίο “Xριστός Aνέστη” ο παπάς, αφού κάνει το γύρο της τρεις φορές ψάλλοντας, κλωτσάει την κεντρική πύλη και μπαίνει μέσα με το ψαλμό “εισέλθετε, εισέλθετε εις τη χαρά του Kυρίου”. Στην πόλη η αναστάσιμη ακολουθία τελείται στο πάλκο της πάνω πλατείας, από την εκκλησία της Aγ. Παρασκευής με τη συμμετοχή του Mητροπολίτη, των Φιλαρμονικών και χιλιάδων κόσμου. H Aνάσταση γίνεται με “τυμπανοκρουσίες” και πυροτεχνήματα κι όταν τελειώσει, οι μπάντες διασχίζουν όλη την πόλη με πολύ γρήγορο βήμα παίζοντας εύθυμα και ο κόσμος τρέχει ξωπίσω τους τραγουδώντας. Tο γλέντι έχει μόλις αρχίσει και θα διαρκέσει μέχρι το πρωί. Mε τσιλίχουρδα (τοπική σούπα), κόκκινα αυγά, φογάτσες, κολομπίνες (βενετσιάνικης προέλευσης χριστόψωμα σε σχήμα περιστεριού) και πολύ κρασί. Tο νησί παίρνει φωτιά σπάζοντας τη νηστεία της Σαρακοστής και γιορτάζει την Aνάσταση του Xριστού.

“Kαλήν εσπέραν αδερφοί, καλές σας εορτάδες μας πέρασε η Σαρακοστή, που ήτο επτά βδομάδες. Mας πέρασε η Σαρακοστή πούμαστε λυπημένοι σήμερον γίνεται χαρά σ’όλη την οικουμένη που αναστήθηκε ο Xριστός από μέσα από τον Άδη κι οι χριστιανοί χαρήκανε όλοι μικροί μεγάλοι...” Aπόσπασμα από τα λαμπριάτικα κάλαντα, που τραγουδούν τα παιδιά αργά το βράδυ του Σαββάτου.
 
Κυριακή του Πάσχα
Tην Kυριακή του Πάσχα στις 7 το πρωί, οι εκκλησίες της πόλης που έχουν την εικόνα της Aνάστασης κάνουν περιφορά στους κεντρικούς δρόμους, κάτι που αξίζει να δείτε. Oι περιφορές τελειώνουν γύρω στις 10π.μ., αλλά η μεγάλη γιορτή της Λαμπρής δεν τελειώνει ακόμα. Aν ξενυχτίσατε είναι ώρα για λίγο ύπνο ειδάλλως, τί θα λέγατε για μία εκδρομή στην εξοχή; H πόλη εναλλακτικά προσφέρει πασχαλιάτικη γιορτή στο Nαυτικό Σταθμό στις 11.30π.μ. και περιφορά της εικόνας της Aνάστασης από την Aγ. Tριάδα της Γαρίτσας στις 6.30μ.μ.

Στην Kέρκυρα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Eλλάδα, το σούβλισμα του αρνιού εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια και δεν αποτελεί μέρος της παράδοσης της. Eδώ το μεσημέρι της Λαμπρής τρώνε σούπα αυγολέμονο με 2-3 κρεατικά και αφήνουν το αρνάκι για τη δεύτερη μέρα. Tσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά και κολλάνε τα τσόφλια στις πόρτες ή τα πετάνε στους κήπους, για να ‘ναι ευλογημένη η σοδιά.
 
Νιά Βδομάδα
H εβδομάδα του Πάσχα εδώ καλείται “ενιά” ή “νια” (=νέα) κι αντίστοιχα οι μέρες της Eνιά Δευτέρα, Eνιά Tρίτη, κ.ο.κ., είναι δε μεγάλης λατρευτικής σημασίας και γίνονται πολλές επιμέρους εκδηλώσεις.
Tη Δευτέρα του Πάσχα, τη Nια Δευτέρα σε όλο σχεδόν το νομό Kερκύρας γίνονται οι Λιτανειές: νωρίς το πρωί, μετά τη λειτουργία η κάθε εκκλησία βγάζει το φλάμπουρο, τα εξαπτέρυγα και το σταυρό της. Tο φλάμπουρο ειδικά που είναι βαρύ και ψηλό το κρατάει ο πιο γεροδεμένος νέος και θεωρείται τιμή του.
Στη Λευκίμμη η εκκλησία της Bαγγελίστρας (της Παναγίας της Eυαγγελίστριας στο Ποτάμι) ξεκινάει πρώτη και περνώντας από κάθε ενορία που βρίσκεται πάνω απ’ το ποτάμι, παίρνει μαζί της και τις άλλες. Όλες μαζί σχηματίζουν μια πομπή που κατευθύνεται προς το ποτάμι. Όταν δύο εκκλησίες συναντηθούν, ρίχνουν τα μάσκουλα. Πρόκειται για σωλήνες σιδερένιους, γεμισμένους με μπαρούτι και ερμητικά κλεισμένους με καλαμπόκι ή ξύλο, που έχουν μια μικρή τρυπίτσα για το φυτίλι. O συναγωνισμός για το πιο ισχυρό μάσκουλο είναι επικίνδυνος και καλό θα ήταν, αν παρακολουθείτε τις Λιτανειές, να κρατάτε τις αποστάσεις. Oι εκκλησιές των κάτω απ’ το ποτάμι ενοριών με πρώτο τον Άη Nίσαυρο (εκκλησία του Aγ. Iσαύρου στα Mελίκια), ακολουθούν την αντίστοιχη πορεία. Oι δυο πομπές συναντιούνται στη γέφυρα του ποταμού, όπου γίνεται δέηση. Mετά τις Λιτανειές, ο κόσμος γυρίζει στα σπίτια του και ψήνει το αρνί.
Στους Παξούς ακολουθείται η ίδια διαδικασία με μοναδική διαφορά την απόθεση της εικόνας κάθε εκκλησίας σε άλλη για ορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο τελούνται καθημερινά παρακλήσεις. Συγκεκριμένα η Παναγία κατεβαίνει από το Nησί στο Γάη και πηγαίνει για είκοσι μέρες στα Bελιανίτικα. O Άγιος Xαράλαμπος και η Eλεούσα κατεβαίνουν στο Γάη και από κει ανεβαίνουν στα Mπογδανάτικα για μία εβδομάδα. Tέλος η Yπαπαντή πηγαίνει στη Λάκκα που μένει ως της Zωοδόχου Πηγής και από εκεί συνεχίζει για Λογγό και Mαγαζιά και μετά επιστρέφει.
Tην Tρίτη του Πάσχα στις 5μ.μ. στην εκκλησία του Aγ. Σπυρίδωνα στην Πλακάδα, γίνονται τα “μπάσματα” του Aγίου, η επανατοποθέτηση του δηλαδή στη λάρνακα.
Tην Παρασκευή του Πάσχα γιορτάζει η Zωοδόχος Πηγή και μεγάλα πανηγύρια στήνονται σ’ ολόκληρο το νησί, με πρώτο και καλύτερο της Παλιοκαστρίτσας, ενώ εξαιρετικά γλέντια θα γνωρίσετε στην Kάτω Kορακιάνα, τη Δασιά και το Xλωμό.
Tην Kυριακή του Θωμά γίνεται λιτανεία και χορός στην Eπίσκεψη και πανηγύρι στο Σιδάρι.
Αναρτήθηκε από τον Διονύση Χριστοφοράτο
Πηγή  :  www. terrakerkyra.gr


*************************************************

14 Μαρτίου 2013 
Κερκυραϊκό καρναβάλι
Γράφει η Ελένη Κονοφάου


Mε ρίζες στην αρχαία Ελλάδα και με αέρα που μυρίζει Βενετία, το κερκυραϊκό καρναβάλι κουβαλάει παλιά και ένδοξη γκαρνταρόμπα ντυμένο με ρούχα της κερκυραϊκής ιστορίας και κουλτούρας: από τον Μπαρμπαρόσα και τον Ταρτούφο στον Δον Μπαζίλιο, τον Κάτωνα αλλά και τους σύγχρονους πολιτικούς που ανάδειξε το νησί. Oνόματα και καταστάσεις της επικαιρότητας αλλά και του παρελθόντος, σατιρίζονται με καταλυτικό κι απόλυτο χιούμορ κι οι μασκαράδες δε δείχνουν καμμιά διάθεση διακριτικότητας και συντηρητισμού απέναντι στα “θύματα” τους. Κι αν η πρώτη εικόνα του νησιού δείχνει κάτι το αναμενόμενο ή το συνηθισμένο, στις ταβέρνες, τα μπαρ, τα καντούνια και τα χωριά θα γνωρίσετε την “βουρλισιά” των ημερών και το μεγαλείο του επτανησιώτικου γλεντιού.

Oι ρίζες της Αποκριάς ξεκινούν από τις αρχαιοελληνικές γιορτές προς τιμήν του Θεού της Αμπέλου Διόνυσου που γίνονταν στην αρχή της Άνοιξης για να προκαλέσουν την καλή σοδειά στη γεωργία, την καλή γέννα στην κτηνοτροφία. Η γιορτή του Καρναβαλιού διευρύνθηκε με την πάροδο του χρόνου και εδώ στην Κέρκυρα δέχθηκε βενετσιάνικες επιδράσεις όπως οι ντοτόροι (γιατροί), οι νοδάροι (συμβολαιογράφοι), τα μουζέτα (μάσκες) και το βάψιμο με καπνό από το τζάκι. Oι ιδέες, οι εργασίες και γενικά η όλη προετοιμασία για το άρμα που θα παρουσιάσει η κάθε ομάδα, ξεκινούν ένα χρόνο πριν με τσιμπούσια σε ταβέρνες και σε σπίτια. Εκεί ακούγονται οι πιο τρελλές ιδέες και η ιδέα που θα προκριθεί φυλάσσεται από τους καρναβαλιστές ως επτασφράγιστο μυστικό μέχρι τη μέρα της πρώτης εμφάνισης τους στην πόλη. Oι γιορτές ξεκινούν την πρώτη Κυριακή, την Κυριακή του Ασώτου με δοκιμαστική παρέλαση του Καρνάβαλου στους δρόμους της πόλης ώστε να γίνει ο έλεγχος των αρμάτων, να αρχίσουν τα πρώτα γέλια και να μπει ο κόσμος στο πνεύμα των ημερών.

Ε Θ Ι Μ Α

Τσικνοπέμπτη

Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η Τσικνοπέμπτη είναι η μέρα ή μάλλον η νύχτα που όλος ο κόσμος πρέπει “υποχρεωτικά” να φάει κρέας γιατί ακολουθούν οι 40 μέρες νηστείας μέχρι το Πάσχα. Έτσι λοιπόν κατά παρέες ο κόσμος “τσικνίζει” σε ταβέρνες και σε σπίτια με απαραίτητη συνοδεία κιθάρας και κρασιού.

Τα Κορφιάτικα Πετεγολέτσια: ή πέτε γόλια ή κουτσομπολιά, αναβιώνουν στο κέντρο της παλιάς πόλης την τελευταία Πέμπτη της Αποκριάς. Πρόκειται για ένα πολύ παλιό έθιμο, ένα θέατρο δρόμου όπου από τα παράθυρα στα καντούνια, βγαίνουν οι κυράδες κουτσομπολεύοντας τα κερκυραϊκά δρώμενα σε αυθεντική τοπική διάλεκτο. Το έθιμο ολοκληρώνεται με καντάδες και μαντολινάτες.

Παρέλαση του Καρνάβαλου

Η κεντρική παρέλαση γίνεται την τρίτη και τελευταία Κυριακή. O Καρνάβαλος είναι ο “αίρων τις αμαρτίες” της εξουσίας, ο υπεύθυνος για ό,τι κακό προκλήθηκε στον τόπο τον τελευταίο χρόνο. Oι καρναβαλιστές τον δικάζουν και τον καταδικάζουν να καεί για να καούν μαζί του κι όλα τα κακά. Έτσι, στο τέλος της παρέλασης ο Καρνάβαλος καίγεται, διαβάζεται η διαθήκη του και ξεκινά το μεγάλο γλέντι με χορούς και τραγούδια.

Ο Χορός των Παπάδων

Στην Επίσκεψη την Kυριακή της Tυροφάγου στην πλατεία του Aγ. Bασιλείου διεξάγεται ένα μοναδικό έθιμο. O παπάς ανοίγει το χορό “Δόξα να..” κι όλοι οι άνδρες ακολουθούν με τάξη και σειρά ανάλογα με την ηλικία τους και τη θέση που έχουν στο χωριό. O χορός χορεύεται χωρίς όργανα, ο πρωτοχορευτής παπάς λέει τον πρώτο στίχο και ο χορός επαναλαμβάνει. Mε το τέλος του χορού έρχονται γερόντισες με όργανα και παίζουν και χορεύουν τον κερκυραϊκό. Tο έθιμο αυτό συναντάται και σε άλλα χωριά του Όρους, αλλά πουθενά αλλού στην Eλλάδα. O κ. Kλήμης στο “Δρώμενα κι Έθιμα του κερκυραϊκού λαού” θεωρεί τον χορό των γεροντισσών υπόλειμμα Mαιναδικού θιάσου του 500 περίπου π.X.

Ιερός Γάμος

Στην Κληματιά, στο Χλωμό, στο Μαραθιά, στα Κρητικά, στους Γιαννάδες κι αλλού έχουν τον Ιερό Γάμο. Η τέλεση του “καρναβαλίτικου γάμου” όπως λεγόταν στα χωριά της Κέρκυρας ως το 1960, γινόταν στα περισσότερα χωριά της Κέρκυρας. Σιγά - σιγά σε κάποια έσβησε και παρέμεινε μόνο ως ανάμνηση ενώ σε κάποια άλλα ευτυχώς διατηρείται μέχρι σήμερα. Συμβαίνει την Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής και ξεκινά από το πρωί όταν οι άνδρες του χωριού μαζεύονται σε κάποιο σπίτι και ντύνουν το γαμπρό. Σε άλλη γειτονιά οι γυναίκες στολίζουν τη νύφη. Το ότι η νύφη είναι κι αυτή άνδρας και μάλιστα μουστακαλής, μάλλον οφείλεται στην πατριαρχική κοινωνία που απαγόρευε στις γυναίκες να’ χουν θέση στα δρώμενα της κοινότητας. Στην τελετή του γάμου συμμετέχει κι ένας δαίμονας με τη μορφή σάτυρου που προσπαθεί να χαλάσει το γάμο. Σ’ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου οι χωριάτες αισχρολογούν ακατάπαυστα, πειράζοντας οι μεν τους δε.


**************************************************
3 Μαρτίου 2013
                                 
Πηγή   :   www.mylefkada.gr



Γράφει ο Μάρκος Νικητάκης.

ΑΠΟΚΡΙΑ
Αποκριά ετυμολογικά (εκκλησιαστικά) σημαίνει μακριά από το κρέας. Είναι η περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου, ψυχικής και σωματικής, για βιώσει το Θείο Πάθος και την ανάσταση του Χριστού..

Περιλαμβάνει τις τρεις εβδομάδες πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή, που μας ανοίγει το Τριώδιο. Η περίοδος αυτή προσδιορίζεται από τις Κυριακές του «Τελώνου και Φαρισαίου», του «Ασώτου», των «Απόκρεω» και της «Τυρινής». Η Μεγάλη Σαρακοστή ξεκινά από την Καθαρά Δευτέρα.

Προέλευση
Η περίοδος αυτή συνδυάζεται με το έθιμο του «Καρνάβαλου» που είναι η θεότητα της Αποκριάς. Είναι έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας, του «μασκαρέματος».
Για την προέλευσή του υπάρχουν πολλές εκδοχές: Από τα Σατουρνάλια ή τα Λουπερκάλια των Ρωμαίων. Ίσως και από την μεταφορά των Καλανδών, πάλι, των Ρωμαίων από την αρχή του έτους στην αρχή της Άνοιξης. Αλλά, είναι πιθανόν, και από τη συγχώνευση εθίμων που υφίστανται από την αρχαιότητα και έχουν σχέση με την αναγέννηση της φύσης.
Από όπου, όμως κι αν προέρχονται, το βέβαιο είναι ότι γιορτάζονταν και βιώνονταν δυναμικά από το λαό μας.

Σε όλες σχεδόν τις περιοχές της πατρίδας μας γιορτάζονταν οι Αποκριές με τον ίδιο τρόπο, με μικρές διαφορές ή παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή.

Τριώδιο
Η λέξη Τριώδιο αποτελείται από τις λέξεις «τρία» και «ωδή».

Ο όρος οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί από τους Κανόνες Ακολουθιών που περιέχονται σε αυτό έχουν μόνο τρεις ωδές: την 8η και την 9η πάντοτε, ύστερα δε μία από τις πέντε πρώτες.

Τριώδιο είναι το βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας των ύμνων που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου , μέχρι και του Μ. Σαββάτου. Με την εμφάνιση και τον βαθμιαίο καταρτισμό του σαρανταήμερου της νηστείας προ του Πάσχα, ακολούθησε και η ανάγκη της δημιουργίας σχετικής ασματικής ποίησης και της συλλογής της σε ένα βιβλίο. Έτσι δημιουργήθηκε το εκκλησιαστικό βιβλίο Τριώδιο, το οποίο αρχικά περιείχε τρεις ωδές. Περιλαμβάνει ιερά ποιήματα από τον 5ο ως τον 15ο αιώνα. Το πρώτο έντυπο του Τριωδίου εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα το 1522 μ.Χ.

Οι υμνογραφίες αυτές, είναι από τις πιο κατανυκτικές ολοκλήρου του λειτουργικού χρόνου που έγραψαν μεγάλοι ποιητές της Ορθοδοξίας.

Σαρακοστή
Η λέξη Σαρακοστή προέρχεται από τον εκκλησιαστικό όρο Τεσσαρακοστή και σημαίνει νηστεία σαράντα ημερών πριν από το Πάσχα.

«Παλιότερα η νηστεία άρχιζε από την Τετάρτη της Α΄ Εβδομάδας κι όχι από τη σημερινή Καθαρή Δευτέρα, οπότε είχαμε 6 εβδομάδες Χ 7 = 42, μείον 2 = 40 ημέρες, χωρίς να λογαριάζεται η Εβδομάδα των Παθών».(Λουκάτος 1995α: 13)

Σιγά-σιγά όμως η λέξη έχασε την αποκλειστική της σύνδεση με το Πάσχα και έφτασε να σημαίνει κάθε νηστεία πριν από μεγάλη γιορτή. Διατηρεί όμως την επωνυμία Τρανή, γιατί σε παλιότερες εποχές τουλάχιστον ήταν η μεγαλύτερη και η αυστηρότερη απʼ όλες

Νηστεία
Η νηστεία, είναι η εκούσια αποχή από συγκεκριμένα είδη τροφών και υπάρχει στα έθιμα όλων των λαών του πλανήτη, κυρίως βασιζόμενη σε θρησκευτικές επιταγές. Από την αρχαία Αίγυπτο και τους αρχαίους ασιατικούς πολιτισμούς ως τους αρχαίους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Εβραίους, τους Χριστιανούς και τους Μωαμεθανούς, η νηστεία σήμαινε πίστη και ελπίδα για εξαγνισμό.

Ο μόνος λαός στον κόσμο που δεν κάνει νηστεία, γιατί θεωρεί ότι η ψυχή γίνεται πιο ισχυρή με το καλό φαγοπότι, είναι οι Πάρσοι (Πέρσες πυρολάτρες), που πρεσβεύουν τη θρησκεία του Ζωροάστρη.

Στη χώρα μας η νηστεία είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη λόγω της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι συνδεδεμένη με «κάθαρση» της ψυχής. Οι ξένοι, μάλιστα, θεωρούν τη νηστεία μας ως αναπόσπαστο κομμάτι της Μεσογειακής δίαιτας, μιας αποτοξινωτικής διατροφής που υπόσχεται μακροζωία.

Από επιστημονικής πλευράς, η νηστεία αποτελεί όντως κάθαρση του οργανισμού και πρόκειται για μια σαφώς μελετημένη πράξη. Οι μέρες της νηστείας στην Ορθοδοξία ανέρχονται σε 182:

Η Μεγάλη Σαρακοστή με τη Μεγάλη Εβδομάδα (40 + 7 μέρες),
Η προ των Χριστουγέννων νηστεία (40 μέρες - ξεκινά 15 Νοεμβρίου),
Η νηστεία των Αγίων Αποστόλων (7 μέρες περίπου - από την Κυριακή των Αγίων Πάντων μέχρι τη γιορτή των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου),
Η νηστεία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (από 1 ως 15 Αυγούστου),
Η νηστεία της 29ης Αυγούστου (για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή),
Η νηστεία της 14ης Σεπτεμβρίου (για την ύψωση του Τιμίου Σταυρού),
Η παραμονή των Θεοφανείων (στις 5 Ιανουαρίου)
Όλες οι Τετάρτες και όλες οι Παρασκευές του χρόνου.

Αν το καλοσκεφτεί κάποιος το 182 είναι το μισό του χρόνου, οπότε η Εκκλησία προτείνει να τρώμε μία μέρα κρέας και γαλακτοκομικά και μία όχι, γεγονός ιδιαίτερα ωφέλιμο για την υγεία μας, αφού στο ίδι
ο συμπέρασμα έχουν καταλήξει εκατοντάδες μελέτες του τομέα της διατροφολογίας. Επομένως, γίνεται φανερό πως ο Χριστιανισμός αφομοίωσε άλλη μια γνώση της εποχής του, για να τη μεταφέρει στους αιώνες ακόμη κι έτσι.

Νηστεία και υγεία

Στην ιατρική, η νηστεία έχει 2 χρησιμότητες. Στην πρακτική πλευρά, νηστεία επιβάλλεται στον ασθενή, όταν θα πρέπει να υποβληθεί σε αναισθησία (για την αποφυγή επιπλοκών) ή σε χειρουργείο του εντέρου / στομάχου. Μερικές ώρες νηστεία συνιστάται και πριν από συγκεκριμένες αιματολογικές εξετάσεις, όπως αυτές της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων, αλλά και πριν την αιμοδοσία.

Από λειτουργική σκοπιά, η νηστεία χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα για ιατρικούς σκοπούς. Οι περίφημες δίαιτες αποτοξίνωσης (detox diets) έγιναν must και θεωρείται ότι ανεβάζουν κατά 20 χρόνια το προσδόκιμο ζωής, απομακρύνοντάς τον νηστεύοντα από αρρώστιες που έχουν να κάνουν με το ζάχαρο και τα λίπη (καρδιά, εγκεφαλικά). Οι ίδιες δίαιτες φαίνεται πως πλεονεκτούν έναντι των άλλων, γιατί μειώνουν επιπλέον και τα σημάδια της γήρανσης!

Στη νηστεία δεν τρώμε κρέας, οπότε η χοληστερίνη μας (κακή χοληστερόλη LDL) και το ουρικό οξύ θα πέσουν. Ενδεικτικά, σε 40 μέρες νηστείας η χοληστερίνη πέφτει 40-50 mg/dL. Θα πει κάποιος: «αφού δεν τρώω κρέας θα πέσει ο σίδηρός μου, κι εγώ έχω πρόβλημα με το σίδηρό μου». Υπάρχει απάντηση. Τα θαλασσινά, τα όσπρια και τα δημητριακά σε συνδυασμό με τα φρούτα που έχουν βιταμίνη C αυξάνουν την απορρόφηση του σιδήρου.

Η νηστεία σε συνδυασμό με τη μειωμένη εκ των πραγμάτων λήψη τροφής και τη λήψη αντιοξειδωτικών ουσιών μπορεί να ωφελήσει σημαντικά τον οργανισμό.

Οι τελευταίες μελέτες έδειξαν ότι άνθρωποι που κάνουν νηστεία σε τακτά χρονικά διαστήματα (περίπου τα μισά που λέει η Εκκλησία μας) ζούνε πολύ περισσότερο από τους υπολοίπους και αποφεύγουν ασθένειες που έχουν να κάνουν με την αθηροσκλήρωση, το ζάχαρο, την πίεση και τις διάφορες φλεγμονές (τα αντιοξειδωτικά θωρακίζουν από αυτές) . Οι ίδιες μελέτες δείχνουν πως 6 μέρες αυστηρής νηστείας ανά τρίμηνο είναι ευεργετικές.

Αποχή από το κρασί και ... απεργία πείνας

Για την αποχή από το κρασί οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το ρήμα νήφω. Εξ ου και τα ονόματα δύο εκ των Οικουμενικών Πατριαρχών (Νήφων Α' και Β'). Το ρήμα διατηρείται ως τις μέρες μας με το επίθετο νηφάλιος!

Η απεργία πείνας ως μέσο πίεσης υπάρχει από το 750 π.Χ. - όταν ο Bharata πήγε στον εξόριστο Rama να του ζητήσει να επιστρέψει στο βασίλειό του και μην έχοντας άλλο επιχείρημα αναγκάστηκε να τον εκβιάσει κάνοντας απεργία πείνας. Οι ερημίτες της Ρωσίας που επιδίδονται σε εξαντλητικές νηστείες ονομάζονται poustinikia (ενικός: ο poustinik - το μέρος poustinia). Δεν θέλω σχόλια...

Η Κυρά Σαρακοστή

Η Σαρακοστή περνά αργά γι' αυτούς που νηστεύουν , ιδίως τις τελευταίες μέρες. Έτσι, επειδή παλιά δεν είχαν τα σημερινά ημερολόγια για να μετρούν το πέρασμα της νηστείας, έφτιαχναν ένα μετρητάρι. Έπαιρναν δηλαδή ένα χαρτί και ζωγράφιζαν τη Σαρακοστή σαν μια καλόγρια, την κυρά – Σαρακοστή. Δεν της έβαζαν στόμα γιατί αντιπροσώπευε τη νηστεία. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα από τις πολλές προσευχές. Και είχε εφτά πόδια, ένα για κάθε βδομάδα της Σαρακοστής. Με το ψαλίδι κόβανε την κυρά Σαρακοστή και την κρεμούσαν στον τοίχο. Κάθε Σάββατο της έκοβαν ένα πόδι. Το τελευταίο πόδι το κόβανε το Μεγάλο Σάββατο.

Στη Χίο το έβαζαν μέσα σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και όποιος το έβρισκε πίστευαν πως θα ήταν καλότυχος. Αλλού την έκαναν και πάνινη την "κυρά Σαρακοστή" τους και τη γέμιζαν με πούπουλα. Στον Πόντο έπαιρναν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, έμπηγαν 7 φτερά κότας, το έδεναν στο ταβάνι και κρεμόταν όλη τη Σαρακοστή. Κάθε βδομάδα έβγαζαν και ένα φτερό. Ο «κουκουράς», έτσι το έλεγαν, ήταν ο φόβος των παιδιών.
1/3/13
Στοιχεία πήρα από την ιστοσελίδα my-greece.blogspot.com

  
**************************************************
22 Φεβρουαρίου 2013
Η ΓΚΙΟΣΤΡΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
«Giostra di Zante».

 
Η Γκιόστρα είναι ένα από τα παλιότερα δρώμενα του ζακυνθινού καρναβαλιού. Μαζί με τους χορούς, που διεξάγονταν κυρίως στις πολυτελείς αίθουσες των δύο Καζίνων (Ρωμιάνικο και Λομπαρδιανό) και τις πασίγνωστες και λαοφιλείς «Ομιλίες» (θέατρο δρόμου), οι οποίες παριστάνονταν από τον λαό σε υπαίθριους χώρους, αποτελούσαν (και αποτελούν) τις κυριότερες εκφράσεις της αποκριάτικης διασκέδασης του φημισμένου ιόνιου νησιού.
  
Πρόκειται για έφιππους αγώνες, στους οποίους οι συμμετέχοντες λάβαιναν μέρος, διεκδικώντας το έπαθλο, όπου ήταν ένα αργυρό σπαθί, για τον πρώτο και ένα ζευγάρι ασημένια σπιρούνια για τον δεύτερο, αλλά και για την τιμή μιας γυναίκας, προς χάριν της οποίας αγωνίζονταν.
  
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είχε δύο μορφές αγωνίσματος. Η πρώτη ήταν αυτή του δαχτυλιδιού. Σ’ αυτήν ο αγωνιζόμενος ιππότης θα έπρεπε να αποσπάσει μικρό κρίκο, ο οποίος ήταν κρεμασμένος από μια ξύλινη κατασκευή. Η δεύτερη ήταν η Γκιόστρα του Mascaron Moro. Σ’ αυτήν ο ιππότης είχε σκοπό να κόψει με τη λόγχη του φτερό, το οποίο βρισκόταν τοποθετημένο στο κεφάλι ενός ανθρώπινου ομοιώματος, μελαψού χρώματος (για το λόγο αυτό λεγόταν και Γκιόστρα του Σαρακηνού). Ακολουθούσε μεγάλο, συχνά πολυήμερο γλέντι, στο σπίτι του νικητή και το όνομά του γραφόταν σε ειδικό, τιμητικό βιβλίο.
  
Στην Γκιόστρα λάβαιναν μέρος ευγενείς μόνο, που το όνομα της οικογένειάς τους ήταν καταχωρημένο στη Χρυσόβιβλο των Ευγενών (Libro dOro). Την παρακολουθούσε, όμως, πλήθος κόσμου. Χαρακτηριστικά διασώζεται από τους διάφορους ιστορικούς ότι για να την δουν κατέβαιναν στην πόλη ακόμα και οι κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων χωριών. Έτσι η εκδήλωση αποκτούσε και λαϊκό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που η Γκιόστρα από νωρίς πέρασε στο λόγιο και το λαϊκό θέατρο του νησιού (Ερωτόκριτος, Ευγένα), καθώς και στην λογοτεχνία του (Διον. Ρώμας, Ανδρ. Αβούρης).
  
Είναι άγνωστο το πότε ακριβώς ξεκίνησε. Πιστεύεται, όμως, πως είναι μια πανάρχαια συνήθεια.
  
Επίσημα την πρωτοσυναντάμε το 1656, όταν στις 29 Ιανουαρίου αυτής της χρονιάς, διερχόμενος από το νησί ο Γενικός Προβλεπτής την Ιόνιων Νησιών (Capitan General) Λάζαρος Μοτσενίγος επικύρωσε την από 20 Απριλίου 1651 διάταξη του Γενικού Προβλεπτή (Provvediore Generale) Ιωάννου Αντωνίου Ζένζια, σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα θα έπρεπε να λαμβάνει για τους αγώνες τριάντα δύο ρεάλια από το δημόσιο ταμείο, τα οποία θα διέθεταν για τα έπαθλα των νικητών. Η πληροφορία αυτή, η οποία δημοσιεύεται από τον χαλκέντερο ιστορικό Σπ. Δε Βιάζη, μας κάνει να πιστέψουμε πως η Γκιόστρα ήταν πολλή παλιότερη, πως ήταν ιδιαίτερα αγαπητή από τον ζακυνθινό λαό και για τον λόγο αυτό από την χρονιά εκείνη αποκτά και επίσημο (κρατικό) χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι πως με αυτήν ασχολήθηκαν και όλοι οι άλλοι ιστορικοί του νησιού, αλλά και οι περισσότεροι από τους ξένους περιηγητές, που μας παραδίδουν πως αυτή ήταν το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς για τον τόπο.
  
Οι ιππικοί αγώνες της Γκιόστρας στην αρχή γίνονταν στην θέση Αρίγκος της Μπόχαλης, δίπλα στην πρώτη πόλη, η οποία ήταν χτισμένη, για λόγους ασφάλειας, μέσα στο Κάστρο. Αργότερα, όταν η πρωτεύουσα του νησιού κατέβηκε στον Αιγιαλό, ακολούθησαν και αυτοί την πορεία της και διεξάγονταν στην κεντρική οδό της Πλατείας Ρούγας (σήμερα Αλεξάνδρου Ρώμα) και μεταξύ των εκκλησιών της Ανάληψης και της Ευαγγελίστριας. Ημέρα διεξαγωγής τους ήταν η Πέμπτη της Τυροφάγου.
  
Η Γκιόστρα είχε, τέλος, και κοινωνικό χαρακτήρα. Την ημέρα της τέλεσής της αφαιρούνταν από τα παράθυρα οι τζελουτζίες, τα κάγκελα, δηλαδή, που κρατούσαν φυλακισμένες τις γυναίκες στα σπίτια τους. Με τον τρόπο αυτό αρχίζει η ισότητα των δύο φύλων και η γυναίκα ξεκινά να παίρνει μέρος στα κοινά.
  
Τα τελευταία χρόνια η Γκιόστρα της Ζακύνθου αναβιώνει από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία έχει έδρα στο νησί και σκοπό της την ουσιαστική επαναφορά του δρώμενου στο Ζακυνθινό Καρναβάλι, καθώς και την επιστημονική έρευνα της ιστορίας του και της εξέλιξής του. Για τον σκοπό αυτό, κάθε χρόνο, εκτός από την διεξαγωγή του αγωνίσματος, εκδίδει και ειδικό φυλλάδιο, με κείμενα – ανακοινώσεις πνευματικών ανθρώπων της Επτανήσου και όχι μόνο, φωτίζοντας, έτσι, σημαντικές πτυχές της αξιοπρόσεχτης αυτής έκφρασης της αποκριάτικης διασκέδασης του τόπου.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς (Τυρινής). Ξεκινά με παρέλαση, η οποία αρχίζει από το ιστορικό Πλάτωμα του Αγίου Παύλου και, αφού διασχίσει το κέντρο της πόλης, καταλήγει στην κεντρική πλατεία Διονυσίου Σολωμού, όπου διεξάγεται το αγώνισμα.

Στην πομπή συμμετέχουν εκατοντάδες φίλοι του Σωματείου, αλλά και άλλοι ζακυνθινοί ή επισκέπτες του νησιού μας, ντυμένοι με χαρακτηριστικές στολές εποχής, οι οποίες έχουν κατασκευαστεί με μεράκι και ύστερα από ιστορική έρευνα, βασισμένη σε κείμενα ερευνητών, πορτραίτα οικογενειών και κυρίως στους πίνακες των μεγάλων Ζακυνθινών ζωγράφων, που απεικονίζουν λιτανείες της εποχής της Βενετικής περιόδου.

Στην πομπή υπάρχουν και όλες οι χαρακτηριστικές σκηνές της τζαντιώτικης ιστορίας. Προηγούνται οι παντιέρες (σημαίες), τα καπίτουλα (λάβαρα) και έπονται η λεντίκα (μεταφερόμενο από ανθρώπους φορείο), η ουρανία (βελούδινο πανί, στηριζόμενο σε κοντάρια, για την μεταφορά επισήμων προσώπων), οι άμαξες, τα μουσικά σχήματα και πολλά άλλα. Σ’ αυτήν συμμετέχουν και όλοι οι πρωταγωνιστές της Γκιόστρας: ο κήρυκας, η κυρία προστάτης, οι γραμματείς, οι κριτές, ο Maestro di Campo (ελλανοδίκης), οι δεσποσύνες, που για χάρη τους θα διεξαχθεί η αναμέτρηση, ο Προβλεπτής Θαλάσσης, ο Πρεβεδούρος (βενετσιάνος διοικητής) κ. ά.  Πρωταγωνιστές στην πομπή είναι οι ιππότες, έφιπποι πάντοτε και συνοδευόμενοι από φίλους και γνωστούς, αλλά και τους ιπποκόμους τους, οι οποίοι κρατούν περήφανα τα οικόσημά τους.
  
Στην πλατεία Σολωμού γίνεται το αγώνισμα της Γκιόστρας. Προηγείται η εγγραφή των ιπποτών και η ανακοίνωση της συμμετοχής τους στο πλήθος, από τον κήρυκα. Ακολουθεί η εκλογή της εκλεχτής τους, όπου για χάρη της θα αγωνιστούν, η ανάρτηση των οικοσήμων τους και η ορκωμοσία τους, για την τήρηση όλων των ιππικών κανονισμών.
  
Στην συνέχεια, μετά την κήρυξη του Πρεβεδούρου, διεξάγεται το αγώνισμα. Οι έφιπποι αγωνιστές προσπαθούν να πάρουν τον κρίκο και να τον επιδείξουν στην επιτροπή των κριτών. Το πλήθος συμμετέχει και στοιχηματίζει. Επευφημεί τους ανδρείους και αποδοκιμάζει τις αποτυχίες.
  
Τέλος ο νικητής παίρνει το έπαθλο και φεύγει έφιππος, έχοντας πισωκάπουλα στο άλογό του την κοπέλα που για χάρη της πήρε μέρος στην Γκιόστρα.
  
Ακολουθεί ο νικητήριος χορός και οι γιορτές της νίκης.

Στην Γκιόστρα της Ζακύνθου, η οποία έχει διεθνή χαρακτήρα, λαμβάνουν μέρος και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ή διεξάγουν και αυτές παρόμοια αγωνίσματα ή αναβιώνουν άλλα μεσαιωνικά δρώμενα. Μέχρι τώρα συμμετέχουν η Ιταλία, με τους χαρακτηριστικούς σημαιοφόρους της και τις φαντασμαγορικές επιδείξεις τους και η Σλοβακία, με τους περίφημους Γερακάρηδες και της επιδείξεις με τις φωτιές τους. Το Σωματείο έχει έρθει σε επαφή και με όλες τις χώρες και πόλεις της Ευρώπης, στις οποίες πραγματοποιούνται Γκιόστρες και σκοπό του έχει την μελλοντική συνεργασία τους, επιδιώκοντας η Γκιόστρα της Ζακύνθου να πάρει πανευρωπαϊκό χαρακτήρα.
  
 Ήδη η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante» έχει εκπροσωπήσει δύο φορές την Ελλάδα στην ιταλική πόλη Sulmona, όπου διεξάγεται κάθε καλοκαίρι η Ευρωπαϊκή Γκιόστρα, κερδίζοντας και τις δύο φορές την τρίτη θέση. Με την πόλη αυτή έχει αναπτύξει ιδιαίτερος δεσμούς και έχουν αρχίσει οι ενέργειες για την αδελφοποίηση των δύο δήμων.
  
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου είναι μια άλλη πρόταση για το ζακυνθινό καρναβάλι, βασισμένη στην ιστορία και την ιδιοσυγκρασία του νησιού και στηριγμένη στην έρευνα των σημαντικότερων ερευνητών του. Πρέπει ν’ αγκαλιαστεί απ’ όλους τους φορείς και τα σωματεία του τόπου. Είναι, επίσης, υπόθεση όλων των Ζακυνθινών, είτε κατοικούν στο νησί, είτε όχι.  Η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη.
  
Έχει προοπτικές και εξέλιξη. Μπορεί και πάλι, όπως παλιά, ν’ αποτελέσει το μεγαλύτερο γεγονός της χειμωνιάτικης περιόδου της Ζακύνθου. Κι όλα αυτά γιατί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, που δεν μπορεί εύκολα να σβήσει.

Στέλλα Σαρακίνη- Μεντζελοπούλου
 Πηγή  :  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ (ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ).

************************************************** 

17 Ιανουαρίου 2013
Ξόρκια, βότανα και βιζικατόρια
 
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε ως πρόλογος στο βιβλίο της Σωτηρούλας Γονατά-Μουστάκη Βότανα και πρακτική ιατρική (εκδ. Φανάρι, Κεφαλονιά 2008)
               Σήμερα, σ’ έναν κόσμο όπου μικροχειρουργικές επεμβάσεις πραγματοποιούνται με τη βοήθεια της ρομποτικής τεχνολογίας, και που η γνώση και η πληροφορία μεταδίδονται με ένα δεξί ή αριστερό κλικ στο ποντίκι του υπολογιστή μας, μοιάζει με παραμύθι η αναδρομή σε μια εποχή κατά την οποία την ιατρική ασκούσαν πρακτικοί γιατροί με ξόρκια και βότανα και που τα κορίτσια περίμεναν τον κλήδονα για να μάθουν ποιος θα είναι ο καλός τους αντί να τον αναζητήσουν στο Διαδίκτυο. Κι όμως, εκείνος ο κόσμος είναι μόλις χθεσινός. Η απόσταση δεν είναι μεγαλύτερη από μια σταγόνα μέσα στο χρόνο: Δεν είναι και τόσο μακριά εξήντα, πενήντα, σαράντα, ή ακόμα και πολύ λιγότερα χρόνια πριν. Κι εγώ ακόμα θυμάμαι τους γονείς μου να ρίχνουν βεντούζες, να μού βάζουν κομπρέσα με οινόπνευμα ή και «βύσαλο» από τη σόμπα– θυμάμαι επίσης πόσο προσπαθούσα να θυμηθώ το περιεχόμενο διάφορων ξορκιών που έλεγαν η γιαγιά μου και η μάνα μου, η οποία εξακολουθεί σημειωτέον να με ξεματιάζει με κάθε ευκαιρία.

               Αύριο – μεθαύριο τα παιδιά μου, όλα αυτά, που κι εγώ τις τελευταίες αναλαμπές τους έζησα, ίσως θα τα βλέπουν σαν μια ακόμη από τις περιπέτειες του Χάρι Πότερ, του μικρού μάγου. Ωστόσο, όλα αυτά που σε τούτο το βιβλίο συγκέντρωσε και μας διασώζει η Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη δεν είναι προϊόν λογοτεχνικής φαντασίας – είναι μέθοδοι, πρακτικές και αντιλήψεις που ακολουθούνταν στην κοινωνία της Πυλάρου, αλλά και της Κεφαλονιάς γενικότερα, για αιώνες. Βότανα, ξόρκια και θεραπείες που από τα χρόνια της αρχαιότητας ως σήμερα επιστρατεύονταν από πρακτικούς γιατρούς, με την άδεια της λαϊκής σοφίας και υπό το κράτος της ανάγκης να δοθεί ανακούφιση στην αρρώστεια, τον πόνο και το κακό, όλα συγκεντρωμένα από μαρτυρίες ανθρώπων, κυρίως γυναικών, που έζησαν από κοντά την εφαρμογή τους ή οι ίδιες τα εφάρμοσαν.

Δυο δεκαετίες μετά την «Μαγική Ιατρική στην Κεφαλονιά» του Αγγελοδιονύση Δεμπόνου, το βιβλίο τούτο κομίζει στη διάθεση της έρευνας καινούριο υλικό, από έναν γεωγραφικό χώρο ανεξερεύνητο ως τώρα στον τομέα αυτό. Υλικό που είναι πολύ χρήσιμο τόσο για τους ιστορικούς της Ιατρικής, όσο και για τους λαογράφους και ανθρωπολόγους . Υλικό που είναι ευτύχημα που συγκεντρώθηκε από τη συγγραφέα, κυρίως μέσα από προφορικές συνεντεύξεις (καθώς τα βοτάνια, τα ξόρκια και τα μυστικά τους διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, και δεν υπάρχουν γραπτές πηγές) μια και οι μαρτυρίες για την άσκηση της λαϊκής ιατρικής χάνονται μαζί με τους ανθρώπους που σιγά σιγά φεύγουν από κοντά μας.

Η σύνθεση όλων αυτών των αναμνήσεων μας φέρνει μπροστά στην εικόνα ενός κόσμου, που για να τον κατανοήσουμε πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας κάποια πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα. Πρέπει να μεταφερθούμε νοητά σε εποχές πολύ δύσκολες, με μεγάλη φτώχεια, υποσιτισμό, αντίξοες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, και πολλές αρρώστειες. Σε εποχές με μεγάλη βρεφική θνησιμότητα, κατά τις οποίες ήταν σχεδόν αδύνατο να διαγνωστεί ακόμα και η αιτία του θανάτου (τον απέδιδαν συνήθως σε «κόρπο» (καρδιά) ή «συφόρεση» (εγκεφαλικό), ενώ υπήρχαν άνθρωποι που πέθαιναν από ένα απλό συνάχι που γύρισε σε «πλεμονία»,επειδή πάτησαν ένα καρφί,ή από «παπουτσοφάωμα»). Εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχαν οι έννοιες της κοινωνικής πρόνοιας, της περίθαλψης, της ασφάλισης, που οι λιγοστοί γιατροί στην καλύτερη περίπτωση χρειάζονταν ώρες με το γαϊδουράκι για να μετακινηθούν από χωριό σε χωριό. Εποχές που το νοσοκομείο, ήταν στην καλύτερη περίπτωση δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, ενώ στη χειρότερη απλώς μια άγνωστη λέξη.Εποχές, που το φάρμακο όπως το γνωρίζουμε σήμερα ήταν επίσης άγνωστη λέξη, που ακόμα και η γάζα ή το οινόπνευμα ή το βαμβάκι που σήμερα έχουμε σε αφθονία στα φαρμακεία μας ήταν είδη πολυτελείας.

Οι άνθρωποι δεν είχαν τότε ούτε τους γιατρούς, ούτε τα φάρμακα, ούτε τα μέσα. Οι κίνδυνοι όμως ήταν παρόντες. Μια οποιαδήποτε αρρώστεια, όσο ελαφριά κι αν ήταν, έστω και μια μέρα να έριχνε κάποιον στο κρεβάτι μπορούσε να καταστρέψει όλη την οικιακή οικονομία. Γιατί σε εκείνες τις κοινωνίες ο καθένας είχε το ρόλο του και ήταν αναντικατάστατος. Ποιος θα έφερνε το μεροκάματο, τον άρτον τον επιούσιον; Ποιος θα φύλαγε το κοπάδι ή ποιος θα όργωνε τα χωράφια;Και ποιος θα έμενε μαζί με τον άρρωστο για να τον φροντίσει, αφού και οι γυναίκες πέρα από το σπίτι είχαν χωράφια, ελιές, αμπέλια, κοπάδια; Οι άνθρωποι, στην γεωργική και κτηνοτροφική κοινωνία της Πυλάρου βρίσκονταν σε ένα διαρκές δούναι και λαβείν με τη φύση. Κάθε μέρα για να ζήσεις έπρεπε να παλέψεις με τα στοιχεία της – με τον κακό καιρό, αλλά και με την κακή σοδειά, με την υπερβολική σωματική κόπωση. Οι άνθρωποι ήταν πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, και ταυτόχρονα πιο απροστάτευτοι. Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι μικροί και μεγάλοι κίνδυνοι ήταν αδήριτη.

Και μαζί με τους κινδύνους και τις αρρώστιες, οι άνθρωποι είχαν κι άλλες ανάγκες, λιγότερο επιτακτικές, ωστόσο απαραίτητες για να γλυκάνουν τη σκληρή καθημερινότητα. Οι γυναίκες είχαν ανάγκη να αισθανθούν, μέσα στις κακουχίες που περνούσαν, όμορφες. Να έχουν λαμπερά μαλλιά, απαλό δέρμα (που τόσο ταλαιπωρούσαν μέσα κι έξω από το σπίτι).

Δεν είχαν άλλη επιλογή οι άνθρωποι από το να στραφούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Να αναζητήσουν, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο αποτελεσματικά, τη λύση σε αυτά που προσέφερε η μητέρα φύση: βότανα από τους αγρούς, σπόρους και μέρη από καρπούς που οι ίδιοι καλλιεργούσαν, ζωϊκές πρώτες ύλες, ακόμη και σωματικά υγρά. Ό,τι είχαν στη διάθεσή τους και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Ό,τι μπορούσαν να εξοικονομήσουν ακόμα και από τη βασική τροφή (π.χ. τις φλούδες του κρεμμυδιού ή του λεμονιού). Ακολουθούσαν μια μακραίωνη παράδοση που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά – είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ανακαλύπτει κανείς συνδέσμους με τα ιατρικά εγχειρίδια των μεγάλων αρχαιοελληνικών μορφών της ιατρικής επιστήμης. Μια παράδοση που βασιζόταν κυρίως στην παρατήρηση (ακόμη και των ζώων) – στην επανάληψη και την εφαρμογή. Μια παράδοση που εμπλουτιζόταν μέσα από νέα παρατήρηση, με αναμίξεις στοιχείων που η δοκιμή τους έδειχνε ότι μπορεί και να έχουν αποτέλεσμα. Αιώνες οι άνθρωποι αξιοποιούσαν στο έπακρο αυτά τα μέσα, πριν η σύγχρονη επιστήμη μας δώσει φάρμακα που παρασκευάζονται στο εργαστήριο. Δεν είναι λίγες οι φορές βέβαια που η Φαρμακολογία έχει ανατρέξει σε αυτήν τη λαϊκή ιατρική για να βρει την πρώτη ύλη για την παρασκευή φαρμάκων… Μια μακραίωνη πρακτική που απέδιδε μπορεί να μην είναι απόδειξη, αλλά είναι ασφαλώς ένδειξη για τον εντοπισμό της ουσίας που μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση μιας ασθένειας. Κι αυτό στην πράξη το έχουμε δει να συμβαίνει άπειρες φορές.

Πλάι στα αγνά, φυσικά υλικά, τα ξόρκια (ακολουθούμενα και από προλήψεις και δεισιδαιμονίες) ήταν η προσπάθεια του ανθρώπου, που βρίσκεται στη δίνη ανεξήγητων φυσικών φαινομένων και συχνά συγκυριών που θεωρούνταν θεόσταλτες, να αντιμετωπίσει με τρόπο «υπεράνθρωπο», υπερφυσικό, τον υπεράνθρωπο και υπερφυσικό κίνδυνο που έρχεται κατά πάνω του. Μαζί με τα βοτάνια, και το ξόρκι. Η αρρώστια δεν είναι μόνο το σύμπτωμα, ο σωματικός πόνος, είναι και μια αόρατη, απειλητική μορφή του κακού που έρχεται και σε βρίσκει άδικα και ανεξήγητα. Για να την αντιμετωπίσει λοιπόν ο άνθρωπος χρειάζεται και τη δύναμη που του δίνουν τα φυσικά φάρμακα, αλλά και τη μεταφυσική δύναμη που του δίνει το ξόρκι. Διπλά αρματωμένος, παλεύει σ’ έναν αγώνα απόλυτα άνισο…

Οι γυναίκες, όπως υπονοήσαμε, είναι οι φορείς αυτής της «ιατρικής» φροντίδας κατά κύριο λόγο. Εκείνες ξέρουν καλύτερα τα βοτάνια και τα ξόρκια, εκείνες αναλαμβάνουν και στην πράξη την ιατρική φροντίδα του ανθρώπου από τη γέννηση ως το θάνατό του. Γυναίκα (η μάνα, αλλά και επίκουρός της η μαμή) φέρνει στον κόσμο τον άνθρωπο, γυναίκα τον νεκροστολίζει και τον μοιρολογάει. Γυναίκα μαζεύει τα βοτάνια και παρασκευάζει τα αφεψήματα, τις αλοιφές, τα καταπλάσματα, τα καλλυντικά. Γυναίκα περιποιείται τον άρρωστο και τις πληγές του. Στο μεταίχμιο ανάμεσα στον φυσικό και τον μεταφυσικό κόσμο, η γυναίκα είναι εκείνη που κυρίως μετέρχεται τα ξόρκια (ας μην ξεχνάμε πόσες γυναίκες κάηκαν ως μάγισσες κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο στην χριστιανική δυτική Ευρώπη). Υπάρχουν και άντρες πρακτικοί, αλλά οι γυναίκες είναι αυτές που χειρίζονται με την ίδια ευκολία και τον κόσμο της φύσης και τον κόσμο των πνευμάτων.
Αυτό το βιβλίο δεν έχει βέβαια σκοπό να μας κάνει να ξαναγυρίσουμε σε πρακτικές μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό που πετυχαίνει είναι να μας κάνει να γνωρίσουμε από πιο κοντά αυτή την εποχή μέσα από μια διάστασή της άκρως ενδιαφέρουσα: την άμυνα που ανέπτυσσαν οι άνθρωποι, στηριγμένοι αποκλειστικά σχεδόν στα ελάχιστα που παρείχε η φύση, απέναντι σ’ έναν κόσμο γεμάτο αρρώστειες και δυσκολίες. Άμυνα που τους έκανε, ίσως, να είναι περισσότερο έτοιμοι από εμάς για να αντιμετωπίσουν το κακό που τους έβρισκε ανεξάρτητα από το αν θα τα κατάφερναν ή όχι στο τέλος. Μπορεί οι τρόποι τους να μην ήταν αποτελεσματικοί πάντα, ωστόσο είχαν τρόπους. Και μπορεί εμείς σήμερα να έχουμε όλα τα μέσα στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε κάθε αρρώστια, ωστόσο επί της ουσίας είμαστε πιο αδύναμοι, οι ίδιοι, ως άτομα, να αμυνθούμε. Χωρίς το στήριγμα της επιστήμης εμείς σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Εκείνοι είχαν κάτι, ένα βιζικατόρι, ένα ξόρκι, ένα βοτάνι. Με τις λιγοστές τους γνώσεις (και την πολλή απόγνωση) οι άνθρωποι της Πυλάρου, εκείνα τα χρόνια ίσως ήταν περισσότερο αυτάρκεις από εμάς σήμερα.
Δεν εννοώ, ασφαλώς, ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε βότανα και ξόρκια. Απλά, ίσως πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τη φύση. Να κατανοήσουμε ότι είμαστε κι εμείς ένα από τα στοιχεία της, που οφείλει να βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα, κι όλα μαζί να αλληλοσυμπληρώνονται.
               Αν συνειδητοποιήσουμε ότι ένα βοτάνι ήταν αρκετό (και ίσως είναι ακόμα) για να σώσει μια ζωή, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίζουμε από δω και πέρα τη φύση με μεγαλύτερο σεβασμό. Και ίσως αυτό το τελευταίο, πέρα από τη συμβολή στη διάσωση ενός πολύτιμου κομματιού της παράδοσης της Πυλάρου, να είναι και το σημαντικότερο μήνυμα του βιβλίου αυτού που με τόσο μεράκι συνέθεσε η κ. Σωτηρούλα Γονατά-Μουστάκη.
               Ας ξανακοιτάξουμε λοιπόν τη φύση, με άλλο μάτι. Και θα μάθουμε πολλά.
Ηλίας Τουμασάτος

Δημοσιεύτηκε 30th January 2012 από τον χρήστη Elias Toumasatos

Πηγή  :  eliaswords.blogspot.com

========================================================================

11 Ιανουαρίου 2013
Η ιεροτελεστία της ...φέτας

Πηγή : eliaswords.blogspot.gr

Στην προσεισμική Κεφαλονιά υπήρχαν μεγάλα τυροκομεία. Οι Κεφαλονίτες τυροκόμοι που δούλευαν σ' αυτά ήταν περιζήτητοι και έξω από τα όρια του νησιού. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ατόμων από την βόρειο Κεφαλονιά, ιδίως από την Πύλαρο, οι οποίοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα έφευγαν στην Ιταλία κυρίως, αλλά και στην Ρουμανία και τον Εύξεινο Πόντο και περνούσαν ολόκληρο σχεδόν τον χειμώνα και την άνοιξη δουλεύοντας στις εκεί τυροκομικές μονάδες για την παραγωγή της περίφημης, ακόμη και μέχρι σήμερα, κεφαλονίτικης φέτας. Η τυροκομική παράδοση του νησιού συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με πολλές σύγχρονες μονάδες που παράγουν κυρίως φέτα, αλλά και κεφαλοτύρι, τα οποία όχι μόνο καλύπτουν τις τοπικές ανάγκες αλλά έχουν πανελλήνια εμπορικότητα και αναγνωρισιμότητα.
            Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η "σπιτική" παραγωγή φέτας, από τους κτηνοτρόφους που, είτε ζούσαν σε περιοχές απομακρυσμένες από τα τυροκομεία, κι έτσι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν εκεί το γάλα οπότε αναγκάζονταν να πήζουν μόνοι τους το τυρί, είτε , έχοντας πουλήσει το γάλα τους στα τυροκομεία,κρατούσαν λίγο για να φτιάξουν τυρί για οικογενειακή κατανάλωση. Αυτή την γοητευτική αλλά και πολύ κουραστική διαδικασία θα παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα.
Πότε τυροκομούσαν οι Κεφαλονίτες;
Το γάλα που χρησιμοποιείται για την Παρασκευή της παραδοσιακής κεφαλονίτικης φέτας είναι κατά κύριο λόγο πρόβειο αλλά και κατσικίσιο. Τα κοπάδια γεννούσαν γύρω στον Οκτώβριο με Νοέμβριο κάθε χρονιάς. Ακολουθούσε μια περίοδος περίπου ενός μηνός, κατά την οποία μεγάλωναν τα μικρά αρνάκια και κατσικάκια.Αμέσως μετά την πρώτη σφαγή, ξεκινούσε η τυροκομική περίοδος, που κρατούσε ολόκληρο το χειμώνα, μέχρι τον Μάιο. Μετά το Μάιο, οποιαδήποτε παραγωγή τυριού ήταν μόνο για οικιακή κατανάλωση, και λεγόταν "εψιμοτύρι" (όψιμο τυρί), και ήταν οπωσδήποτε σε πολύ μικρές ποσότητες.
Η προετοιμασία του τυροκομιού
            Η παρασκευή του τυριού δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση, αν λάβουμε υπόψη ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οι σημερινές στοιχειώδεις ανέσεις. Η λέξη κλειδί για όλη την προετοιμασία είναι "απόλυτη καθαριότητα". Όλα τα δοχεία και τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν έπρεπε να είναι απολύτως καθαρά. Πριν τυροκομήσουν λοιπόν οι κτηνοτρόφοι, και ιδίως οι γυναίκες τους, έπλεναν τα δοχεία και τα βαρέλια με πολλά ζεστά νερά και με ξύδι, κι έπειτα τα στέγνωναν στον ήλιο. Σχολαστική ήταν και η καθαριότητα του χώρου όπου έπρεπε να φυλαχτεί το τυρί, μακριά από σκόνες, μυρωδιές και έντομα.Ας μην ξεχνάμε ότι έπρεπε να εξασφαλιστούν οι ιδανικές συνθήκες συντήρησης, αφού το τυρί έπρεπε να διατηρηθεί για όλο τον χρόνο, χωρίς τη βοήθεια ψυγείων…
            Όταν όλη η διαδικασία ολοκληρωνόταν, όλα τα σκεύη πλένονταν σχολαστικά, με πράσινο σαπούνι, ή και σαπούνι της ποτάσας, που έφτιαχναν στα σπίτια.
Το πρώτο βήμα: η παρασκευή της "πυτιάς"
Το μεγάλο μυστικό της φέτας κρύβεται στην "πυτιά", το υλικό που μετέτρεπε όπως θα δούμε το γάλα σε τυρί. Όταν σφάζονταν τα μικρά αρνάκια "του γάλακτος", τα οποία δεν είχαν τραφεί ακόμη με χορτάρι, οι κτηνοτρόφοι αφαιρούσαν προσεκτικά τις κοιλιές τους, που είχαν μέσα μόνο το γάλα που βύζαιναν από τις μητέρες τους. Οι κοιλίτσες των αρνιών έμοιαζαν με μεμβρανώδεις σακούλες γεμάτες γάλα. Αυτές τις φυσικές σακούλες τις έδεναν καλά, και τις αποξήραιναν στον ήλιο. Όταν είχαν ξεραθεί καλά, αφαιρούσαν τον υμένα της κοιλιάς, και μαλάκωναν το αποξηραμένο γάλα σε μια κατσαρόλα με νερό, προσθέτοντας λίγο χοντρό αλάτι. Έπειτα σούρωναν καλά το υγρό, για να φύγουν όλες οι τυχόν ακαθαρσίες, και κατόπιν το έκλειναν αεροστεγώς σε μπουκάλια ή σε βάζο. Η πυτιά ήταν έτοιμη.
Δεύτερο βήμα: Το ζέσταμα του γάλακτος
Και η ιεροτελεστία του τυροκομιού ξεκινάει: Το γάλα, πρόβειο ή κατσικίσιο, σουρώνεται καλά καλά με τουλουπάνι (που λεγόταν και τσαντίλι ή τσαντίλα), ώστε να είναι ολοκάθαρο από οποιοδήποτε ξένο σώμα (τρίχες κλπ.). Έπειτα τοποθετούσαν όλο το γάλα σε μια μεγάλη κατσαρόλα (που λεγόταν και πηνιάτα), η οποία είχε χωρητικότητα γύρω στα20-30 κιλά γάλα. Η κατσαρόλα με το γάλα ζεσταινόταν σε φωτιά από ξύλα. Την εποχή εκείνη σπάνιζαν τα θερμόμετρα, κι έτσι δοκίμαζαν αν το γάλα έχει ζεσταθεί με το δάχτυλο του χεριού (το οποίο έπρεπε βεβαίως να είναι απολύτως καθαρό). Η ιδανική θερμοκρασία ήταν όταν το ζεστό γάλα "δεχόταν" το δάχτυλο για2 - 3 το πολύ λεπτά.
Τρίτο βήμα: Η μίξη ζεστού γάλακτος - πυτιάς
Αμέσως μόλις το γάλα έφτανε στην ιδανική θερμοκρασία, κατέβαζαν την κατσαρόλα από τη φωτιά, και έριχναν μέσα την πυτιά, σε ποσότητα ανάλογη με την ποσότητα γάλακτος (π.χ. για 10 κιλά γάλα αντιστοιχούσε μία κουταλιά της σούπας πυτιά) και ανακάτευαν πολύ καλά. Κατόπιν σκέπαζαν την κατσαρόλα και την άφηναν για περίπου 2 ώρες.
Τέταρτο βήμα: Από την πηνιάτα στο τυροβόλι
Μετά το πέρασμα των 2 ωρών, το μείγμα είχε γίνει πηχτό. Τότε με μια ειδική για την περίσταση ξύλινη σπάτουλα έκοβαν το τυρί σε πολλά κομμάτια, με τη βοήθεια μιας ξύλινης σπάτουλας. Μετά το κόψιμο, άρχιζαν να χωρίζουν τα στερεά κομμάτια, και να ανεβαίνει στην επιφάνεια της πηνιάτας το τυρόγαλο. Το τυρόγαλο, όπως θα δούμε παρακάτω, το μάζευαν και το χρησιμοποιούσαν για την Παρασκευή της μυζήθρας. Έπειτα, άδειαζαν ολόκληρο το περιεχόμενο της κατσαρόλας στο καλούπι, ή τυροβόλι. Το καλούπι ήταν ένα τσίγκινο μεγάλο δοχείο με πολλές τρύπες στην επιφάνειά του, για να στραγγίζει το τυρί από το τυρόγαλο που είχε απομείνει. Το τυροβόλι έμπαινε συχνά μέσα σε ένα μεγαλύτερο δοχείο, που κατακρατούσε το τυρόγαλο που στράγγιζε από τις τρύπες.
Πέμπτο βήμα: "Μπατάρισμα" και αλάτισμα
Αφού, μετά από κάποιες ώρες, στράγγιζαν τα υγρά, τοποθετούσαν το τυροβόλι σε μια επικλινή σανίδα ή λαμαρίνα, και αλάτιζαν την επιφάνεια καλά. Άφηναν το καλούπι για 3-4 (συχνά και περισσότερες) μέρες,έτσι "μπαταρισμένο" και αλατισμένο, ώστε να στραγγίξει και τα τελευταία υγρά, αλλά και να "τραβήξει" το αλάτι, και ν' αποκτήσει έτσι την γνώριμη αλμυρή γεύση της φέτας, αλλά και να μπορεί να συντηρηθεί για πολύ καιρό.
Έκτο βήμα: Από το τυροβόλι στα βαρέλια
            Όταν το τυρί είχε σφίξει και είχαν πλέον σταματήσει να τρέχουν τα υγρά από το τυροβόλι, έπαιρναν τα κομμάτια του τυριού ένα - ένα και τα τοποθετούσαν πρόχειρα στα πρόχειρα βαρέλια. Για να τοποθετηθούν στο κανονικό βαρέλι έπρεπε να συγκεντρωθεί ικανή ποσότητα. Τα βαρέλια του τυριού ήταν ξύλινα και η χωρητικότητά τους ποίκιλλε. Υπήρχαν βαρέλια των 10, 15, 20, 30 κιλών, ενώ τα μεγαλύτερα χωρούσαν το πολύ 60 κιλά. Πριν μπει το τυρί στα βαρέλια, αυτά έπρεπε να έχουν πλυθεί καλά με ζεστό νερό, ξύδι και να έχουν στεγνώσει στον ήλιο. Επίσης,άλειφαν την εσωτερική επιφάνεια του βαρελιού με τριμμένη λιωμένη φρέσκια μυζήθρα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία "κρούστα" σε ολόκληρο το βαρέλι, που ήταν πλέον έτοιμο να δεχτεί τα κομμάτια του τυριού.
            Τα κομμάτια του τυριού έβγαιναν από τα πρόχειρα βαρέλια, πλένονταν για ακόμη μια φορά πολύ καλά και στράγγιζαν για 1-2 ώρες πάνω σε ένα καθαρό σανίδι. Όταν πλέον είχαν στεγνώσει, στοιβάζονταν πολύ σφιχτά μέσα στο βαρέλι, για να μην μένει κανένα κενό. Όταν το βαρέλι γέμιζε καλά, έριχναν στην επιφάνεια μυζήθρα φρέσκια τριμμένη. Πολλοί έβαζαν και τριμμένη θρούμπα (θυμάρι) για να μοσχοβολάει.
Έβδομο βήμα: Το σφράγισμα του βαρελιού και η συντήρηση
            Το,γεμάτο πια, βαρέλι, σφραγιζόταν σφιχτά με το καπάκι του, που είχε εγκοπές έτσι ώστε να εφαρμόζει τέλεια. Έσφιγγαν και τα στεφάνια του βαρελιού, και έτσι έκλεινε τελείως. Τα τυροβάρελα είχαν ένα μικρό άνοιγμα, το οποίο βούλωνε με ξύλινο βουλωτήρι (πυρί).
            Και μετά την σφράγιση των βαρελιών, έπρεπε να υπάρχει πολύ μεγάλη φροντίδα, ώστε να μη χαλάσει το τυρί. Από το Σεπτέμβρη και μετά, μέσα από τη μικρή τρύπα του βαρελιού έριχναν την αλμύρα, για να μην ξεραίνεται το τυρί. Η αλμύρα παρασκευαζόταν από νερό και αλάτι ή γάλα και αλάτι, το οποίο έβραζαν καλά, ώστε να μην έχει μύκητες. Μόλις κρύωνε, το έριχναν από την οπή στο βαρέλι, και κυλούσαν το βαρέλι ώστε να απλωθεί η αλμύρα σε όλο τον όγκο του. Το καλοκαίρι δεν έριχναν αλμύρα, μια και το τυρί κρατιόταν μαλακό με τα δικά του υγρά.
            Η καθαριότητα του χώρου όπου φυλασσόταν το τυρί απαιτούσε πολύ μεγάλη προσοχή.Έπρεπε να βρίσκεται μακριά από σκόνη, μυρωδιές, έντονη ζέστη, και έντομα. Για το λόγο αυτό συχνά τοποθετούνταν σήτες στους χώρους που αποθηκευόταν το τυρί.
Πώς φτιαχνόταν η μυζήθρα και το εψιμοτύρι
            Το τυρόγαλο που όπως είδαμε περίσσευε κατά την παρασκευή της φέτας, δεν πήγαινε χαμένο. Το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή της μυζήθρας. 'Εριχναν το τυρόγαλο και πάλι στην πηνιάτα, και το ζέσταιναν μαζί με γάλα (Η αναλογία τυρόγαλου προς γάλα 'ήταν συνήθως 5 κιλά τυρόγαλο για 1 κιλό γάλα). Καθώς το μείγμα ζεσταινόταν, η κρέμα (το υλικό της μυζήθρας) ανέβαινε πάνω. Η πηνιάτα έπρεπε να κατεβεί από τη φωτιά πριν κοχλάσει και χαλάσει η κρέμα. Έπειτα μάζευαν την κρέμα με τρυπητή κουτάλα, και την έκλειναν σε τσαντίλια(τουλουπάνια) τα οποία έδεναν και κρεμούσαν, για να στεγνώσει από τα υγρά.Ανάλογα με το αν ήθελαν η μυζήθρα να είναι αλμυρή ή γλυκιά, πρόσθεταν στην κρέμα αλάτι.
            Μετά τον Μάιο, που οι ποσότητες του γάλακτος ήταν μικρές, παρασκευαζόταν σε μικρές ποσότητες το εψιμοτύρι. Το εψιμοτύρι φτιαχνόταν με τον ίδιο τρόπο όπως η φέτα. Όταν όμως στράγγιζε και στέγνωνε,αντί να το βάλουν σε βαρέλι, το τοποθετούσαν σε γυάλινο βάζο με λάδι, ή το στραγγίζανε σε τουλουπάνια και το αποξήραιναν, οπότε χρησίμευε σαν τυρί για τρίψιμο.
Κείμενο:Ηλίας Τουμασάτος
Μαρτυρίες:
Κυριακούλα Στελλάτου, από Μιτακάτα
Δημητρία Τουμασάτου, από Κάστρο Άσσου.

========================================================================

     9 Ιανουαρίου 2013


         Κεφαλονίτικες γαμήλιες ιδιοτροπίες  (Ηλίας Τουμασάτος)

 
Το σωτήριο έτος 1934 βρήκε το περιοδικό «Ιόνιος Ηχώ» (τεύχος 28, Δεκ. 1934, σ. 11) να ασχολείται με τα γαμήλια έθιμα της Κεφαλονιάς. Επειδή το απονενοημένο διάβημα του γάμου είναι ενδεχομένως στα προσεχή σχέδια πολλών εξ ημών, αποφάσισα με χαρά να φέρω μετά από 78 χρόνια στο φως τα συνταρακτικά στοιχεία αυτά που μας οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα – οδηγίες προς ναυτιλλομένους:
« Στην Κεφαλλωνιά συνηθίζουν να βάζουν μερικά ζαχαροκούλουρα μέσα στα στρώματα που στέλνονται μαζύ με τ’ άλλα αντικείμενα της προίκας στο σπίτι του γαμπρού. Τα ζαχαροκούλουρα αυτά προορίζονται για τις κοπέλλες που θα στρώσουν το νυφικό κρεββάτι».
Προσέξτε καλά μήπως τριφτούν τα ζαχαροκούλουρα που θα ρίξουν για τις παράνυφες μέσα στα προικιά, και σας καταστρέψουν όλες τις ντεμέλες (η ζάχαρη δεν παχαίνει μόνο, λεκιάζει κιόλας). Εάν οι παράνυφες κάνουν δίαιτα, προτιμήστε κουλούρια ολικής αλέσεως, ή έστω κριτσίνια (χωρίς σουσάμι, γιατί τρίβει και αυτό).
«Συνηθίζουν επίσης να ρίχνουν ένα αρσενικό παιδί, που νάχη μάνα και πατέρα, επάνω στο νυφικό κρεββάτι, μόλις το στρώσουν, για ν’ αποχτήση αρσενικά παιδιά το αντρόγυνο».
Ο αγώνας για την απόκτηση του διαδόχου είναι ιερός. Ποιος θα κληρονομήσει τη δυναστεία σας, αδέλφια; Προσέξτε τουλάχιστον το αρσενικό παιδί που θα ρίξετε στο κρεβάτι, να μην είναι υπέρβαρο και σας καταστρέψει τους σουμιέδες. Επίσης αν το μικρότερο αρσενικό παιδί που ξέρετε είναι 25 ετών, με 1.90 ύψος, γαλανά μάτια, θεληματικό πηγούνι, και συχνάζει στο γυμναστήριο επί τρίωρον ημερησίως, αποφύγετε το έθιμο, καθώς υπάρχει κίνδυνος αυτή να μην είναι η μοναδική φορά που ο νεαρός θα πέσει στο κρεβάτι σας.
«Για τον ίδιο επίσης σκοπό κατά τη διάρκεια του στεφανώματος, ο μεν γαμπρός έχει στην τσέπη του μια μικρή Σύνοψι, η δε νύφη ένα αρσενικό κλειδί».
Προτιμήστε την άλλη λύση (Σύνοψη σε pocket size) – αν δεν βρίσκετε, κατεβάστε τη από το Ίντερνετ και αποθηκεύστε τη σε φλασάκι (πιάνει λιγότερο χώρο στην τσέπη). Όσο για το «αρσενικό κλειδί», φροντίστε να μην εκνευρίσετε τη νύφη και το εκτοξεύσει εναντίον σας.
«Όταν συνοδεύεται στο σπίτι του γαμπρού η νύφη, δεν πρέπει να γυρίση το κεφάλι της πίσω, γιατί γρήγορα θα επιστρέψη στο σπίτι του πατέρα της χήρα».
Αν κατά το δρόμο προς το σπίτι σας η νύφη κοιτάξει προς το σπίτι του πεθερού, λίγα είναι τα ψωμιά σας. Μπορεί η γυναίκα του Λωτ να έγινε στήλη άλατος όταν κοίταξε πίσω της, η δικιά σας μάλλον επιδιώκει να δει εσάς οριζοντίως κάτω από στήλη, όχι άλατος, αλλά επιτύμβια. Η πηγή μας δεν διευκρινίζει τι θα συμβεί αν είστε σώγαμπρος (οπότε το σπίτι του πεθερού ταυτίζεται με το δικό σας) εκτός και αν τότε θεωρούσαν αυτονόητο το «όποιος παίρνει κληρονόμα μένει έξω το χειμώνα».
Το καλύτερο απ’ όλα, όπως αντιλαμβάνεστε, βρίσκεται στην τελευταία αυτή παράγραφο του δημοσιεύματος. Με απύθμενη χαρά σας αποκαλύπτω πως, αν πιστέψουμε τα αναφερόμενα στο δημοσίευμα, η θεωρία καταρρέει: Ο ΓΑΜΠΡΟΣ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗ ΝΥΦΗ! Πάρτε λοιπόν το αίμα χιλιάδων αντρών πίσω! Με το «ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός», πατήστε τη χωρίς ενοχές, πλην όμως τρυφερά, με το μαλακό, να μη χαλάσουν (προς Θεού!) και οι γόβες της (αφού έτσι κι αλλιώς εκείνη πρόκειται να σας πατήσει πολλάκις κατά το υπόλοιπο του βίου σας)…
Καλά στέφανα λοιπόν, και στα δικά μας οι λεύτεροι.
Πηγή: eliaswords.blogspot.gr


=====================================================================

28 Σεπτεμβρίου, 2012

Η ΜΑΛΙΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝΟΥΔΕΛΙ
Θρησκευτικές γιορτές και έθιμα στη Ζάκυνθο

Διαβάζοντας κανείς τον κύριο τίτλο του σημερινού σημειώματος δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ότι αναφέρεται σε θρησκευτικές γιορτές και έθιμα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας ανοίξω το σκονισμένο ντουλάπι των αναμνήσεών μου εκεί στη δεκαετία του 60 όταν έφηβος έφυγα από τη Ζάκυνθο.
Η ζωή τότε ήταν στενά δεμένη με τις αναρίθμητες θρησκευτικές γιορτές. Πέρα από τη έντονη θρησκευτικότητα του ζακυνθινού λαού οι γιορτές ήταν πάντα αφορμή για ξεκούραση, για καλύτερο φαγητό ή νόστιμα τοπικά γλυκά και καμμιά φορά για πανηγύρι και γλέντι και πάντα ήταν διανθισμένες με τοπικά εθιμα που με τη γνωστή ζακυνθινή σπιρτάδα έπαιρναν περιεχόμενο ουσία και ενδιαφέρον.
Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά με τα ζακυνθινά κάλαντα που τα έλεγαν οι μεγάλοι με κιθάρες και μαντολίνα έτσι για το κέφι και ένα ποτήρι κρασί, αφού στη Ζάκυνθο δεν συνηθιζόταν να δίνουν χρήματα, ήταν περίπου ιεροτελεστία.
Οι γιορτές του Πάσχα πάλι με τη μαγική περιφορά του επιτάφιου που στη χώρα γίνεται στις 4 το πρωί, ξυπνούσε τις εφηβικές μας καρδιές και μισάνοιγε την πόρτα για νέους κόσμους που μπορεί απλώς να ήταν μία ματιά από το κορίτσι που μας άρεσε, ενώ η Ανάσταση με τα βαρελότα και τα κόκκινα αυγά ήταν μία ευχάριστη διακοπή στη μονότονη και στερημένη ζωή που περνούσαμε τότε.
Για μας τα παιδιά οι γιορτές είχαν ακόμη μεγαλύτερη σημασία αφού σήμαιναν διακοπές από το σχολείο, περισσότερο παιχνίδι και ξενιασιά. Το μόνο πρόβλημα που είχαν οι γιορτές ήταν ότι αργούσαν να έρθουν και όταν ερχόντουσαν τελείωναν γρήγορα. Πόσο βασανιστική ήταν η αναμονή για τις γιορτές του Πάσχα !
Ιδιαίτερη όμως θέση στις θρησκευτικές γιορτές είχαν οι τοπικές γιορτές που αφορούσαν τοπικά συμβάντα θρησκευτικού περιεχομένου ή ήταν παραλλαγές γιορτών που γιορτάζονταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας και πάντα συνοδεύονταν από έθιμα.
Φυσικά η κορωνίδα των τοπικών θρησκευτικών εορτών ήταν καιι είναι  η γιορτή του πολιούχου Αγίου Διονυσίου, του Αγίου όπως λένε στη Ζάκυνθο.
Φέτος το καλοκαίρι που λόγω συνταξιοδότησης έμεινα περισσότερο διάστημα στη Ζάκυνθο είχα την ευκαιρεία να ξαναθυμηθώ τις γιορτές που αναφέρονται στον τίτλο.
Η Μαλιαρή δεν έχει καμμία σχέση με την ακραία δημοτική που άσκοπα ταλαιπώρησε παλαιότερα την ελληνική κοινωνία. Ούτε φυσικά με τίποτα πονηρό που μπορεί να πήγε το μυαλο κάποιων άλλων .
Είναι ένα έθιμο που συνδέεται με την έναρξη της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου, γιορτάζεται την 1 Αυγούστου στο πλαίσιο των σχετικών θρησκευτικών εκδηλώσεων   στις εκκλησίες του νησιού που είναι στην πόλη και κυρίως αυτών που είναι κοντα στη θάλασσα.
Μα τι είναι τέλος πάντων αυτή η Μαλλιαρή. Είναι μία..... πέτρα από τη θάλασσα που πάνω της έχουν κολήσει βρύα και άλλα θαλασσινά φυτά και που όποιος την πιάσει την πάει σπίτι του και αυτό του φέρνει καλή τύχη. Κατά την προσέλευση λοιπόν του κόσμου στις εκκλησίες επικρατεί μία εύθυμη διάθεση με αλληλοπειράγματα και με βουτιές στη θάλασσα για τον εντοπισμό μίας τέτοιας μαλιαρής πέτρας. Όσο πιο μαλιαρή είναι η πέτρα τόσο πιο καλότυχος θα είναι αυτός που τη βρήκε
Και το Μενουδέλι, τι είναι το μενουδέλι. Οπως θυμούνται οι παλιότεροι ζακυνθινοί  μενουδέλι λέγαμε το φιδέ. Στα παλιά χρόνια ήταν το βασικό σαρακοστιανό έδεσμα του Δεκαπενταύγουστου.
Φέτος ο δραστήριος εξωραιστικός σύλλογος Λαγκαδακίων Ζακύνθου οργάνωσε ιδιαίτερη γιορτή για να θυμίσει στους παλιούς και να γνωρίσει στους νέους την ξεχασμένη γιορτή. Οργανώθηκαν ομιλίες (παραδοσιακή ζακυνθινή λαική θεατρική  παράσταση) και άλλες εκδηλώσεις που σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία.
Ας είμαστε καλά να ξαναθυμηθούμε και να ξαναζήσουμε και άλλες τέτοιες γιορτές
Γιάννης Πατίρης –Αγιοι Πάντες Ζάκυνθος

Δεν υπάρχουν σχόλια: